Δοξάστε με…
*Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"
“Αυτός που μας δημιούργησε χωρίς τη βοήθειά μας, δεν θα μας σώσει χωρίς τη συγκατάθεσή μας” (Ιερός Αυγουστίνος).
Πώς μπορεί μία θρησκευτική γιορτή, όπως αυτή των Βαΐων να "κουμπώσει"- συνδυαστεί με ένα ποίημα ή ακόμα και με μία εικόνα που περιγράφει το παραλήρημα του πλήθους στον "αυτόκλητα σωτήρα"; Ένας συνδυασμός απρόσμενος και προϊόν της τύχης, αλλά τόσο επιτυχής που βοήθησε να προβληματιστώ πάνω σε ένα παλιό όσο και σύγχρονο φαινόμενο.
Ποια είναι αυτή η ανάγκη που σπρώχνει άτομα και πλήθη στην αναζήτηση ή και στην κατασκευή Ηγετών με χαρακτηριστικά "σωτήρα"; Από την άλλη πλευρά ποια εσωτερική ανάγκη σπρώχνει κάποια άτομα να επιζητούν τις δοξαστικές ιαχές του πλήθους και να νιώθουν ως "αυτόκλητοι σωτήρες";
«Στης αυταρέσκειας την οίηση και την
εγωπάθεια, / με συνέχεια και συνέπεια σε αναδρομές και επιδείξεις / και τον
εφησυχασμό αποδοχή ασφάλειας και τάξης /,
βρίσκουν επίκληση και στέγασμα αυτόκλητοι σωτήρες / ως μέντορες
και ταγοί, επίδοξοι και σώφρονες ηγέτες, / με γαλαντόμες ρήτρες τιμής, ισότητας
και δικαιοσύνης /την απότοκη αγωνία μας σε σιωπή να φαλκιδέψουν» (“Αυτόκλητοι
Σωτήρες”).
Να, λοιπόν, που δεν χρειάστηκε να παρακολουθήσω μαθήματα "δημιουργικής γραφής" για να φέρω σε πέρας την καταγραφή
και αιτιολόγηση, με όλες τις
συνιστώσες
του φαινομένου των "αυτόκλητων" ή "επίδοξων"
σωτήρων που κατά καιρούς εμφανίζονται στην ιστορική διαδρομή κάθε κράτους ή
λαού. Οι “σωτήρες” αυτοί, όπως τους
κατέγραψε η ιστορία, ήταν κατά κύριο λόγο είτε από το χώρο της Θρησκείας, είτε από το χώρο της Πολιτικής, είτε από το χώρο ατόμων που
διακρίθηκαν στο πεδίον της μάχης-πολέμου(στρατηγοί).
Ο χώρος από όπου "πηγάζουν" οι σωτήρες ερμηνεύει και τα αίτια του φαινομένου. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο αρκεί να σκεφτούμε την αιτία για την οποία ποτέ δεν ευδοκίμησε κανείς σωτήρας είτε από το χώρο της Επιστήμης, είτε από το χώρο της Φιλοσοφίας. Η αιτία είναι εμφανής. Οι "σωτήρες" επωάζονται στον ανορθολογισμό, στην εσωτερική κενότητα και ανασφάλεια του πλήθους και στην προσδοκία μιας άλλης ζωής (ατομικής και εθνικής).
Kι ενώ από την τηλεόραση βλέπω και ακούω τους ύμνους της Κυριακής των Βαΐων με κυρίαρχο το γνωστό «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» στο email μου ήλθαν από τον φίλο ποιητή Γεώργιο Αλεξανδρή* δύο ποιήματά του συναφή με τον παραπάνω ύμνο. Την ίδια στιγμή το internret, όπως το έχει συνήθεια, μού εμφανίζει μία φωτογραφία σχετική τόσο με τον ύμνο «Ωσαννά…» όσο και με τα ποιήματα του φίλου ποιητή μου.
Είναι αυτό που λένε, πως αν σκέφτεσαι κάτι διαρκώς και το επιθυμείς πολύ, τότε και το σύμπαν συνωμοτεί να το έχεις κι ας μην εξωτερίκευσες αυτή σου την επιθυμία. Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η αρχή αυτού του άρθρου, αφού ακόμη οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει για τη γενεσιουργό αιτία κάθε κειμένου που γράφεται. Είναι, δηλαδή, η έμπνευση ή το ερέθισμα που ενεργοποιεί την όλη διαδικασία της γραφής και σύνταξης ενός κειμένου.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην αρχή όλης αυτής της διαδρομής του άρθρου που έχει ως αιτία ένα αναπάντητο ερώτημα από τα εφηβικά μου χρόνια. Ένα ερώτημα που σχετίζεται με την συνειδητή και εθελούσια πορεία (Το “Εκούσιον Πάθος”) του Ιησού από το “Ωσαννά...” στην “Σταυρική θυσία”.
Προς τι όλα αυτά; Αφού γνώριζε ως Θεός το τέλος και το μάταιον της θυσίας του.
Οι άνθρωποι που τον αποθέωναν στα Ιεροσόλυμα, οι ίδιοι θα ζητούσαν ή θα αδιαφορούσαν για την σταύρωσή του. Χιλιάδες χρόνια μετά, εν έτει 2025, δεν άλλαξαν και πολλά στην συμπεριφορά του: Βία, Πόλεμοι, Μίσος…
Δίπλα και συναφές με το παραπάνω ερώτημα είναι και ένα δεύτερο. Πώς και γιατί ο λαός δεν κατάλαβε ποτέ το ρόλο και τη θυσία του Ιησού και από το «Ωσαννά» πέρασε τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα στο «Σταύρωσον, Σταύρωσον αυτόν». Αυτό το ευμετάβλητον του πλήθους με απασχολεί πάντοτε, χωρίς να βρίσκω μία πειστική απάντηση, κι ας προσπάθησε ο Λε Μπον στο έργο του «Η ψυχολογία του Όχλου» να δώσει μία εξήγηση.
“Μετά κλάδων υμνήσαντες πρότερον,/ μετά ξύλων συνέλαβον ύστερον,/ οι αγνώμονες Χριστόν, Ιουδαίοι τον / Θεόν”.
Πώς μπορεί το πλήθος από το παραλήρημα θαυμασμού προς το “Σωτήρα” του να φθάνει στο άλλο άκρο της αδιαφορίας και της καταδίκης του; Ποιες διεργασίες συντελούνται μέσα του και με έναν ασυνείδητο “εν πολλοίς” τρόπο να περιφρονούν ή και να μισούν εκείνο το πρόσωπο στο οποίο επένδυσαν όλα τα όνειρά τους; Άβυσσος η ψυχή και το φρόνημα του πλήθους, αιώνες τώρα!!!
«Τον άκουγαν, λόγους πανηγυρικούς να εκφωνεί, / αρχαϊκά δόγματα και χρησμούς να ρητορεύει, / πρωτάκουστα συνθήματα σύμπνοιας να απαγγέλλει κι αφού του φόρεσαν δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά, / τον σήκωσαν, τον κράτησαν στους ώμους τους ψηλά / και μ’ αλαλαγμούς χαράς και θαυμασμού ιαχές / συνοδοιπόρο στους δρόμους με πυρσούς τον περιέφεραν / ρήτορα και φιλόσοφο της σκέψης τους και της ζωής τους» (“Ο συνοδοιπόρος”).
Οι σημερινοί Ηγέτες και οι “επίδοξοι σωτήρες” άραγε προβληματίζονται με τα παθήματα και την τύχη των παλιών ή η ανάγκη για επιβεβαίωση και ο υπολανθάνων ναρκισσισμός τρέφει και συντηρεί την πλάνη τους;
Και φυσικά τα διδάγματα δεν είναι μόνον για τους Ηγέτες και τους “αυτόκλητους σωτήρες”, αλλά για όλους μας, όταν εκτιθέμεθα στα «Ωσαννά» του πλήθους και στις «και μ’ αλαλαγμούς χαράς και θαυμασμού ιαχές
Τα πάθη του Χριστού αλλά κι ένα πλήθος άλλων ιστορικών παραδειγμάτων μάς προσκαλούν και μάς προτρέπουν να στοχαστούμε όχι μόνον στην ψυχολογία του όχλου, αλλά και στον αθεράπευτο ναρκισσισμό κάποιων Ηγετών ή και μεμονωμένων ατόμων που επιζητούν το «Ωσαννά» και του «θαυμασμού τις ιαχές».
Η περίπτωση του ηγέτη της Β. Κορέας είναι χαρακτηριστική και απευκταία.
Σε όλα τα παραπάνω για προβληματισμό
και αναστοχασμό ας έχουμε για
δίδαγμα τα λόγια του ποιητή για τον τρόπο που πρέπει Ηγέτες και Άτομα να
αντιμετωπίζουν τα «Ωσαννά» του
Πλήθους και τις οβιδιακές του μεταμορφώσεις:
“…μα κείνος σώπαινε στην περιφορά σε
πλατείες και σοκάκια / ανέκφραστα μάτια, ασάλευτα χείλη και πεπεισμένος νους / πως έχει ο χρόνος γύρισμα κι αντιγραφές η ιστορία / στη δοκιμασία του
κενού και στην πλάνη της λατρείας” («Συνοδοιπόρος»).
Εξίσου, όμως, σημαντική κρίνεται και η υπόμνηση του Ν.Καζαντζάκη σε όσους αναζητούν τη σωτηρία τους στους “αυτόκλητους σωτήρες”.
“Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς από όλους τους σωτήρες. Αυτή είναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο υψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;”
*Ο Γιώργος Αλεξανδρής γεννήθηκε στο Πετρωτό Τρικάλων, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και σήμερα είναι συνταξιούχος Δάσκαλος. Ασχολείται με την ποίηση και την αρθρογραφία. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και διατηρεί το ποιητικό ιστολόγιο Αλεξανδρής 23. H ποιητική συλλογή "Ανατολικά της -Ω και Λειτουργικές αντιφωνήσεις" είναι το πρώτο του βιβλίο.
Πολύ καλός ο Αλεξανδρής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚώστα Βάρναλη,
ΑπάντησηΔιαγραφή«Η Μάνα του Χριστού»
🌷
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
🌷
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
🌷
Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
🌷
Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
🌷
Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.
🌷
Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
🌷
Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
🌷
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
🌷
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
🌷
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
🌷
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
🌷
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.
🌷
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
🍎🍋🍎🍋
[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, εκδόσεις «Ο Κέδρος».