Ανεκτικότητα και η «αρχή της αβεβαιότητας»

«Δεν θα πέθαινα ποτέ για τα πιστεύω μου, γιατί μπορεί να κάνω λάθος»

(Ράσσελ)

Πολλά πράγματα στη ζωή μας, ενώ φαινομενικά δεν σχετίζονται μεταξύ τους, εντούτοις βρίσκονται σε μια σχέση απρόσμενη και δυσνόητη. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μέσος άνθρωπος αλλά και πολλοί ερευνητές λειτουργούν με τους παλιούς κανόνες της φυσικής, όπου ένα σταθερό σημείο – αίτιο συνοδεύεται πάντα από ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ισχύει, δηλαδή, παντού ο αμείλικτος νόμος της αιτιοκρατίας. Η φύση σύμφωνα με αυτή παραμένει εγγενώς αιτιοκρατική και απεχθάνεται το τυχαίο, το απροσδιόριστο και το ακανόνιστο.

Ωστόσο την αυστηρή αυτή κλασική αιτιοκρατία ανέτρεψε και εν μέρει «ενταφίασε» ο Χάιζενμπεργκ, το Μάρτιο του 1927 με την «αρχή της αβεβαιότητας». Σύμφωνα με αυτή μπορούμε να μετρήσουμε την ταχύτητα ενός σωματιδίου, ή να εντοπίσουμε τη θέση του, όμως είναι αδύνατον να κάνουμε και τα δυο μαζί. Από τότε η Κβαντική μηχανή βάδισε άλλους δρόμους παρασύροντας, όμως, και παραδοσιακές αντιλήψεις για τη δυνατότητα να κατέχουμε την απόλυτη γνώση. Ο Αϊνστάιν αδυνατεί να κατανοήσει – αποδεχτεί το στοιχείο της απροσδιοριστίας της κοσμικής τάξης. Αυτός που ανέτρεψε τη Νευτώνεια ιδέα περί απόλυτου χρόνου και χώρου εισάγοντας τη θεωρία της σχετικότητας αρνείται να υιοθετήσει πως κάποια φαινόμενα χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της ανακολουθίας, της απροσδιοριστίας και της ασυνέπειας. Ένας κόσμος καταρρέει κι ένας άλλος προβάλλει απειλητικός γιατί εμπεριέχει το στοιχείο του χάους.

Οι αλλαγές

Ο Χάιζενμπεργκ, λοιπόν, δεν έφερε απλά ένα βαρύτατο πλήγμα στην παραδοσιακή εξουσία της αιτιοκρατίας, αλλά ανέδειξε και τη σχετικότητα του δυτικού ορθολογισμού και του επιστημονικά ορθού. Πρόβαλε, δηλαδή, τη θέση πως η επιστημονική γνώση, όπως και κάθε άλλη γνώση, μπορεί να είναι εξίσου ορθολογική και τυχαία, σκόπιμη και ενδεχόμενη. Η επιστημονική αλήθεια ή και κάθε αλήθεια είναι μεν ισχυρή, όχι όμως και παντοδύναμη. Οι απόλυτες βεβαιότητες ξεθωριάζουν και στον ορίζονται αχνοφέγγει η ανάγκη για ανοχή στο διαφορετικό. Όλα πλέον είναι πιθανά, αφού η πραγματικότητα δεν υφίσταται αφ’ εαυτής αλλά μέσα από τη «ματιά» του παρατηρητή, «η πράξη της παρατήρησης καθορίζει τι είναι και τι δεν είναι το παρατηρούμενο» και σε τελευταία ανάλυση ο «παρατηρητής μεταβάλλει το ίδιο το αντικείμενο της παρατήρησης». Η υποκειμενική αντικειμενικότητα.

Βέβαια η «αρχή της αβεβαιότητας» δεν κλόνισε συθέμελα μόνο την παραδοσιακή φυσική αλλά προκάλεσε ποικίλες αμφισβητήσεις και επαναστάσεις στο πνευματικό οικοδόμημα της ανθρωπότητας. Στο Γκέτινγκεν, όπου ο Χάιζενμπεργκ διατύπωσε την παραπάνω αρχή, αρχίζει να φύεται η αμφιβολία για τα δόγματα (επιστημονικά, θρησκευτικά, οικονομικά…) και τις απόλυτες αλήθειες. Ειδικότερα «στη λογοτεχνία, η σχολή της αποδόμησης, έχει, επίσης, αναγάγει σε φετίχ την αρχή της αβεβαιότητας. Σύμφωνα με αυτή κανένα κείμενο δεν έχει απόλυτο ή εγγενές νόημα, αλλά αποκτά το νόημά του μόνο μέσω της ανάγνωσής του – κατά συνέπεια, αποκτά διαφορετικά νοήματα ανάλογα με τον αναγνώστη. Όπως, δηλαδή, στις κβαντικές μετρήσεις, τα αποτελέσματα προκύπτουν μέσα από την αλληλεπίδραση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου αντικειμένου, έτσι κι εμείς καλούμαστε να σκεφτούμε μήπως το νόημα ενός γραπτού αναδύεται μέσω της αλληλεπίδρασης μεταξύ αναγνώστη και κειμένου», (David Lindley).

Το Άουσβιτς

Απόσταγμα όλων των παραπάνω είναι η ομολογία πως «απόλυτη γνώση δεν υπάρχει» και όσοι οχυρώνονται πίσω από απολυτότητες και ακλόνητες βεβαιότητες ανοίγουν τις πόρτες στη μισαλλοδοξία, το φανατισμό, το ρατσισμό και στις ανθρωποθυσίες. Το Άουσβιτς ήταν η κατάληξη μιας τέτοιας τερατώδους βεβαιότητας για την υπεροχή μιας φυλής, ενός λαού, ενός Έθνους. Γι’ αυτό για πολλούς μελετητές της ανθρώπινης φύσης η «αρχή της αβεβαιότητας» θα έπρεπε να ονομάζεται «αρχή της ανεκτικότητας». Ίσως τότε να είχαμε αποφύγει ως ανθρωπότητα τις θηριωδίες του ναζισμού και τις κτηνωδίες της εθνικής μισαλλοδοξίας. Η «αρχή της αβεβαιότητας» και η ανεκτικότητα μας συμφιλιώνουν με το διαφορετικό και το «ξένο». Όσοι, όμως, άτομα ή λαοί θεωρούν ότι «κάθε ξένος είναι εχθρός» και όταν αυτή η θέση αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε, στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Σε έναν κόσμο, λοιπόν, όλο και πιο κλειστό, όλα και πιο δύσπιστο προς τους άλλους, τους διαφορετικούς, τους «ξένους» καθίσταται αναγκαία η ανασύσταση ενός πολιτισμού ανεκτικότητας. Να ξεδιαλύνουμε τους αφανείς μηχανισμούς της μισαλλοδοξίας και να δώσουμε νέο περιεχόμενο – νόημα στη λέξη ανεκτικότητα που τελευταία κατέστη κενή περιεχομένου. «Η Ανεκτικότητα δεν είναι μία παθητική στάση του ανθρώπου που δεν έχει διάκριση, αυτονομία σκέψης και υπευθυνότητας. Ούτε σημειοδοτεί αυτόν, που μη έχοντας ένα δικό του στέρεο σύστημα αξιών και συμπεριφοράς, μπορεί εύκολα να είναι ανεκτικός σ’ όλα τα άλλα. Αντίθετα, η ανεκτικότητα είναι μια δυναμική και γενναιόδωρη στάση. Είναι η καλλιέργεια της ποικιλίας και του διαφορετικού. Έτσι, μπορεί να συνειδητοποιηθεί η πολυπόθητη ενότητα», (περιοδικό «Νέα Ακρόπολη», 1995). Η ανεκτικότητα, δηλαδή, είναι η γέφυρα ανάμεσα στην ενότητα και στην ποικιλία. Έννοιες και οι δύο σχετικές, που όμως, όταν συνυπάρχουν οδηγούν στην πρόοδο. Οι αντιθέσεις της ζωή λειτουργούν ενεργητικά όταν συντίθενται και δεν συνιστούν κίνδυνο αποδόμησης των κοινωνιών.

«Η παλίντροπος αρμονία οκώσπερ τόξου και λύρης»,.(Ηράκλειτος)

Ο θετικός ρόλος της ανεκτικότητας

Η θετική συνεισφορά της ανεκτικότητας ανιχνεύεται και στο γεγονός ότι μάς βοηθά να υπερβούμε την εσωτερική βαρβαρότητα που σχετίζεται με τον εγωισμό μας. Η ανεκτικότητα εδράζεται πάνω στις αξίες της ένωσης και της συμπληρωματικότητας. Μας απαλλάσσει από παντοειδείς ρατσισμούς που λειτουργούν ως μηχανισμοί αυτοεπιβεβαίωσης και αναζήτησης ταυτότητας των λαών και των μειονοτήτων. Διδάσκει την κατανόηση – αποδοχή του «άλλου» γιατί αυτό μάς εμπλουτίζει πνευματικά, ηθικά και ψυχο-συναισθηματικά. Μάς υπενθυμίζει πως η μοναδικότητά μας δεν πρέπει και δεν μπορεί να οδηγεί στην άποψη – υπεροψία πως  είμαστε οι μοναδικοί – καλύτεροι στον κόσμο. Μάς προφυλάσσει από τον κίνδυνο να διαπράξουμε ως ανθρωπότητα μια άλλη αδικία, δίπλα σ’ αυτήν του Εμπεδοκλή,του Αναξαγόρα και του Σωκράτη (θύματα του πνευματικού φόβου προς το διαφορετικό). Μάς προκαλεί να σκεφτούμε πως

«το ότι μεν είμαστε διαφορετικοί από τους δε, δεν σημαίνει ότι ο ένας αξίζει περισσότερο ή λιγότερο».

«Εκείνο που πρέπει να επιδιώκει ένας δάσκαλος να μεταδώσει στους μαθητές του, εάν βέβαια θέλουμε να επιβιώσει η δημοκρατία μας, είναι εκείνο το είδος της ανεκτικότητας που πηγάζει από μια προσπάθεια να καταλάβουμε όσους είναι διαφορετικοί από εμάς. Είναι ίσως φυσική η ανθρώπινη παρόρμηση να βλέπουμε με τρόμο και απέχθεια τους τρόπους και τις συνήθειες που διαφέρουν από εκείνες που ξέρουμε. Τα μυρμήγκια, οι απολίτιστοι και οι εξαγριωμένοι θανατώνουν ό,τι τους είναι ξένο… Αυτού του είδους η αμαθής μισαλλοδοξία είναι η αντίθεση της πολιτισμένης θεώρησης των πραγμάτων, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους στον οποίο είναι εκτεθειμένος σήμερα ο υπερκατοικημένος πλανήτης μας», (Ράσελ).

Να, λοιπόν, όπως διατυπώθηκε και στον πρόλογο, πως άσχετα μεταξύ τους πράγματα (επιφανειακά) σμίγουν δημιουργικά και επωφελώς. Η «αρχή της αβεβαιότητας» θερμαίνει την αρετή της ανεκτικότητας.

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)