Ο φανατισμός και οι μονολιθικές αλήθειες: Ο ρόλος της ανεκτικότητας

«Εκεί που συλλογίζεσαι ποιος είσαι και τι έκανες…/

ως πότε απόλυτα δεχόσουν τις μονολιθικές αλήθειες

πότε αντιπάλεψες την κάθε φορά ακράδαντή σου πίστη

για πόσο φερόσουν σαν πιστός ενώ πια δεν πίστευες

πόσο αφέθηκες στις παρορμήσεις σου, πόσο τις δάμασες

πόσο προχώρησε η γνώμη σου…».(Τίτος Πατρίκιος)

Οι μονολιθικές αλήθειες

Κάθε εποχή επιβάλλει τις δικές της «αλήθειες» και πάνω σε αυτές οικοδομείται όχι μόνο το θεσμικό πλαίσιο των κοινωνιών (νόμοι…) αλλά και η βιοθεωρία των πολιτών. Πολλές φορές αυτές οι «αλήθειες» εξασφαλίζουν ως ένα σημείο την κοινωνική ισορροπία και την εσωτερική «αρμονία» των ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα εγκλωβίζουν τις κοινωνίες και τα άτομα σε μία μονότροπη αντίληψη της ζωής και θέασης της πραγματικότητας.

Ωστόσο, η αλλαγή και η εξέλιξη ιστορικά ταυτίστηκαν με την προσπάθεια και την ισχυρή βούληση των ανθρώπων να αποδεσμευτούν από τις «αναμφισβήτητες» και «μονολιθικές αλήθειες». Κάποιοι τολμηροί και φωτεινά πνεύματα στην αρχή αμφισβητούν τις «ιερές αλήθειες», γκρεμίζουν το ψεύτικο κέλυφός τους και σε μια ύστερη φάση προτείνουν κάποιες άλλες «αλήθειες». Ο Σωκράτης, ο Γαλιλαίος, ο Αϊνστάιν λειτούργησαν ως φορείς του νέου τρόπου ερμηνείας της πραγματικότητας κι έτσι διευκόλυναν τον ερχομό της νέας γνώσης ως βασικού πυλώνα του πολιτισμού.

Έτσι όχι μόνο η επιστήμη – ως η κατεξοχήν θεραπαινίδα της απόδειξης και της λογικής – αλλά και γενικότερα ο πολιτισμός ο ίδιος εδράζονται στην απόρριψη των παραδοσιακών αληθειών και στην απελευθέρωση του ανθρώπινου πνεύματος από τις πλάνες των παλιών και στερεοτυπικών αληθειών. Άλλοτε με αργά κι άλλοτε με γρήγορα και «βίαια» άλματα η νέα γνώση καθίσταται ο προπομπός της αλλαγής και της εξέλιξης.

Κι αυτό γιατί ο πολιτισμός δεν είναι μία παγιωμένη κατάσταση αλλά μία «εν δυνάμει» κατάσταση που επωάζεται στην απόρριψη των απόλυτων αληθειών. Ο νόμος της διαλεκτικής (Θέση – Αντίθεση – Σύνθεση).

Ο φανατισμός αρνείται την ανεκτικότητα

Ο φανατισμός αποτελεί τέκνο των μονολιθικών αληθειών που αρνούνται το διαφορετικό και εγκλωβίζουν τα άτομα στις δικές τους δοξασίες. Κι αυτό γιατί οι μονολιθικές αλήθειες προσδίδουν στα άτομα τη σιγουριά της «δικής τους αλήθειας» με την οποία δομούν την προσωπική τους ταυτότητα. Έτσι, η διαφορετικότητα, το «άλλο» και η ποικιλία εξορίζονται. Παράπλευρη «απώλεια» αυτής της εξορίας είναι η ακύρωση της ανεκτικότητας ως αξίας και αρετής. Και όλη αυτή η διαδικασία εξοβελισμού της ανεκτικότητας επωάζεται στον εσωτερικό κόσμο φοβισμένων και ανασφαλών ανθρώπων.

Ο φανατισμός, λοιπόν, ως συμπεριφορά χαρακτηρίζει άτομα φοβισμένα και ανασφαλή που φοβούνται το διαφορετικό και το αντίθετο. Αρέσκονται στη λατρεία των δικών τους ιδεολογικών ειδώλων και αδυνατούν να δουν την «άλλη» αλήθεια. Αυτοεγκλωβίζονται στις ψευδαισθήσεις του ναρκισσισμού τους και τυφλώνονται από τη διαφορετική θέση. Μάχονται το «άλλο», γιατί το αντιμετωπίζουν ως απειλή της δύναμής τους. Νιώθουν, δηλαδή, οι φανατικοί φοβισμένοι και αμήχανοι απέναντι σε ό,τι αμφισβητεί τις δικές τους βεβαιότητες. Έτσι, όμως, ακυρώνουν την ανεκτικότητα στο διαφορετικό και αφυδατώνουν την πρόοδο και την εξέλιξη από το βασικότερο και ζωτικότερο στοιχείο.

Επίσης, η άρνηση του φανατικού να «διαλεχθεί» ενισχύει το δογματισμό του που συνιστά την αιτία αλλά και τη συνέπεια της τύφλωσης που προκαλεί ο φανατισμός. Η νέκρωση της ανεκτικότητας επέρχεται νομοτελειακά, αφού αυτή ως στάση ζωής προϋποθέτει και συνεπάγεται τον ορθολογισμό, το επιχείρημα και τον κριτικό στοχασμό που απουσιάζουν από το «ριζικό» σύστημα του φανατισμού. Εξάλλου ο φανατικός αναζητά την αυτοεκτίμηση > αυτοπεποίθησή του μέσα από την απόρριψη του διαφορετικού, που το αξιολογεί ως λογική πλάνη και λογική αδυναμία των άλλων.Συμπερασματικά ο φανατισμός κατασκευάζει «αντιπάλους» για να δικαιολογεί το πάθος και την κριτική έκπτωση του ατόμου με αποτέλεσμα την απουσία της ανεκτικότητας σε κάθε ετερότητα.

Η ανεκτικότητα ως αντίδοτο στον φανατισμό

Ο φανατισμός και η ανεκτικότητα βρίσκονται σε μία συγκρουσιακή μεταξύ τους σχέση. Κι αυτό γιατί ο φανατικός οχυρωμένος πίσω από τις μονολιθικές του αλήθειες δεν αφήνει περιθώριο ανθοφορίας και στην διαφορετική άποψη. Ωστόσο για πολλούς η ανεκτικότητα μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην εμφάνιση και έκφραση του φανατισμού. Κι αυτό γιατί η ανεκτικότητα δεν αποτελεί μόνον θεμελιώδη κανόνα της κοινωνικής συμβίωσης αλλά συνιστά ταυτόχρονα πνευματική και ηθική αρετή.

Ο περιορισμός – αν όχι η εξάλειψη – του φανατισμού μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ανάδειξη της ανεκτικότητας ως βασικής κοινωνικής αξίας και ταυτόχρονα ανθρώπινης – ατομικής αρετής. Κι αυτό γιατί η ανεκτικότητα ως συνειδητή στάση ζωής καταδεικνύει την κενότητα του δογματισμού και τη σχετικότητα των απόλυτων αληθειών. Στην ιδεολογική διαπάλη όλες οι θέσεις είναι αποδεκτές, αρκεί να εδράζονται σε σταθερά επιχειρήματα και λογικές αποδείξεις. Η σύγκρουση θέσεων θα αναδείξει την ισχυρότερη και η λογική τεκμηρίωση θα αναδείξει την ανωτερότητα μιας θέσης. Η ανεκτικότητα αποστρέφεται τους «αποκλεισμούς» γιατί αντλεί τη δύναμή της από τη σύνθεση των αντιθέσεων και όχι από την «εκ προοιμίου» απόρριψη του διαφορετικού. Βάση και πυλώνας της ανεκτικότητας είναι η «παλίντονος αρμονία» του Ηράκλειτου.

Η ανεκτικότητα, επίσης, ως ιδεολογική στάση διαβλέπει και προβάλει εμφαντικά την πολλαπλότητα της αλήθειας και τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της δομής κάθε συστήματος (φυσικού, κοινωνικού, συμπαντικού). Αφετηριακό, δηλαδή, σημείο της ανεκτικότητας είναι η παραδοχή πως το «νέο» προκύπτει και ευνοείται μόνο μέσα από το γόνιμο συγχρωτισμό των διαφορετικών θέσεων και ρευμάτων. Εξάλλου η ανεκτικότητα ευνόησε ιστορικά το θρησκευτικό συγκρητισμό και τη γόνιμη – δημιουργική συνύπαρξη πολιτισμών και λαών.

Με όλα αυτά, λοιπόν, τα θετικά γνωρίσματα της ανεκτικότητας ο φανατισμός υποχωρεί και αναδύεται η αξία του κριτικού λόγου και της νηφάλιας σκέψης. Ο δογματισμός «εξορίζεται» και οι «απόλυτες αλήθειες» θρυμματίζονται. Έτσι ο φανατισμός χάνει τα δύο βασικά του ερείσματα. Τέλος, στη διαπάλη ανεκτικότητας και φανατισμού συγκρούονται αδυσώπητα η σκέψη και η πίστη, η απόδειξη και η τυφλή αποδοχή.

Οι παραπάνω, λοιπόν, διαπιστώσεις δικαιώνουν το ρόλο της ανεκτικότητας στον περιορισμό της φανατικής συμπεριφοράς. Κι αυτό γιατί ο δογματισμός και η μισαλλοδοξία ως παράγωγα φαινόμενα του φανατισμού μολύνουν το κοινωνικό σώμα και επωάζουν τη βία και την κοινωνική απόρριψη.


Επιμύθιο

Είναι αναγκαία, επομένως, η πρισματική αντιμετώπιση της πραγματικότητας και των «αληθειών» που πηγάζουν απ’ αυτήν. Η απόρριψη των δογμάτων, η δυσπιστία απέναντι στις απόλυτε και μονολιθικές αλήθειες, η κυριαρχία της λογικής πάνω στο θυμικό και η αποδοχή της «πολλαπλότητας» των πραγμάτων επιβάλλεται να αποτελούν τους βασικούς στόχους της παιδείας, γιατί ακυρώνουν τον φανατισμό στις ρίζες τους.

«Η αξία του ανθρώπου μετριέται με το πόση αλήθεια μπορεί να σηκώσει» επισημαίνει ο Νίτσε προκαλώντας τον σύγχρονο άνθρωπο να αρνηθεί την «ελαφρότητα» του ψεύδους, να αγαπήσει την αλήθεια των πραγμάτων και να κάνει νόμο – σημαία της ζωής του την προτροπή του Μπρεχτ:

«Ακόμα και το πιο ασήμαντο πράγμα, το φαινομενικά απλό,

να το κοιτάμε με δυσπιστία».

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Αγωνιστικότητα ή φυγή;)