Β Ι Β Λ Ι Ο Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η: «ΙΔΕΟπολις», Ηλία Γιαννακόπουλου Φιλόλογου

Από τον εκδοτικό οίκο «Λιβάνης» κυκλοφόρησε το Μάρτιο 2019 το βιβλίο «ΙΔΕΟπολις», του φίλου συγγραφέα και συνταξιούχου καθηγητή Ηλία Γιαννακόπουλου. Οι ακόλουθες σκέψεις προέκυψαν διαβάζοντας τα κεφάλαιά του – με πολύ ενδιαφέρον πάντοτε – και κάθε φορά με την αίσθηση ότι είμαι ιδεασμένος για το αντικείμενο για το οποίο έγραψε ο Γιαννακόπουλος.

Ο τίτλος ΙΔΕΟπολις παραπέμπει «εις των ιδεών την πόλιν» από το ποίημα «Το πρώτο σκαλί» του Καβάφη (αναφέρεται στην σελ. 27 του βιβλίο του Γιαννακόπουλου).

Αντιγράφω εδώ τους σχετικούς στίχους:

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο

πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι

πολίτης εις των ιδεών την πόλι.

Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι

και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας

που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης».

Σε καιρούς όπου οι τυχοδιώκτες, όχι μονάχα τριγυρνούν στην αγορά, όχι μονάχα γελούν τους πάντες, αλλά και νομοθετούν οι ίδιοι, οι καβαφικοί αυτοί στίχοι φαντάζουν μελαγχολικά αισιόδοξοι. Ωστόσο, πρόκειται για έναν σχετικά νεανικό ποίημα του Καβάφη, που το είχε γράψει 32 χρονών, διατηρώντας, μαζί με την σωματική του ακμή, και την αισιοδοξία του (θα πεθάνει το 1933, στα 70 του, και αφού θα έχει θρηνήσει ποιητικά την χαμένη ωραιότητα, που την εποχή του «πρώτου σκαλιού» ασφαλώς διατηρούσε).

Η αισιοδοξία δεν λείπει και από τον Ηλία Γιαννακόπουλο, ο οποίος συγκέντρωσε σε τόμο με τον τίτλο «ΙΔΕΟπολις» μια σειρά πενήντα τεσσάρων δοκιμίων του, δημοσιευμένων, πριν από την έκδοσή τους σε συλλογικό τόμο, στην ιστοσελίδα «ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ». Εξαρχής, τα κείμενά του ξεχώρισαν, για μένα, μέσα στην πλούσια, ποικίλη και εκλεκτή σοδειά του «Αντικλειδιού», με την ιδιαίτερή τους δομή. Στην πραγματικότητα, δεν βρήκα άλλη δομή σαν των δικών του κειμένων. Από μακριά «τους γνέφουν»κάτι κείμενα ψυχολόγων, που θίγουν «με γενικό τρόπο» τα ζητήματα της δικής τους ειδικότητας. Υποχρεώθηκα, συνεπώς, να εξετάσω τι ήταν το ιδιαίτερο στην φόρμα αυτών των κειμένων, και η εντύπωσή μου ήταν ότι επρόκειτο για δοκίμια περασμένα μέσα από την κλασική, παραδοσιακή – και συκοφαντημένη–φόρμα της έκθεση ιδεών. Και ο Γιαννακόπουλος έχει βαθύτατα ζυμωθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο γραψίματος, λόγω προφανώς του επαγγέλματός του ως παλαιού φιλολόγου.

Έκθεση ιδεών και Δοκιμιακός Λόγος

Έτσι, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ορίσει την συγκεκριμένη φόρμα. Ως «έκθεση» νοείται η παρουσίαση ενός συνόλου στοιχείων σε μια συντεταγμένη σειρά, όπως εκθέτεις τα εκθέματα ενός μουσείου, ή μια συλλογή πινάκων, ή τις τελευταίες εκδόσεις ενός εκδοτικού οίκου. Η έκθεση νοηματοδοτεί, τρόπον τινά, τα πράγματα που εκτίθενται, έτσι ώστε το καθένα να λαμβάνει μιαν«ανάλογη» (με τον εαυτό του, αλλά και με την «σύλληψη» (concept) της έκθεσης θέση). Εδώ, στην «έκθεση ιδεών», συνεπώς, εκτίθενται «ιδέες».

Ως «έκθεση ιδεών», λοιπόν, νοείται η συντεταγμένη παράθεση των ιδεών, κατά τρόπο που να «βγάζει νόημα», καθώς οι ιδέες που εκτίθενται συσχετίζονται η μία με την άλλη, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα υπερκείμενο σχήμα από την κατάταξή τους. Το υπερκείμενο αυτό σχήμα μπορεί να υπάγεται σε υποπεριπτώσεις, όπως το πρόβλημα και η λύση του, ή θέση – αντίθεση – σύνθεση. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδέες, σαν ζωντανά όντα, στον μεταξύ τους συνδυασμό, γεννούν νέες ιδέες.

Οι Μεγάλες Συγκρούσεις

Έτσι, για παράδειγμα, ο Γιαννακόπουλος, στο κεφάλαιό του «Οι Μεγάλες Συγκρούσεις» (σελ. 56-73) οργανώνει σε ζεύγη αντιθέτων φιλοσόφους και επιστήμονες: Ηράκλειτο και Παρμενίδη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, Άνταμ Σμιθ και Καρλ Μαρξ, Αϊνστάιν και Χάιζεμπεργκ. Θέλει προσοχή εδώ το ότι μια τέτοια οργάνωση, όσο κι αν στηρίζεται στα δεδομένα για τον καθένα από τους φιλοσόφους ή επιστήμονες που οργανώνονται σε τέτοια σχήματα, είναι απλοποιητική: επιλέγει τα σημεία του κάθε φιλοσόφου ή επιστήμονα, ο οποίος μπορεί, εξεταζόμενος καθ’ εαυτόν, να δώσει μια διαφορετική εικόνα, πιο ολοκληρωμένη. Η διαφορά του να δεις ολόκληρο τον φιλόσοφο, καθ’ εαυτόν, από το να τον εκθέσεις συγκριτικά με κάποιον άλλο, όπως κάνει ο Γιαννακόπουλος, είναι ότι, με τον πρώτο τρόπο, έχεις μια πολλαπλότητα τρόπων σκέψης και ύπαρξης, λ.χ. είτε κατά τον Πλάτωνα είτε κατά τον Αριστοτέλη, ενώ με την δεύτερη εξέρχεσαι και από τους δύο και κατευθύνεσαι προς μια «καθολική» εικόνα, η οποία θα μπορούσε να είναι και πιο φτωχή από του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, του καθενός ξεχωριστά (είπαμε: η εικόνα του καθενός είναι απλοποιημένη – απλοποιείται και για τις ανάγκες της σύγκρισης, και κατά τη σύγκριση και, ακόμα περισσότερο, μετά την σύγκριση), αλλά, από την άλλη πλευρά, υποκείμενη σε λογισμό, με κατεύθυνση την ενότητα, μία ενιαία και καθολική εικόνα, απαλλαγμένη από τις ιδιαιτερότητες και αντιφάσεις των κατ’ ιδίαν φιλοσόφων και επιστημόνων – ή, τουλάχιστον, με τους τελευταίους να εμπλέκονται σ’ έναν διάλογο μεταξύ τους. Από την σκοπιά της «έκθεσης», ως είδους άμεσης φιλοσοφικής καταγωγής, το εργαλείο ονομάζεται «αφαίρεση», δηλαδή αφαιρείται ο φιλόσοφος, και κρατούνται εκείνα τα στοιχεία που επιλέγονται για τις ανάγκες της σύγκρισης και της κατάταξης. Έτσι, τα πράγματα υπάγονται στους κανόνες μιας φιλοσοφικής λογικής.

Η έκθεση είναι μια φόρμα ολιστική. Το σχήμα μιας έκθεσης είναι, από μιαν άποψη, «ολοκληρωμένο»- έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά μπορεί να αφήνει και ένα άκρο ανοιχτό – να τελείωνει με ορισμένα ζητήματα «ανοιχτά», ή με μια προτροπή για την εφαρμογή στην πράξη.

Η Έκθεση ως μαιευτική μέθοδος

Και πού βρίσκει κανείς τις ιδέες της έκθεσής του; Θυμάμαι, την δεκαετία του ’70, όταν, στο σύντομο πέρασμά μου από φροντιστήριο για τις δικές μου εισαγωγικές, ο φροντιστηριακός φιλόλογος, ο Γιώργος Σουρέλης μας δήλωνε – στο εισαγωγικό του μάθημα – αρκετά παραστατικά, δηλαδή με κίνηση και των χειρών, ότι «οι ιδέες βρίσκονται μέσα μας». Αν είναι έτσι, έχουμε μια καταγωγή του είδους από τον Ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό και, εν προκειμένω, από την Σωκρατική παράδοση της «μαιευτικής». Μόνο που, αντί για έναν Σωκράτη μαιευτήρα, την μαιευτική την κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Εμείς οι ίδιοι ξεγεννούμε τις ιδέες μας.

Κρατάμε την στενή συγγένεια της συγκεκριμένης φόρμας με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, για ορισμένες επισημάνσεις. Κατά πρώτον, η μέθοδος της αναζήτησης των ιδεών εντός δεν είναι αποκλειστική. Εννοείται ότι προηγείται από ή συνοδεύει ένα στάδιο έρευνας σε ιδέες άλλων ή σε πορίσματα της επιστήμης. Όμως, σε μια στιγμή, ο συγγραφέας μιας έκθεσης ιδεών μένει αυτός και οι ιδέες, όπως τις έχει περισυλλέξει. Μπορεί ο εκθέτης να εκθέτει δικές του ιδέες (όπως ο ζωγράφος τους πίνακές του), μπορεί και ιδέες άλλων. Αλλά το υπερκείμενο σχήμα είναι «δικό του», δηλαδή «της έκθεσης», του κειμένου του. Αυτός είναι ένας λόγος και της εχθρότητας που έχει ξεσηκώσει αυτό το είδος (ένας από τους πολλούς). Είναι σαν να σου ζητάνε να πας με τα πόδια εκεί που ο άλλος προσφέρεται να σε πάει με το αυτοκίνητο.

Δεύτερον, η έκθεση ιδεών δεν είναι ένα υποκειμενικό είδος. Είναι αντικειμενική. Αυτό, στο βάθος, υπονοεί έναν συγκεκριμένο «ρεαλισμό» των ιδεών. Δηλαδή ότι οι ιδέες είναι αυτές που είναι, αυτές που ορίζονται, αυτές που καταλαβαίνουμε, αυτές που προκύπτουν, κι έχουν κι από πίσω μιας «αντικειμενική» υπόσταση, όχι της τάξεως, αναγκαστικά του Πλατωνικού ρεαλισμού, αλλά πάντως πάνω τους πατάς σε στέρεο έδαφος – μπορείς και να χορέψεις! Αυτός είναι ένας επίσης λόγος για την εχθρότητα που συναντά το συγκεκριμένο είδος γραφής, από την πλευρά ενός «θετικισμού», ή μιας σχετικότητας, κατά την οποία αν κάτι υπάρχει, αυτό είναι τα «αντικειμενικά» δεδομένα, με άλλα λόγια ό,τι είναι «μετρήσιμο». Οι ιδέες, οι κατατάξεις τους, δεν μπορούν να μετρηθούν, γιατί έχουν να κάνουν με αξίες∙ κι αυτό το πράγμα κουλτούρες ολόκληρες το εχθρεύονται και εργάζονται για να το αποκλείσουν από τον τρόπο του σκέπτεσθαι του σημερινού ανθρώπου.

Λόγος ουμανιστικός

Θα μπορούσε να προστεθεί και κάτι πιο συγκεκριμένο: ότι η έκθεση ιδεών είναι ένα είδος λόγου ουμανιστικό, στραμμένο όχι μόνο προς την γραφή, αλλά και τα γράμματα, που έχει ενσωματώσει, κατά τρόπο περίπου αναπόσπαστο, αξίες όπως του διαφωτισμού (όχι τυχαία, το βιβλίο τελειώνει μ’ έναν ινδιάνικο μύθο για το φως, σελ. 234-238) και της δημοκρατίας (βλ. και το δοκίμιο «Σκέψη – Ελευθερία – Δημοκρατία», στις σελ. 56), και αναφορές στους αρχαίους Έλληνες (βλ. και το αφιερωμένο στην «Φιλοσοφία» κεφάλαιο, σελ. 74-97), Λατίνους και νεότερους «δόκιμους», συγγραφείς (ιδίως φιλοσόφους, λ.χ. Σαρτρ). Έτσι, δεν είναι τυχαίο το ότι, στον τίτλο του βιβλίου, οι «ιδέες» συναρτώνται προς την «πόλη», ως ΙΔΕΟπολις. Η Πολιτεία των Ιδεών συγκροτείται στην Ιδέα της Πολιτείας και η Πολιτειολογία, η οποία στηρίζεται σ’ αυτή τη μέθοδο, είναι συγκεκριμένη και διόλου ουδέτερη. Εδώ εντοπίζεται μια τρίτη ομάδα αντίθεση, ή/και αντιπάθειας προς το συγκεκριμένο είδος. Το να είναι η Πολιτεία ο ορίζοντας και ο προορισμός της γραφής, υποβάλλει ένα είδος λειτουργιστικής θεώρησης των πραγμάτων. Το «άλλως – δύνασθαι – πράττειν» μιας τέτοιας θεώρησης είναι η συγκρουσιακή, δηλαδή αυτή που βλέπει τις κοινωνικές τάξεις σε ασυμφιλίωτη σύγκρουση μεταξύ τους. Συγκριτικά, θεωρείται είδος συντηρητικού καθωσπρεπισμού, επικύρωσης της αυθεντίας – και υποκείμενο στο «σφάλμα σκέψης ενώπιον της αυθεντίας» (authoritybias), είδος ελάχιστα «επαναστατικό».

Η δική μου γνώμη είναι ότι, παρ’ όλο που η συγκεκριμένη φόρμα είναι επιλογή, αυτού του είδους η τακτοποίηση των ιδεών σε μια μορφή με νόημα και παραγωγικότητα, πάνω σε δοσμένο θέμα, με αξίωση ή/και κατεύθυνση αντικειμενικότητας και στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός καθολικού λόγου με πολιτειακό ορίζοντα, συνιστούν μια δομή βαθύτερη σε κάθε σκέψη, και εγγενή σε κάθε λόγο.

Ο Αγγλοσαξωνικός θετικισμός, ένα δόγμα της εχθρότητας σε κάθε είδους ρητορική και με την λατρεία του «μετρήσιμου», εδώ αποτελεί, συγκριτικά, μιαν άλλη επιλογή, η οποία, όσο κι αν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη και σημείο στήριξης κάθε δοκιμίου τύπου «έκθεσης ιδεών», καταντά ευνουχιστική και απάνθρωπη, όταν διεκδικεί αποκλειστικότητα, και καταλήγει πουριτανισμός, έλεγχος της σκέψης και αλλοτρίωση∙ είναι επικίνδυνος.

Προσωπικά, με ελκύει ένα είδος κειμένου όπου ο συγγραφέας εκθέτει μία ιδέα – μία δική του ιδέα – και όχι όλες τις ιδέες γύρω από ένα αντικείμενο∙ ένα πρόβλημα, το οποίο θα παρατίθεται και θα λύνεται, κατ’ ευχήν, με την βεβαιότητα ενός μαθηματικού – καλύτερα: γεωμετρικού – προβλήματος.

Μια εξ ολοκλήρου πρωτότυπη ιδέα, ακόμα κι αν είναι δομημένη με λογική σιδερένια, αλλά πάνω στη βάση: «αυτό είναι, κι αν θέλετε το δέχεστε, αν δεν θέλετε μην το δέχεστε», είναι κάτι το διαφορετικό. Μια «ξυγγραφή», όπου ο συγγραφέας αδιαφορεί πλήρως εάν και πόσοι θα τον διαβάσουν, εάν και πόσοι θα τον δεχτούν, εάν και πόσοι θα το «αγοράσουν», τρόπον τινά, ακόμα κι αν είναι κατά πάντα δομημένη σε φόρμα «έκθεσης ιδεών», εκφεύγει αυτομάτως του είδους.

Λέξεις και Σκέψη

Εν τέλει, η θεμελιώδης υπόθεση της «έκθεσης ιδεών» είναι και το προπατορικό αμάρτημα. Η θεμελιώδης αυτή υπόθεση είναι ότι ο λόγος αντικατοπτρίζει την σκέψη, και η σκέψη τα πράγματα. Το ζήτημα αναπτύσσεται από τον Γιαννακόπουλο στα τρία δοκίμια του Κεφαλαίου «Το βασίλειο των λέξεων», σελ. 28-42 του βιβλίου, που είναι τα εξής: 1. Γλώσσα και κόσμος, 2. Γλωσσικός διεθνισμός και γλωσσική αφυδάτωση, 3. Λέξεις και πολιτική εξουσία. Μέσω του λόγου, συνεπώς, κάποιος μπορεί να διερευνήσει και να τακτοποιήσει τα πράγματα – και εν τέλει τα κοινωνικά/πολιτικά πράγματα, αφού στην κοινωνία και στην πολιτική εκβάλλει, εν τέλει, ο δοκιμιακός λόγος. Συναφώς, και ο άνθρωπος ορίζεται κοινωνικά και αναλαμβάνει την κοινωνική του ευθύνη μέσω μιας λέξης (ίσως και μέσω περισσοτέρων λέξεων): του ονόματός του (αντίστοιχα: πατρωνύμου, πατρίδας, και όσων τυχόν άλλων στοιχείων κριθούν αναγκαία – βλ. δοκίμιο με αναφορά στο επεισόδιο του Οδυσσέα στο νησί των Κυκλώπων, «Ούτις, ο Κανένας: από το σκοτάδι στο φως», σελ. 90-94).

Αντίδοτο στην Χειραγώγηση

Πρέπει να ενισχύεται κάθε φορά το στοιχείο της αντικειμενικότητας. Παραίτηση από την θεμελιακή δομή της έκθεσης – που είναι η σκέψη δια του λόγου για την ρύθμιση μιας πράξης – σημαίνει παραίτηση από μια θεμελιακή ανθρώπινη ιδιότητα, όπως το περπάτημα. Και τελικά ο άνθρωπος θα έχει αναπτύξει την σχετική αναπηρία, αντί γι’ αυτόν θα σκέφτονται άλλοι. Αντίθετα, μια καθαυτό ανάπτυξη της δοκιμιακής σκέψης – ως ελεύθερης και αυτεξούσιας – αποτελεί ένα εκ προοιμίου αντίδοτο σε προβλήματα χειραγώγησης της σκέψης, την «μετα-αλήθεια» και την «προπαγάνδα» (σελ. 144-151). Στην πραγματικότητα, ένας βαθύτερος λόγος της αντιδημοφιλίας της μορφής αυτής λόγου – και σκέψης – είναι ότι θεωρείται ότι είναι εγγενώς συνδεδεμένη με αξιακές δομές μιας πιο στέρεης κοινωνικότητας, οι οποίες δεν «αποδίδουν» σε μια ατομοκεντρική κοινωνία. Η αποκήρυξη της μορφής, δηλαδή, είναι όχημα της επιλογής μιας ατομικής πορείας, προς μια ατομικά ορισμένη «επιτυχία».

Η τεχνική της μεσότητας

Ο Γιαννακόπουλος στα δοκίμιά του έχει μια μάλλον αριστοτελική δομή. Επιλέγει το θέμα του, εκθέτει τις αντίθετες απόψεις που έχουν εκτεθεί (από άλλους) πάνω στο θέμα αυτό, και αναζητά μια λύση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μεσότητα», αριστοτελικού τύπου, με τον τρόπο του, λ.χ. ανάμεσα στο θράσος και την δειλία, η μεσότητα είναι η ανδρεία. Έτσι, λ.χ. ανάμεσα στην τυραννία των «ιδεολογιών» («ιδεοληψία») και στο «άλλο άκρο», το «ιδεολογικό κενό», προκρίνεται η «ανεκτικότητα (της κάθε ιδεολογίας) προς τις άλλες ιδεολογίες» («Το τέλος των ιδεολογιών», σελ. 13-17). Η μεσότητα ανάμεσα στο «να θεωρείς ως δεδομένα κα αδιαμφισβήτητα τα σύνθετα πνευματικά φαινόμενα» (δικαιοσύνη, ελευθερία κ.τ.λ.) και στο «να θεωρείς τα πάντα ως αδιάγνωστα και απροσδιόριστα», είναι η αμφισβήτηση (μεσότητα ανάμεσα στον άκρατο δογματισμό και τον απερίσκεπτο σκεπτικισμό («Σκέψη και αμφισβήτηση», σελ. 46-49). Ο «ρεαλισμός» εντοπίζεται ως μεσότητα, ανάμεσα στην διαρκή εξέγερση (ή/και αυταπάτη) της «ελευθερίας» και στην μοιρολατρική υποταγή στην «αναγκαιότητα» (κεφάλαιο «Ελευθερία», σελ. 108-122 του βιβλίου). Και με τον σκεπτικισμό διαπλέει ο Γιαννακόπουλος τις συμπληγάδες της πολιτικής (σελ. 123-143): την πολιτική ανυπακοή (ανάμεσα στην απόλυτη νομιμοφροσύνη και την γενική ανυπακοή στον νόμο), τον Μάη του ’68 (ανάμεσα στον κομφορμισμό και την ολική άρνηση ή μηδενισμό), τον ναζισμό και τον κομμουνισμό (η ιδεολογία κρίνεται χωριστά από την εφαρμογή της στην πράξη), τον λαϊκισμό και τον φόβο.

Επιμύθιο

Σε μια κάτοψη, ο αναγνώστης του βιβλίου του Γιαννακόπουλου νοιώθει ότι βγαίνει από το βιβλίο (κάθε φορά που το ανοίγει και κοιτάει, ή ξανακοιτάει, διαβάζει ή ξαναδιαβάζει τα δοκίμιά του) έχοντας κάνει μια προκαταρκτική διερεύνηση σε μια σειρά ζητημάτων του σύγχρονου κόσμου, και έχοντας αποσπάσει έναν χάρτη του κόσμου και των ιδεών – κάπως ρευστό, όπως ρευστός είναι και ο κόσμος – και μια μεθοδολογία προσέγγισης του κόσμου, μέσω των λέξεων και της ελευθερίας της σκέψης. Έχει «δειχτεί», και ο αναγνώστης υποχρεούται να το δεχτεί, ότι η προσέγγιση του κόσμου γύρω μας και του κόσμου των ιδεών με όργανο την γλώσσα και τις λέξεις, μπορεί να απολήξει σε σχήματα ευρύτερου κύρους, δηλαδή ότι, όσο πιο ελεύθερη γίνεται η σκέψη, τόσο πιο πειστικά – και, στο μέτρο αυτό, υποχρεωτικά – τα προϊόντα της.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με ένα συμπυκνωμένο λόγο περιγράφεται ο βηματισμός του διαχρονικού ανθρώπου με νομοτελειακό προορισμό να καταστεί πολίτης στην Ιδεών την Πόλιν, την «ΙΔΕΟπολη».

«Οι ιδέες δεν είναι μόνο εργαλεία γνώσης, αλλά κτητικές οντότητες.

Οι ιδέες μάς χειραγωγούν περισσότερο από ό,τι τις χειραγωγούμε εμείς»

(Εντγκάρ Μορέν)

«Είμαστε όλοι – άνθρωποι, κοινωνίες, πολιτισμός – γεννήματα των ιδεών, από τη στιγμή που εμείς, ως δημιουργοί τους, τις χρησιμοποιούμε για να αποκωδικοποιήσουμε την πραγματικότητα. Κάθε πνευματικό μας βήμα εμπεριέχει μια ιδέα ως πλοηγό. Οι ιδέες μάς καθορίζουν, αλλά και μάς χαρακτηρίζουν.

Οι λέξεις μας, οι συγκρούσεις μας, η φιλοσοφία μας, ο πατριωτισμός μας, η ελευθερία μας, η πολιτική μας συμπεριφορά, οι μηχανισμοί χειραγώγησης, ο τρόπος που ερμηνεύουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, το μέγεθος της αγωνιστικότητάς μας, το πώς βλέπουμε τον ρόλο και τη θέση μας στη ζωή και στην κοινωνία, το πώς αντιδρούμε στα σύγχρονα φαινόμενα, το πώς ορίζουμε το χρέος των πνευματικών ανθρώπων, την ευθύνη μας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και, τέλος, το πώς χειριζόμαστε τον χρόνο είναι πλημμυρισμένα από τις ιδέες και τα παράγωγά τους.

Είμαστε όλοι πολίτες στων «Ιδεών την πόλιν», στην ΙΔΕΟ-πολη. Οι ιδεολογίες, οι ιδεοληψίες, τα ιδεολογήματα, τα ιδανικά, τα ιδεώδη και ο ιδεαλισμός  διαποτίζουν κάθε ενέργειά μας και συνθέτουν με έναν μυστηριακό τρόπο, την τοιχογραφία τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων κοινωνιών.

Χωρίς φανατισμούς, δόγματα και προκαταλήψεις τα δοκίμια του βιβλίου μπορούν να βοηθήσουν να δούμε την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας και της ζωής. Οδηγός μας η επινοητικότητα του Οδυσσέα, η «αυθάδεια»του Θερσίτη, η προσπάθεια του Σίσυφου και βέβαια το Απολλώνειο φως. Γιατί σύμφωνα και με τον Αισχύλο «φάος σκότω αντίμοιρον».

 

Κωστής Δεμερτζής

Εκδότης της εφημερίδας

«Προοδευτική Εύβοια

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)