«Να πάω να γίνω Κλέφτης….»

 *Μία περιδιάβαση στο χώρο του Κλέφτικου τραγουδιού     

                                  

                           “Ο αποχαιρετισμός του κλέφτη”

          «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, / δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου. / Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης, / να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες, / να ‘χω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντα, / να ‘χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι, / να ‘χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι. / Θα φύγω, μάνα, και μην κλαις, μόν’ δώ’ μου την ευχή σου, / κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω. / Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καριοφύλι· / και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο. / Κι όσο π’ ανθίζουν, μάνα μου, και βγάνουνε λουλούδια, / ο γιος σου δεν απέθανε, και πολεμάει τους Τούρκους. / Κι αν έλθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη, / και μαραθούν τα δυο μαζί, και πέσουν τα λουλούδια, / τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις. / Δώδεκα μήνες πέρασαν, και δεκαπέντε μήνες / που ανθίζαν τα τριaντάφυλλα, κι ανθίζουν τα μπουμπούκια. / Kαι μιαν αυγή ανοιξιάτικη, μια πρώτη του Μαϊου, / που κελαϊδούσαν τα πουλιά, κι ο ουρανός γελούσε, / με μιας αστράφτει κι βροντά και γίνεται σκοτάδι. / Το καρυοφύλλι εστέναξε, τριανταφυλλιά δακρύζει, / με μιας ξεράθηκαν τα δυο, και επέσαν τα λουλούδια / μαζί μ΄αυτά σωριάστηκε κι η δόλια του η μανούλα» (Δημοτικό άσμα για τους κλέφτες, του 1500, διασκευή του τραγουδιού του «Βασίλη» από τον Παύλο Λάμπρου).

          Δεν νοείται εθνική επέτειος για την επανάσταση του 1821 χωρίς αναφορά στο δημοτικό τραγούδι και ιδιαίτερα στο κλέφτικο. Σε πολλές περιπτώσεις το κλέφτικο τραγούδι συνιστά πηγή ιστορικών γνώσεων αλλά και καταγραφής της ψυχολογίας των επαναστατημένων Ελλήνων. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνοι που διατείνονται πως τα κλέφτικα τραγούδια εξιδανικεύοντας κάποιες συμπεριφορές των αγωνιστών μάλλον επωάζουν τους μύθους και λιγότερο την αυστηρή και επιστημονική γνώση.

                                          Η Εξιδανίκευση του “Κλέφτη”

      Κι αυτό γιατί στα περισσότερα κλέφτικα τραγούδια περιγράφεται ένας ακρότατος ηρωισμός των αγωνιστών – κλεφτών που τους καθιστά μεν πρότυπα ανδρείας, αλλά από την άλλη πλευρά δυσκολεύουν την μίμηση γιατί σύμφωνα με την ψυχολογία του ανθρώπου ό, τι υπερβαίνει κατά πολύ την ανθρώπινη φύση γίνεται δύσκολα πιστευτό από το μέσο άνθρωπο.

       Πολλές φορές η άγνοια των γεγονότων και η απειρία ενός τέτοιου ηρωισμού, όπως αυτού των κλεφτών του 1821, καθιστά τους ακροατές δύσπιστους για τον ηρωισμό των κλεφτών, αφού ο άνθρωπος από τη φύση του δέχεται ως πραγματικό μόνον ό, τι μπορεί κι αυτός να πράξει ως άνθρωπος. Ο φθόνος είναι ένα συναίσθημα που ασυνείδητα μάς εμποδίζει να δεχτούμε ως αληθινό ό,τι μάς υπερβαίνει.

         Το ρόλο της εξιδανίκευσης των ηρώων και του ανθρώπινου φθόνου τον απέδωσε θαυμάσια στον Επιτάφιο του Περικλή ο Θουκυδίδης:

        “Ο τε άπειρος έστιν α και πλεoνάζεσθαι, διά φθόνον, ει τι υπέρ την αυτού φύσιν ακούoι Μέχρι γαρ τούδε ανεκτοί οι έπαινοί εισί περί ετέρων λεγόμενοι, ες όσον αν και αυτός έκαστος οίηται ικανός είναι δράσαι τι ων ήκουσεν. Τω δε υπερβάλλοντι αυτών φθονούντες ήδη και απιστούσιν”.

         Με άλλα λόγια ο Περικλής θωρεί πως αυτός που αγνοεί τα γεγονότα νομίζει πως κάποιες συμπεριφορές-πράξεις των ηρώων  είναι μεγαλοποιημένες. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός πως ο άνθρωπος γενικά λόγω φθόνου αδυνατεί να πιστέψει κάτι που υπερβαίνει τις δικές του φυσικές δυνάμεις. Οι άνθρωποι γενικά ανέχονται τους επαίνους που λέγονται για τους άλλους μόνον εφόσον έχει τη γνώμη, ό,τι και αυτός είναι ικανός να πράξει κάτι από αυτά που ακούει. Αντίθετα για κάθε τι που είναι ανώτερο από τις δυνάμεις του, αισθάνεται φθόνο και δυσπιστία.


 
                              Το Υποκείμενο των Κλέφτικων Τραγουδιών

          Το δημοτικό τραγούδι και κατεξοχήν το Κλέφτικο - σε όλες τις παραλλαγές και  τις νοθεύσεις του - αποτυπώνει με ενάργεια και απλότητα τη ζωή των κλεφτών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Στα κλέφτικα τραγούδια  περιγράφεται ο ατομικός ηρωισμός, το ανυπότακτο πνεύμα του γενναίου κλέφτη, το θάρρος της ατομικής ψυχής ενάντια στην καταπίεση του Τούρκου κατακτητή και όχι σπάνια στον Έλληνα Πρόκριτο.

           Στα κλέφτικα τραγούδια κυριαρχούν απόλυτα ο πόθος και το πάθος για ατομική Ελευθερία και λιγότερο-σπανιότατα τα κηρύγματα για ομαδική ή εθνική ελευθερία. Κι αυτό γιατί η έννοια της Πατρίδας και του Έθνους εμφανίζεται στα τραγούδια και στα κείμενα που γράφονται ή δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του αγώνα. Στα κλέφτικα, δηλαδή, τραγούδια δεν υπάρχουν εκείνες οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για  την απελευθέρωση του Έθνους, της Πατρίδας, της Φυλής, του Λαού ή του Ελληνικού Γένους.

          Λόγια σαν τα παρακάτω και διακηρύξεις για το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής και τα δίκαια των Ελλήνων ως έθνους θα ακουστούν πολύ αργότερα όταν οι ιδέες των Ελλήνων Διαφωτιστών και οι πρώτες ένοπλες συγκρούσεις με τους Τούρκους θα διαμορφώσουν και την Εθνική Συνείδηση.

         Σε αυτό το σημείο φαίνεται πως δικαιώθηκε απόλυτα ο Όργουελ στο «1984» όταν τόνιζε πως  «Δεν θα επαναστατήσετε, αν δεν συνειδητοποιήσετε και δεν θα συνειδητοποιήσετε, αν δεν επαναστατήσετε».

          Οι Έλληνες της Πελοποννήσου στις 26 Μαρτίου 1821 δήλωναν στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων την αμετάκλητη απόφασή τους να πολεμήσουν για την Ελευθερία τους. Στο κείμενο που ακολουθεί είναι εμφανής η πρόθεση των συντακτών του να τονίσουν την θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα έναντι των Τούρκων.

         “Hμείς, το ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικό γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτον ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας…“

     

          Το υποκείμενο των κλέφτικων τραγουδιών, ο Κλέφτης, δεν είναι ο «εθνικός αγωνιστής», το κίνητρό του δεν είναι το εθνικό φρόνημα αλλά το ασίγαστο πάθος και ο άσβεστος πόθος για ατομική ελευθερία. Ωστόσο ο Κλέφτης με όχημα τη θρησκευτική διαφορά είναι ο εκφραστής μιας συγκρουσιακής διάστασης και συμπεριφοράς με τους Τούρκους και με ό,τι εξέφραζαν αυτοί.

           Ο Κλέφτης είναι ο φλογερός αγωνιστής, ο λαϊκός ήρωας, η έκφραση ενός ρομαντικού τρόπου θέασης, σκέψης και βίωσης της πραγματικότητας, ο απροσκύνητος και ο ασυμβίβαστος που αρνείται τα θέλγητρα της ζωής που τα παρέχει η συμμόρφωση και η υπακοή. Αρνείται τη στερημένη ζωή και επιλέγει την ελευθερία του βουνού με ό,τι κινδύνους και στερήσεις ενέχει κι αυτή η Ελευθερία.

          «Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης, / να κάμω αμπελοχώραφα , κοπέλια να δουλεύουν, / και νά ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους» («Του Βασίλη»).

           Όσοι πρεσβεύουν πως τα κλέφτικα τραγούδια εξυμνούν την «γλυκιά» ζωή κάποιων απροσάρμοστων ή ακόμα-ακόμα κάποιων απόκοσμων που λάτρευαν τη μοναξιά και τη φύση το παρακάτω τραγούδι δίνει την απάντηση.    

          “Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σς στρώμα, / τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα, / το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, / και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο”.

          Παραπλήσιες είναι και οι θέσεις του Μακρυγιάννη, παρ’ όλο που το επικό και λυρικό του ύφος δημιουργεί άλλο κλίμα: «Και είχαν συντρόφους όλοι αυτήνοι τ’ άγρια θεριά και φίδια, οπού συγκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τυράγνων Ρωμαίγων, όσοι ήταν σύμφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων, και το αίμα τους κρασί».

          Επειδή υπάρχει μία σύγχυση για την ταυτότητα και το ρόλο των Κλεφτών κατά την προεπαναστατική περίοδο κρίνεται σκόπιμη μία αναφορά στις συνθήκες που τους επώασαν.

       «Και ποιο είναι το «άμεσο υποκείμενο» του κλέφτικου τραγουδιού, δηλαδή γιατί ονοματίστηκε «κλέφτικο»; Προφανώς αναφερόμαστε στις ένοπλες ομάδες που από τον 16ο αι. σχηματίζονται στον ελλαδικό (αλλά και ευρύτερο βαλκανικό) χώρο, σαν ορεινοί πυρήνες μιας ζωής εκτός της κοινωνικής και πολιτικής νομιμότητας, και βιοπορίζονται με αρπαγές από τους κρατικούς αξιωματούχους και τους εύπορους πολίτες αλλά μερικές φορές και με ληστρικές επιθέσεις σε ολόκληρα χωριά. Η τουρκική εξουσία, για να αντιμετωπίσει τη «μάστιγα», μισθώνει ένοπλες ομάδες που αναλαμβάνουν τα καθήκοντα αστυνομίας και ονομάζονται «αρματολοί». Συχνά, επειδή δεν «τα βρίσκουν» με τις αρχές, οι αρματολοί μετεξελίσσονται σε κλέφτες, ενώ πολλοί φημισμένοι κλέφτες μεταπηδούν στο αξίωμα του αρματολού. Τελικά δημιουργείται μια σύγχυση ως προς τους ρόλους των δυο, αλλά είναι μια σύγχυση τελικά ελάχιστης ουσίας αφού και οι δύο τύποι «ένοπλου ραγιά» λειτουργούν προοπτικά σε μια πορεία δυναμικής διάστασης με τους κατακτητές και συγκροτούνται, όλο και πιο συστηματικά, σαν φορείς ένοπλης εθνικής ταυτότητας. Δεν είναι τυχαίο ούτε αφελές, ότι σε αυτούς απευθύνεται ο Ρήγας, από αυτούς ξεκινούν μεγαλειώδεις και κρίσιμες λαϊκές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς, στις μεγάλες μορφές του κλεφταρματολισμού φτάνει η Φιλική Εταιρεία οργανώνοντας τα τελικά στάδια της επαναστατικής προπαρασκευής» (Ν. Σταθόπουλος, «Για το κλέφτικο τραγούδι», “Δρόμος της Αριστεράς”).

            Με άλλα λόγια οι Κλέφτες και οι Αρματολοί αποτέλεσαν τον πυρήνα των ενόπλων τμημάτων της Ελλάδας  στην Επανάσταση του 1821.

                              H Φύση-το Βουνό στο κλέφτικο Τραγούδι

        Μία άλλη παράμετρος των κλέφτικων τραγουδιών είναι και η κυρίαρχη θέση που κατέχει σε αυτά η Φύση και ιδιαίτερα το βουνό (δέντρα, βουνοκορφές, νερό, αέρας…). Κι αυτό γιατί το βουνό, ως γεωγραφικός χώρος, παρείχε στον Κλέφτη τα αναγκαία εχέγγυα για την Ελευθερία του. Τόσο στο προκείμενο ποίημα όσο και σε ένα μεγάλο άλλο πλήθος κλέφτικων τραγουδιών δεσπόζουσα είναι η θέση του Φυσικού τοπίου στη ζωή των κλεφτών και στη βίωση της απόλυτης Ελευθερίας τους.

       Ωστόσο υπάρχει και η άποψη πως το βουνό λειτουργούσε για τους Κλέφτες τόσο ως καταφύγιο Ελευθερίας όσο και ως παγίδα θανάτου.


 
        “Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι πόχουν, / το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα, / και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα. / Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο, / η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα” // “Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα κλαριά, / κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα, / κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα, / κλαίνε κ΄ οι κρυοβρυσούλες πόπινα νερό…” (Του λαβωμένου κλέφτη») // “Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν. / Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια./ Η κλεφτουριά τα΄αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους” («Του Ανδρίτζου»)

            Το γνωστό τραγούδι   «Βαστάτε, Τούρκοι,  τ’ άλογα», το σχετικό με τη σύλληψη και τη θανάτωση του Κατσαντώνη μάς δίνει πληθώρα πληροφοριών για τη σχέση των κλεφτών με τη φύση και ιδιαίτερα τα βουνά.

         «Βαστάτε ,Τούρκοι, τ’ άλογα, λίγου να ξανασάνω / να χαιρετίσω τα βουνά κι τις ψηλές ραχούλες, / να χαιρετίσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες. / Και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα παλικαριών λημέρια, / εγώ σας έχω μαρτυριά, εσείς να μολογάτε / τους Τούρκους πως πολέμαγα κι πάντα τους νικούσα».

                                                     Η  Μάνα στο Κλέφτικο Τραγούδι

            Ίσως-ίσως, όμως, πιο συχνή και πιο έντονη είναι η παρουσία της Μάνας στο κλέφτικο τραγούδι. Η Ελληνίδα Μάνα που άλλοτε θρηνεί  το θάνατο του γιού της, άλλοτε τον προτρέπει να επιλέξει την ήσυχη ζωή και σπανιότερα τον σπρώχνει στο «αντάρτικο». Για τον κλέφτη  η Μάνα αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς, όπως μαρτυρούν τόσο οι σχετικοί στίχοι του αρχικού ποιήματος «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, / Θα φύγω, μάνα, και μην κλαις, μόν’ δώ’ μου την ευχή σου, / κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω… / μαζί μ΄αυτά σωριάστηκε κι η δόλια του η μανούλα». (Δημοτικό άσμα για τους κλέφτες, του 1500)  όσο και οι παρακάτω στίχοι:

            “Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης. / για ν΄ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι΄ αγελάδες… Μάννα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης, / και να μια σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους…Πουρνό φιλεί τη Μάννα του, πουρνό ξεπροβοδιέται”

              Όταν ο κλέφτης αντιμετωπίζει δυσκολίες στα κακοτράχαλα βουνά, πάλι στη Μάνα στρέφεται με παράπονο:

           “Μάννα, μ΄ εκαταράστηκες, βαριά κατάρα μου είπες: / «Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχεις, / ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι…” («Του Βασίλη»).

                 Αλλά η Μάννα δεν παύει να  προτρέπει και να εύχεται…

           “Βαρείτε παλληκάρια μου. Σκοτώνετε τους σκύλους, / ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση, / τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω”

          Ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια που κυριαρχεί το πρόσωπο της Μάνας είναι κι αυτό «Του Κίτσου».

           “Του Κίτσου η μάννα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι, / με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε…/ Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν, /…κι΄ ολοξοπίσω πήγαινε νη δόλια του η μαννούλα. / «Κίτσο μου, πού είναι τα΄ άρματα, τα έρμα τσαπράζια; / - Μάννα λωλή, μάννα τρελλή, μάννα ξεμυαλισμένη, / μάννα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου, / μόν΄ κλαις τάρημα τα΄ άρματα, τάρημα τα τσαπράζια;”

                                          Η “άυλη Πολιτιστική κληρονομιά” μας

        Συμπερασματικά το κλέφτικο τραγούδι λειτούργησε ως ένα ιδεολογικό και εθνικό κέλυφος για το αίτημα των Ελλήνων για Ελευθερία και Εθνική Ανεξαρτησία. Επώαζε για αιώνες και τροφοδοτούσε την εναντίωση των υπόδουλων Ελλήνων προς την Τουρκική κατοχή.

          Ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη του Ερατοσθένη Καψωμένου:  «Στόχος του τραγουδιού δεν είναι η αποτύπωση της ιστορικής ακρίβειας αλλά η έκφραση ενός συγκεκριμένου ήθους αποτελούμενου από αξίες και η παρουσίαση μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας».


              Το Κλέφτικο τραγούδι αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημαντικό κομμάτι της «Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς» μας.            

     

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Αγωνιστικότητα ή φυγή;)