Πειθώ: Τέχνη ή Τεχνική;

«Για να είσαι πειστικός πρέπει να είσαι πιστευτός.

Για να είσαι πιστευτός πρέπει να είσαι αξιόπιστος.

Για να είσαι αξιόπιστος πρέπει να είσαι αληθινός»

(Edward R. Murrow, Αμερικανός δημοσιογράφος)

 

Η πολιτική επικαιρότητα, η επιδημική κρίση, η διαφαινόμενη οικονομική ύφεση και μία υφέρπουσα κοινωνική «δυσανεξία» ανέδειξαν με εμφαντικό τρόπο το θέμα της «Τέχνης της Πειθούς».

Οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων – πολιτικοί, οικονομολόγοι, λοιμωξιολόγοι, δημοσιογράφοι αλλά και επικοινωνιολόγοι – επιδίδονται σε έναν αγώνα πειθούς με στόχο είτε την ενημέρωση του λαού είτε την καθοδήγηση ή χειραγώγησή του. Η ενημέρωση συνιστά μια θεμιτή και αναγκαία ενέργεια – διαδικασία στη δημοκρατία. Αντίθετα η χειραγώγηση του πλήθους μέσα από τους αφανείς μηχανισμούς της συνειδητής παραπληροφόρησης αγγίζει τα όρια της προπαγάνδας. Μία προπαγάνδα που διαβρώνει τους νοητικούς μηχανισμούς του δέκτη, ακυρώνει τον ορθολογισμό και κατ’ ακολουθία διαμορφώνει – ποδηγετεί και την πολιτική του σκέψη και συμπεριφορά. Ωστόσο τόσο οι φορείς της αντικειμενικής ενημέρωσης όσο και της προπαγάνδας ισχυρίζονται ότι πασχίζουν για την ανακάλυψη και προβολή της αλήθειας.


Στόχος η αλήθεια

Η αλήθεια, όμως, συνιστά ένα κινούμενο στόχο και η πρόσληψη – φανέρωμά της εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, όπως: ιδεολογία, ηθική, συμφέροντα, αξιακό σύστημα, κίνητρα, τρόπος ανίχνευσης… Σχετικά ο Blaise Pascal επισημαίνει: «Μελετώντας την αλήθεια, μπορεί κανείς να έχει τρεις κυρίως στόχους: Ο πρώτος είναι να την ανακαλύπτει όταν την αναζητά. Ο δεύτερος, να την αποδεικνύει εφόσον την γνωρίζει. Ο τελευταίος, να τη διακρίνει από το ψεύδος όταν την εξετάζει». Όλες αυτές οι επισημάνσεις περιγράφουν σε αδρές γραμμές τις βασικές συνιστώσες της τέχνης αλλά και της τεχνικής πειθούς. Η αποτελεσματικότητα της πειθούς δεν προσδιορίζεται μόνο από την ικανότητα του υποκειμένου (πολιτικοί, επικοινωνιολόγοι…) αλλά και από το αντικείμενο (άνθρωπος, λαός). Η ποιότητα και των δύο αυτών πυλώνων της πειθούς διευκολύνει ή δυσχεραίνει ανάλογα και την «τέχνη της πειθούς».

Ειδικότερα για το θέμα αυτό σημειώνει ο Αριστοτέλης στο περί της Ρητορικής σύγγραμμά του: «Των δε δια του λόγου ποριζομένων πίστεων τρία είδη έστιν∙ αι μεν γαρ εισίν εν των ήθει του λέγοντος, αι δε εν τω τον ακροατήν διαθείναι πως, αι δε εν αυτώ τω λόγω δια του δεικνύναι ή φαίνεσθαι δεικνύναι». Η πειστικότητα, δηλαδή, που εξασφαλίζει ο «λόγος» του πομπού (πολιτικοί, δημοσιογράφοι…) εδράζεται σε τρία βασικά άρθρα: Το ήθος του πομπού, η διάθεση των ακροατών (δεκτών) και η αποδεικτικότητα των λόγων – επιχειρημάτων («δεικνύναι»).

Τα τρία αυτά στοιχεία συνυφαίνουν και την τεχνική – τέχνη της πειθούς αλλά και την αποτελεσματικότητά της. Όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία της πειθούς (πολιτικοί, επικοινωνιολόγοι…) οφείλουν να γνωρίζουν τις διαχρονικής αξίας επισημάνσεις του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου.

Το ήθος του πομπού

«Στην επιστήμη τα εύσημα ανήκουν σ’ αυτόν που πείθει τον κόσμο, όχι σ’ εκείνον που είχε πρώτος την ιδέα»

(William Osler, Καναδός γιατρός και διανοούμενος)

Το «ήθος» του πομπού επηρεάζει καταλυτικά και την αποδεικτικότητα – πειστικότητα των επιχειρημάτων. Όσο και αν το περίγραμμα του «ήθους» δύσκολα συνιστά μετρήσιμο και αντικειμενικό μέγεθος, εν τούτοις λαμβάνεται σοβαρά από το δέκτη. Τις περισσότερες φορές ο δέκτης πείθεται περισσότερο από το ήθος του πομπού (πολιτικού, δημοσιογράφου) και λιγότερο από την ευστάθεια των επιχειρημάτων του. Κατεξοχήν, όμως, στο θέμα του «ήθους» καταχωρούνται η ανιδιοτέλεια, η αμεροληψία, η ανυστεροβουλία, η εντιμότητα και η συνέπεια λόγων και έργων. Πόσοι από τους σύγχρονους πολιτικούς μπορούν να υπερηφανεύονται για τα παραπάνω; Όσοι είπαν την αλήθεια και φάνηκαν έντιμοι στις προθέσεις τους πολλές φορές χάθηκαν από το πολιτικό προσκήνιο. Γι’ αυτό ο πολίτης καλό είναι να μην αποδέχεται άκριτα την «αγιογράφηση» κάθε πολιτικού αλλά και τη χωρίς στοιχεία ηθική καταβαράθρωσή του.

Η διάθεση των ακροατών

«Αν δεν μπορείς να τους πείσεις, μπέρδεψέ τους»

(Χάρυ Τρούμαν)

Ο δεύτερος πυλώνας της «τέχνης της πειθούς», η «διάθεση» των ακροατών επηρεάζει καθοριστικά τη διαδικασία της πειθούς. Όταν, δηλαδή, προκληθεί ο θυμός, το πάθος, ο φόβος, η αγωνία και η αβεβαιότητα του δέκτη, τότε εύκολα γίνονται αποδεκτές θέσεις και επιχειρήματα που σε άλλη περίπτωση θα είχαν απορριφθεί. Σχετικό παράδειγμα η περίπτωση όλων εκείνων που κάτω από την κυριαρχία του φανατισμού (ιδεολογικού, πολιτικού…) τυφλώνονται και δρουν ανορθολογικά∙ κι αυτό γιατί «ο φανατικός οργίζεται και δεν λογίζεται». Στον παράγοντα αυτό μπορεί να συμπεριληφθεί και η βαθύτερη ψυχοδομή του ανθρώπου. «Σχεδόν οι πάντες τείνουν να πιστεύουν όχι ό,τι αποδεικνύεται αλλά ό,τι τους είναι αρεστό», (Blaise Pascal).

Αυτή η αλήθεια μπορεί να ματώνει την «πειθώ» αλλά καταδεικνύει μια πραγματικότητα για τη συναισθηματική  ευπάθεια του ανθρώπου – δέκτη. Ο λαός, δηλαδή, αρέσκεται σε θωπείες, σε καλυμμένα  ψεύδη, σε ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας και σε ό,τι προκαλεί ευχαρίστηση. Ό,τι, δηλαδή, ικανοποιεί τις επιθυμίες της καρδιάς εύκολα γίνεται αποδεκτό. Πολιτικοί που αδιαφόρησαν για το «ευχάριστο» έγιναν μισητοί στο λαό ή στην καλύτερη περίπτωση έμειναν απαρατήρητοι. 

Το επιχείρημα

«Γνώμαι πλέον κρατούσιν ή σθένος χερών»

(Αγάθων, Οι γνώμες – τα επιχειρήματα είναι πιο ισχυρές

από τη δύναμη των χεριών)

Το τρίτο βάθρο της πειθούς, το «δεικνύναι» σχετίζεται με τον ορθό λόγο, το συλλογισμό και τα επιχειρήματα. Η απόδειξη, δηλαδή, θεωρείται το απόλυτο και αναγκαίο υπόστρωμα της πειθούς. Το «δεικνύναι» απορρέει από λογικούς συσχετισμούς ανάμεσα στην πραγματικότητα και διαχρονικές αρχές και βασικά αξιώματα της λογικής. Η αλήθεια της απόδειξης «δεικνύναι» εδράζεται στο κύρος επί μέρους αληθειών (προκείμενες) που νομοτελειακά οδηγούν σε ένα συμπέρασμα λογικά ακλόνητο και αποδεκτό. Το επιχείρημα και η απόδειξη θρυμματίζουν τη φενάκη του «ευχάριστου» και τις ψευδαισθήσεις του «φαίνεσθαι». Ο δομημένος λόγος δαμάζει την «εξέγερση» των συναισθημάτων που λειαίνουν το έδαφος για το λαϊκισμό και την απόρριψη της αλήθειας.

Βέβαια η απόδειξη προϋποθέτει το εκγύμνασμα στον αντίλογο, τη διαφωνία και την αποδοχή της θέσης του Πρωταγόρα «δύο λόγους είναι περί παντός πράγματος αντικειμένους αλλήλους». Όσοι, λοιπόν, εμπλέκονται στη διαδικασία της πειθούς θα πρέπει να γνωρίζουν πως ο άνθρωπος περισσότερο σκέπτεται με τις επιθυμίες και τους φόβους και λιγότερο με το νου. Για να αρθεί αυτή η αντιφατικότητα επιβάλλεται να διακονούμε την εξουσία του επιχειρήματος και της απόδειξης. Η εξουσία του «λόγου» είναι η μόνη αποδεκτή εξουσία.

Γιατί στόχος μας δεν είναι  αλλά η αλήθεια και η πειθώ. Έτσι εξασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη και καλλιεργείται η σκέψη, που συνιστά και τη βαθύτερη ουσία μας.

Επιμύθιο

Συμπερασματικά, όταν εμπλεκόμαστε στη διαδικασία της πειθούς – είτε ως πομποί είτε ως δέκτες – θα πρέπει να γνωρίζουμε τους βασικούς της πυλώνες. Ό,τι μάς κρατά δέσμιους σε αναχρονιστικές αλήθειες ή ψευδείς ιδεολογίες επιβάλλεται να θερμάνει τη δύναμή μας για απελευθέρωση. Γιατί πολλές φορές «οι ιδεοληψίες αποτελούν απόδραση από την αληθινή σκέψη, εφόσον είναι προκατασκευασμένα συστήματα σκέψης», (Έξελμαν). Επειδή, όμως, η αλήθεια είναι θυγατέρα της λογικής και του επιχειρήματος, ο άνθρωπος (ως πομπός και ως δέκτης) αυτήν πρέπει να υπηρετεί. Απαραίτητη, όμως θεωρείται και η «ανθρωπογνωσία» που προϋποθέτει τη βαθύτερη γνώση των μύχιων δυνάμεων του ανθρώπου (ένστικτα, άλογα πάθη, αρχέγονες φοβίες).

Στον ωκεανό της πληροφοριακής πλημμυρίδας επιβάλλεται ως «δήλιοι» κολυμβητές να διακρίνουμε το αληθινό από το ευχάριστο, το λογικό από το λογικοφανές και να επιπλεύσουμε διασώζοντας όχι μόνο την αλήθεια αλλά και το «πρώτο κινούν» της επιστήμης και του πολιτισμού, το «ΛΟΓΟ», με όλες τις σημασιολογικές του αποχρώσεις.

«Ουκ έστι πειθούς ιερόν άλλο πλην λόγος».

(Ευριπίδης)

Όσο κι αν πολλές φορές η αλήθεια αποκρύπτεται από αυτούς που στοχεύουν στην χειραγώγηση του πλήθους, αυτή πάντοτε επιπλέει κι ας είναι «γυμνή» και «ωμή». Γι’ αυτό η αναζήτηση και αποκάλυψή της χρειάζονται υπομονή κι επιμονή τόσο από τον πομπό όσο κι από τον δέκτη της τεχνικής της πειθούς.

«Μελετώντας την αλήθεια, μπορεί κανείς να έχεις τρεις στόχους:

Ο πρώτος είναι να ανακαλύπτει όταν την αναζητά.

Ο δεύτερος, να την αποδεικνύει εφόσον τη γνωρίζει.

Ο τελευταίος, να τη διακρίνει από το ψεύδος όταν την εξετάζει».

(Pascal)

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Αγωνιστικότητα ή φυγή;)