Επανάσταση και Αριστερά: Μία απρόσμενη συνάντηση της Αριστεράς με τον Όργουελ
*Ο επαναστατικός λόγος των κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
*Το «1984» του Όργουελ (8 Ιουνίου 1949).
*Μία “αυθαίρετη” προσπάθεια συσχέτισης, αλληλεξέτασης και συμπερίληψης δύο άσχετων μεταξύ τους γεγονότων.
“Οι ριζοσπαστικές ιδέες μιας εποχής είναι ο κοινός νους της επόμενης” (Matthew Arnold).
Την μετεκλογική επικαιρότητα μονοπωλεί η είσοδος στη Βουλή κάποιων εθνικιστικών ή αντισυστημικών κομμάτων με αποτέλεσμα να βρίσκεται εκτός συζητήσεων ο κατακερματισμός της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και η εκλογική της περιθωριοποίηση. Κόμματα από τον χώρο αυτό με διακριτό ιδεολογικό πρόσημο και με πολιτικό-εκλογικό παρελθόν για μία ακόμη φορά απέτυχαν να επιβιώσουν εκλογικά και να αιτιολογήσουν την ύπαρξή τους.
Αντίθετα κόμματα του ενός μηνός κατόρθωσαν να εισέλθουν με θορυβώδη τρόπο στη νέα Βουλή μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αποτυχία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που με την πανσπερμία και την πολυδιάσπασή της βρέθηκε για ακόμη φορά στα αζήτητα του Έλληνα ψηφοφόρου;
Παρακολουθώντας το 15λεπτο των κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο τυχαία άκουσα, με μεγάλη προσοχή θα έλεγα, το σκεπτικό κάποιου κόμματος της άκρας αριστεράς, με σκοπό να εννοήσω τόσο τις διαφορές του με τα άλλα ομογάλακτά τους (κομμουνιστογενή / τα γνωστά κόμματα μπαμπούσκα) όσο και να αντιληφθώ την επιμονή και υπομονή τους να διεκδικούν την ψήφο του Ελληνικού λαού, αν και τα εκλογικά τους αποτελέσματα είναι πενιχρά.
Για το πρώτο στοιχείο, τις διαφορές, δεν μπορώ να υπερηφανευτώ ότι κατάλαβα και πολλά. Μάλλον “εν συγχύσει” υπήρξα και μάλλον έτσι θα συνεχίσω να είμαι. Φταίει ο Πομπός, φταίει ο Δέκτης, φταίει τη Μήνυμα, φταίει το Μέσο ή οι Επικοινωνιακές συνθήκες;
Για την υπομονή και την επιμονή τους να διεκδικούν την ψήφο των πολιτών, με προδιαγεγραμμένο σχεδόν το αποτέλεσμα, ίσως να εκτίμησα την ιδεολογική τους συνέπεια και την εδραία πεποίθησή τους ότι ίσως κάποτε οι πολίτες να αντιληφθούν την αναγκαιότητα της πολιτικής τους παρουσίας με στόχο την αλλαγή και την ανατροπή του ισχύοντος συστήματος. Στο ιδεολογικό οπλοστάσιο αυτού του κόμματος πλεόναζαν οι λέξεις-όροι: Ανατροπή, Αγώνας, Πάλη, Ρήξη, Επανάσταση κι άλλα ηχηρά παρόμοια του συγκεκριμένου χώρου.
Επαναστατικός ΔονΚιχωτισμός ή μία συνειδητή και ηθελημένη άρνηση υποταγής στην αναγκαιότητα της πραγματικότητας; Μπορεί και τα δύο. Είναι κι αυτό μία στάση, νιώθεται, όπως λέει και ο ποιητής.
Ωστόσο εκείνο που με φόβισε κάπως δεν ήταν το κάλεσμά τους για ανατροπή, αγώνα και ρήξη με το σύστημα, αλλά οι εικόνες που συνόδευαν το λόγο τους και τα συνθήματα: Κόκκινες σημαίες, κοντάρια, διαλυμένα αυτοκίνητα, συμπλοκές με την αστυνομία, κραυγές, θυμό και πολλή οργή. Πώς μπορείς να πείσεις για το δίκιο σου με τέτοιες εικόνες που επωάζουν το ταξικό μίσος και τον πολιτικό φανατισμό;
Πολιτικός Φονταμενταλισμός
O πολιτικός φονταμενταλισμός είναι κι αυτός τόσο αποκρουστικός, όπως και κάθε είδος φονταμενταλισμού. Στη δημοκρατία και στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα αυτές οι εικόνες και αυτές οι τεχνικές – προτροπές για ανατροπή, ρήξη και επανάσταση δεν συνάδουν με τον πολιτικό διάλογο, τη νηφάλια κρίση και το πειστικό επιχείρημα.
Επίσης, η υπόρρητη βία που ανιχνεύεται σε κάθε εικόνα ή σύνθημα αυτών των κομμάτων περισσότερο φοβίζει τον μέσο ψηφοφόρο και λιγότερο τον πείθει για την αναγκαιότητα μιας βίαιης ή “μιας εδώ και τώρα” επανάστασης.
Θα αφήσω κατά μέρος το εφικτό τελεσφόρησης των προτάσεών τους για τον ποιοτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας. Ο νους μου πήγε αυτόματα στον αρχαίο Ζάλευκο που όρισε σκληρές διαδικασίες, έως αποτρεπτικές, για αλλαγή ή πρόταση επιβολής ενός νέου νόμου.
Η περίπτωση του Ζάλευκου
Συγκεκριμένα, κατά την παράδοση, όποιος ήθελε να προτείνει νέο νόμο, φορούσε μία θηλιά στο λαιμό και εμφανιζόταν στους «Χίλιους» (ειδικό σώμα) και διατύπωνε τη θέση του. Αν γινόταν δεκτή η πρόταση - νόμος του, όλα πήγαιναν ομαλά. Αν όμως ο νόμος - πρόταση απορριπτόταν, τότε ο πολίτης στραγγαλιζόταν αμέσως. Ο Ζάλευκος ήταν αυτός που θέσπισε και το αντιπεπονθός (ανταπόδοση της τιμωρίας) ως μορφή τιμωρίας.
Βέβαια κανείς σήμερα δεν εγκρίνει τέτοιες διαδικασίες αλλαγής του συστήματος, αφού η δημοκρατία μας είναι πολύ γαλαντόμος ακόμη και στους αρνητές – εχθρούς της.
Εκείνο, όμως, που μού γέννησε προβληματισμό από τις αναλύσεις και τις προτροπές των αντιπροσώπων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ήταν οι προϋποθέσεις της λαϊκής εξέγερσης και επανάστασης. Το σύνθημα “Να αγωνιστούμε, να βγούμε στους δρόμους για ανατροπή και επανάσταση” θυμίζει λίγο τη ρομαντική εποχή των εύκολων επαναστάσεων, αλλά σήμερα προκαλεί ανησυχία τόσο για την αναγκαιότητα της επανάστασης όσο και για το εφικτό και τις προϋποθέσεις της.
Κάπου εδώ η μνήμη μου ανέτρεξε στη γνωστή θέση του Όργουελ στο
βιβλίο του «1984» (8/6/1949)
«Δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση, και δεν θα αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν».
Συνείδηση και Επανάσταση
Η επικαιρότητα, λοιπόν, έφερε στην επιφάνεια ένα παλιό όσο και σύγχρονο θεωρητικό (και όχι μόνον) θέμα – πρόβλημα αυτό της σχέσης Συνείδησης και Επανάστασης. Το θέμα διαπραγματεύτηκαν διάφοροι διανοητές, χωρίς ωστόσο οι απόψεις όλων αυτών να γίνουν αποδεκτές από το σύνολο των ειδικών επιστημών αλλά και του απλού πολίτη.
Πολλοί πιστεύουν πως «αν δεν επαναστατήσουν δεν θα συνειδητοποιήσουν» (Όργουελ) κι είναι αυτοί οι θεωρητικοί της επαναστατικής πρωτοπορίας κι όσοι πιστεύουν πως το «Το κοινωνικό είναι» διαμορφώνει τη συνείδηση των ατόμων και το «πολιτικό τους είδωλο». Είναι, όμως, κι άλλοι που πρεσβεύουν πως «αν δεν συνειδητοποιήσουν δε θα επαναστατήσουν» κι αυτοί είναι όλοι εκείνοι που θεωρούν την πληροφόρηση, τη γνώση και τη βαθύτερη ερμηνεία των μηχανισμών της κοινωνίας και του εαυτού τους, ως βασικές προϋποθέσεις της αυτοσυνείδησης και της πολιτικής συνειδητοποίησης.
Η ιστορία των λαών έχει να επιδείξει γεγονότα ως παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν και επικυρώνουν την αλήθεια και των δύο παραπάνω θέσεων. Ισχύουν και οι δύο θέσεις σε μεγάλο βαθμό, αλλά ποτέ σε απόλυτο. Την αλήθεια και το βαθμό προτεραιότητας της κάθε μιας ξεχωριστά την καθορίζουν οι εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, τα υποκείμενα των γεγονότων καθώς και οι στόχοι που τίθενται κάθε φορά.
Πρώτα η Συνείδηση
«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση» (Λένιν)
Η επαναστατική πράξη προϋποθέτει πάντα ένα υψηλό βαθμό συνειδητότητας. Το «επαναστατικό υποκείμενο», έχει βαθιά γνώση της κοινωνικής του θέσης, του ταξικού του αντιπάλου κι όλων εκείνων των παραμέτρων – παραγόντων που διαμορφώνουν σε καταλυτικό βαθμό τον τρόπο ζωής του και την κοινωνική του συμπεριφορά. Οι πολιτικές πεποιθήσεις και η γενικότερη ιδεολογική του τοποθέτηση χρωματίζονται από το βαθμό συνειδητοποίησης της θέσης του στον παραγωγικό τομέα και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Έτσι γνωρίζει τα όρια δράσης του, τους στόχους που μπορεί να θέσει, τους τρόπους με τους οποίους θα πραγματώσει τα κοινωνικά του οράματα και βέβαια τους φυσικούς και «εν δυνάμει» συμμάχους του.
Εάν δεχτούμε ότι αληθεύει το αξίωμα πως «πρώτα ο άνθρωπος σκέπτεται και μετά ενεργεί», τότε δικαιώνεται όχι μόνο κοινωνιολογικώς αλλά και ανθρωπολογικώς το κύρος της θέσης «δε θα επαναστατήσουν, εάν δεν συνειδητοποιήσουν».
Υπέρ αυτής δε της άποψης επιχειρηματολογούν κι εκείνοι που πιστεύουν, πως πίσω από κάθε επαναστατικό κίνημα ή πράξη βρίσκεται πάντα μια επαναστατική ιδέα – ιδεολογία, που τροφοδοτεί και γονιμοποιεί τις ενέργειες του επαναστατικού υποκειμένου. Κάθε δε επαναστατική ιδέα προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό συνειδητότητας του ιστορικού υποκειμένου, στοιχείο που αναδεικνύει την αξία και τη σπουδαιότητα της συνειδητοποίησης στην επαναστατική πράξη. Η κομμουνιστική επανάσταση δεν θα υπήρχε αν δεν είχε προηγηθεί η θεωρία του Μάρξ, η σχετική με τους βασικούς νόμους, που διέπουν το καπιταλιστικό σύστημα.
«Οι επαναστάσεις είναι οι ατμομηχανές της ιστορίας»
Οι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης εκθειάζουν την αναμφισβήτητη αξία της σκέψης στη διαμόρφωση της συνείδησης και της συμπεριφοράς του ατόμου. Αυτό δε, για πολλούς εξασφαλίζει την επιτυχία της πράξης, γιατί όλες οι ενέργειες καθορίζονται από τους αυστηρούς νόμους της λογικής και όχι από τις διακυμάνσεις του θυμικού. Επίσης το στοιχείο της συνειδητοποίησης δεν αποτελεί μόνο το «πρώτο κινούν» της επαναστατικής πράξης, αλλά κι εκείνο το στοιχείο, που προφυλάσσει τους εξεγερμένους από τα συνθήματα και τα «ιδεολογήματα» των αρνητών των επαναστατικών διαδικασιών.
Όσοι δε, αρνούνται την αξία της θέσης αυτής, προβάλλουν ως επιχείρημα την αδυναμία των μαζών να φθάσουν σ’ ένα υψηλό επίπεδο συνειδητοποίησης κι αυτό λειτουργεί αρνητικά στην εκδήλωση της επανάστασης. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι οι διαδικασίες για τη μόρφωση και συνειδητοποίηση των μαζών είναι χρονοβόρες, αν όχι, ενίοτε, και αναποτελεσματικές.
«Οι προλετάριοι είναι σαν τα μυρμήγκια που μπορούν να βλέπουν μικρά αντικείμενα αλλ’ όχι μεγάλα» (R. Williams)
Βασικό επιχείρημα αυτών είναι ότι η σκέψη πολλές φορές οδηγεί στον σκεπτικισμό, που όχι σπάνια με τη σειρά του οδηγεί στην αναβλητικότητα και στη ματαίωση κάθε σκέψης για δράση. Συμπερασματικά οι υπέρμαχοι της θέσης «δε θα επαναστατήσουν, αν δεν συνειδητοποιήσουν» πιστεύουν, πως ο «πρωτόγονος πατριωτισμός» των μαζών και η δυσαρέσκειά του, αν μορφοποιηθούν σε σκέψη, αποκτήσουν ιδεολογικό περίγραμμα και εκφραστούν ως «συνείδηση», μπορούν να αποτελέσουν το πρόπλασμα της επαναστατικής πράξης.
Πρώτα η Επανάσταση
Στην αντίπερα όχθη όλων των παραπάνω βρίσκονται εκείνοι που προσπαθούν να πείσουν για την αξία και την αναγκαιότητα αποδοχής της θέσης «δεν θα αποκτήσουν συνείδηση, αν δεν επαναστατήσουν». Είναι αυτοί που δέχονται ότι πρέπει να προηγηθεί η πράξη, η δράση, η ενέργεια, γιατί αυτή διαμορφώνει με ασφαλή τρόπο τη σκέψη και τη συνείδηση του κάθε ατόμου χωριστά.
Ο αγωνιστής μέσα από τη συμμετοχή του σε επαναστατικές διαδικασίες γνωρίζει άμεσα τον ταξικό του αντίπαλο, το ήθος και τις μεθοδεύσεις του και έχει προσωπικές εμπειρίες γι’ αυτό που τον υποδουλώνει και τον απελευθερώνει. Το καλύτερο μάθημα είναι η ίδια η δράση που, χωρίς τις λογικές επεξεργασίες, μπορεί να διαμορφώσει την ιδεολογική ταυτότητα του ατόμου. Κι αυτό γιατί οι συνθήκες του αγώνα, οι επιταγές που επιβάλλει συγκινούν το «επαναστατικό υποκείμενο» και ενεργοποιούν όλες τις «εν δυνάμει» σ’ αυτό αρετές και ικανότητες. Η δράση σπάζει και καταργεί το διαμεσολαβητικό ρόλο της κριτικής επεξεργασίας, που λειτουργεί συνήθως ανασταλτικά την ώρα της πράξης. Το άτομο αφυπνίζεται και η «κοιμωμένη συνείδηση», καθίσταται ενεργή.
Μόνο μέσα από την πράξη και την αγωνιστική παρουσία μπορεί ο καθένας να νιώσει το δίκαιο το δικό του, το άδικο του άλλου και να επικυρώσει την αλήθεια των θέσεών του: γιατί «η αλήθεια δεν επιβάλλεται από τη γλώσσα στη ζωή, αλλά από τη ζωή στη γλώσσα».
Το κύρος της παραπάνω θέσης επικυρώνουν με την ιστορική τους αξία γεγονότα παγκοσμίως αποδεκτά. Η Γαλλική επανάσταση, η Ρωσική επανάσταση (1917) καθώς και η δική μας Ελληνική Επανάσταση (1821) είναι ενδεικτικά ιστορικά παραδείγματα, που δικαιώνουν τη σπουδαιότητα της επαναστατικής δράσης, ως του κατ’ εξοχήν στοιχείου που διαμορφώνει τη συνείδηση του «ιστορικού υποκειμένου».
Βέβαια, δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που πιστεύουν πως το άτομο κατά τη διάρκεια της επαναστατικής πράξης αδυνατεί να έχει μια ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα της όλης κατάστασης κι αυτό ενδεχομένως να επενεργεί μ’ ένα τρόπο στρεβλό στη διαμόρφωση της συνείδησης.
Από το κάλεσμα στην πράξη
Το συνεχές, λοιπόν, κάλεσμα των αγωνιστών των κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς για ρήξη, ανατροπή και επανάσταση θα πρέπει να έχει κατά νου όλες τις παραπάνω παραμέτρους της σχέσης ” Συνείδησης και Επανάστασης”.Κατεξοχήν, όμως, για τους θεωρητικούς των ρήξεων των εξεγέρσεων και της εις βάθος κοινωνικής και πολιτικής ανατροπής – πέρα και πάνω από τις καλές προθέσεις τους – είναι αναγκαία και η γνώση των σύγχρονων δεδομένων που επωάζουν τόσο τον κοινωνικό συντηρητισμό και την κοινωνική ομοιομορφία, όσο και την κοινωνική οργή και τη διάθεση για πάλη, αγώνα, ανατροπή και επανάσταση.
Ο Όργουελ, προφητικά είχε διακηρύξει σχετικά με την προοπτική της επανάστασης των Μαζών, που φαίνεται να επιβεβαιώνεται πλήρως από την εποχή μας.
«Οι μάζες δεν θα επαναστατήσουν ποτέ από μόνες τους και δεν θα επαναστατούν ποτέ μόνο και μόνο γιατί καταπιέζονται. Μάλιστα, όσο δεν τους επιτρέπεται να έχουν μέτρο σύγκρισης, ούτε καν παίρνουν είδηση πως καταπιέζονται».
Τελικά, την ιστορία των λαών και τις αλλαγές ή ανατροπές του κοινωνικού status δεν τις προκαλούν οι ιδεολογίες, ούτε και οι καλές προθέσεις των ιστορικών επαναστατικών υποκειμένων, αλλά και ο βαθμός γνώσης της ιστορίας του παρελθόντος και ο τρόπος χρήσης αυτής της γνώσης. Και σε αυτό το σημείο ο Όργουελ είχε τονίσει ενδεικτικά:
“ Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον. Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν”.
*Μία αναγκαία απορία: Αν τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν μπορούν να συνεννοηθούν σε ένα ελάχιστο πεδίο θεωρητικών θέσεων πώς θα πείσουν το λαό για πάλη, ανατροπή και επανάσταση; Εκτός εάν υιοθετούν άκριτα τη θέση του Λένιν «Να χτυπάμε μαζί και ας βαδίζουμε χωριστά»
*ΠΗΓΗ: Blog “ΙΔΕΟπολις” Ηλία Γιαννακόπουλου
Γεια χαρα
ΑπάντησηΔιαγραφή