Τα Ψυχολογικά “κατάλοιπα” του Καπιταλισμού και το “δέον γενέσθαι”
*Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"
*Ο κατά Φρομ καπιταλισμός
«η παραγωγή πολλών χρήσιμων αγαθών οδηγεί στη δημιουργία πολλών άχρηστων ανθρώπων».
Η αξιολόγηση ενός ανθρώπου, μιας κοινωνίας, ενός φαινομένου, ενός τεχνολογικού επιτεύγματος, ενός έργου ή ακόμη κι ενός πολιτισμού είναι συνάρτηση του-των κριτηρίου-ων που επιλέγονται κάθε φορά. Εξαίρεση από την παραπάνω διαπίστωση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει φυσικά ούτε η αξιολόγηση του Καπιταλισμού ως οικονομικού συστήματος που κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα σε όλη την υφήλιο εδώ και 3 αιώνες.
Για πολλούς αναλυτές (οικονομολόγους, κοινωνιολόγους…) το υπέρτατο αξιολογικό κριτήριο για την αποτίμηση της λειτουργίας και των αποτελεσμάτων που είχε και έχει ο Καπιταλισμός είναι αυτό που συνέβαλε όχι μόνον στην βελτίωση των όρων της υλικής διαβίωσης -επιβίωσης των ανθρώπων και στην γενικότερη πρόοδο του πολιτισμού είναι, αλλά και στην ψυχική ισορροπία του ατόμου, ως του υποκειμένου της Ιστορίας. Κι αυτό γιατί, “ουκ επ΄ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος”.
Οι αξιολογήσεις του Καπιταλισμού είναι αντιτιθέμενες(όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλες αυτού του είδους τις αξιολογήσεις).
Όσοι υπερθεματίζουν την προσφορά του εστιάζουν στα μεγάλα άλματα του ανθρώπου σε όλους τους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό, επιστημονικό…).
Από την άλλη πλευρά οι κατήγοροί του τον εγκαλούν εστιάζοντας στους φρικώδεις πολέμους, στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και φυσικά στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Οι υπέρμαχοι του Καπιταλισμού προβάλλουν εμφαντικά το στοιχείο της ελευθερίας του ανθρώπου που αποτελεί και την ατμομηχανή του ως Οικονομικο-Κοινωνικού συστήματος, που εκφράστηκε με το Laissez Faire Laissez Passer (αφήστε τα όλα ελεύθερα). Οι νόμοι της αγοράς και η “αόρατος χειρ” του Άνταμ Σμιθ συνιστούν το ακαταμάχητο επιχείρημα των υποστηρικτών του καπιταλισμού, αφού πιστεύουν πως αυτός παρέχει τις περισσότερες ευκαιρίες(έστω και ψευδαισθήσεις) για βελτίωση της ανθρώπινης ζωής.
Στην αντίπερα όχθη οι αντίπαλοί του εστιάζουν στο γεγονός πως στο όνομα της ελευθερίας και του κέρδους ο άνθρωπος έγινε άπληστος και αυτοεγκλωβίστηκε στην “ελευθερία της κατανάλωσης” και τελικά υποδουλώθηκε ψυχικά.
Σχετικά ο Φρομ επισημαίνει για τον αντιπροσωπευτικό τύπο ανθρώπου του Καταναλωτικού Πολιτισμού, τον Homo Cunsumens:
“…Ο homo consumens είναι ο άνθρωπος του οποίου πρωταρχικός στόχος δεν είναι η κατοχή αγαθών, αλλά η ολοένα και μεγαλύτερη κατανάλωση, έτσι ώστε να αντισταθμίσει το εσωτερικό του κενό, την παθητικότητα, τη μοναξιά και το άγχος.
Το άτομο, σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από γιγαντιαίες επιχειρήσεις και από γιγαντιαίες βιομηχανικές, κυβερνητικές και εργασιακές γραφειοκρατίες, δεν ασκεί κανέναν έλεγχο πάνω στις συνθήκες της εργασίας του, νιώθει ανίκανο, απομονωμένο, βαριεστημένο και ανήσυχο.
Ταυτόχρονα, η ανάγκη για κέρδος των μεγάλων βιομηχανιών της κατανάλωσης τον μεταμορφώνει, διαμέσου της διαφήμισης, σε έναν άνθρωπο αδηφάγο, έναν αιώνιο θηλάζοντα που θέλει να καταναλώνει όλο και πιο πολύ, και για τον οποίο τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε καταναλωτικά είδη: τσιγάρα, αλκοόλ, σεξ, ταινίες, τηλεόραση, ταξίδια, ακόμα και η εκπαίδευση, τα βιβλία και οι διαλέξεις.
Δημιουργούνται νέες τεχνητές ανάγκες και οι προτιμήσεις του ανθρώπου χειραγωγούνται. (Ο χαρακτήρας του homo consumens στις πιο ακραίες εκφάνσεις του αποτελεί γνωστό ψυχοπαθολογικό φαινόμενο. Εντοπίζεται συχνά σε ανθρώπους καταθλιπτικούς και αγχώδεις, οι οποίοι καταφεύγουν στην υπερφαγία, στην υπερκατανάλωση ή στον αλκοολισμό ώστε να αντισταθμίσουν την υποβόσκουσα κατάθλιψη και το άγχος.)
Η λαιμαργία για κατανάλωση, μια ακραία μορφή αυτού που ο Φρόιντ αποκαλούσε «στοματικά δεκτικό χαρακτήρα» («oral-receptive character»), γίνεται η κυρίαρχη ψυχική δύναμη μέσα στη σημερινή βιομηχανοποιημένη κοινωνία.
O homo consumens έχει την ψευδαίσθηση της ευτυχίας, ενώ ασυνείδητα υποφέρει από την πλήξη και την παθητικότητά του. ‘Oσο περισσότερη εξουσία ασκεί πάνω στις μηχανές, τόσο ανίσχυρος γίνεται ως ανθρώπινο ον. Όσο περισσότερο καταναλώνει τόσο γίνεται σκλάβος των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών που το βιομηχανικό σύστημα δημιουργεί και χειραγωγεί. Συγχέει την έξαψη και τον ενθουσιασμό με τη χαρά και την ευτυχία και τις υλικές ανέσεις με τη ζωντάνια.
Η ικανοποίηση της απληστίας γίνεται το νόημα της ζωής και ο αγώνας για την ικανοποίηση αυτή γίνεται η νέα θρησκεία. Η ελευθερία για κατανάλωση γίνεται η ουσία της ελευθερίας του ανθρώπου.
Αυτό το καταναλωτικό πνεύμα είναι το ακριβώς αντίθετο του πνεύματος της σοσιαλιστικής κοινωνίας, έτσι όπως τη φανταζόταν ο Μαρξ. Είχε διακρίνει καθαρά ότι ο κίνδυνος ήταν σύμφυτος με τον καπιταλισμό.
Στόχος του ήταν μια κοινωνία όπου o άνθρωπος, και όχι τα αγαθά, κατέχει κεντρική θέση. Ήθελε να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις αλυσίδες της υλικής του λαιμαργίας, έτσι ώστε να αφυπνιστεί πλήρως, έχοντας ζωντάνια και ευαισθησία, και όχι να είναι δούλος της απληστίας του. Χαρακτηριστικά γράφει ότι «η παραγωγή πολλών χρήσιμων αγαθών οδηγεί στη δημιουργία πολλών άχρηστων ανθρώπων».
Επιθυμούσε να τερματίσει την ακραία φτώχεια, καθώς εμποδίζει τον άνθρωπο να γίνει πλήρως ανθρώπινος. Αλλά επίσης επιθυμούσε και την αποτροπή του υπερβολικού πλουτισμού, μέσα στον οποίο το άτομο γίνεται αιχμάλωτο της απληστίας του. Στόχος του δεν ήταν το μέγιστο (maximum), αλλά το βέλτιστο (optimum) της κατανάλωσης, δηλαδή η ικανοποίηση των πραγματικών εκείνων αναγκών που λειτουργούν ως μέσο για μια πληρέστερη και πλουσιότερη ζωή”. («Ελευθερία και Πειθαρχία»)
Ίσως ο μαρξιστής κριτικός της λογοτεχνίας Τέρι Ίγκλετον να έδωσε με σαφήνεια το βαθύτερο γνώρισμα του καπιταλισμού:
“Αυτό που διακρίνει τον Καπιταλισμό από άλλες ιστορικές μορφές ζωής είναι ότι συνδέεται απευθείας με την ασταθή, αυτοαναιρετική φύση του ανθρώπινου είδους. Το άπειρο – η ατέρμονη ορμή για κέρδος, η ασταμάτητη πορεία της τεχνολογικής προόδου, η συνεχώς διευρυνόμενη ισχύς του κεφαλαίου- αντιμετωπίζει μονίμως τον κίνδυνο να καταρρεύσει και να υπερακοντίσει το πεπερασμένο” («Περί κακού», εκδ. Πεδίο)
Σε αυτό το πλαίσιο και μέσα σε έναν ωκεανό δημοσιευμάτων και αφιερωμάτων για την πορεία του κόσμου επ΄ ευκαιρία της αλλαγής του χρόνου και του νέου προέδρου των ΗΠΑ ο καπιταλισμός “ζει και θριαμβεύει” αφού κανείς αναλυτής δεν “τόλμησε” να αμφισβητήσει την κυριαρχία του στο βαθμό που δεν υπάρχει το αντίπαλον “δέος”.
Φαίνεται πως στο κύμα των αναθεωρηματισμών της εποχής μας ο Καπιταλισμός αποτελεί τη μόνη “σταθερά”
Παρακινούμενος, λοιπόν, από αυτόν τον ποταμό των αφιερωμάτων κατέφυγα σε κάποια παλιά βιβλία που καταγράφουν με περισσή πιστότητα τόσο τα “Ψυχολογικά κατάλοιπα” του Καπιταλισμού στον άνθρωπο, όσο και το “δέον γενέσθαι” για την ελαχιστοποίηση των παρενεργειών του.
Το παρακάτω κείμενο που ακολουθεί αλιεύτηκε από το βιβλίο του Έριχ Φρομ «Υγιής Κοινωνία» και καταγράφει με ενάργεια το νέο τύπο ανθρώπου που πλάθει ο Καταναλωτικός Καπιταλισμός. (Η παραγραφοποίηση δική μου).
“Το οικονομικό μας σύστημα (καπιταλισμός), ενώ πλούτισε υλικά τον άνθρωπο, τον φτώχυνε στο επίπεδο της ανθρωπιάς του.
Παρ΄ όλη την προπαγάνδα και τα σλόγκαν γύρω από την πίστη του Δυτικού κόσμου στο Θεό, τον ιδεαλισμό του, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα, το σύστημά μας δημιούργησε μία υλιστική κουλτούρα κι έναν κι έναν υλιστικό άνθρωπο.
Στο διάστημα που εργάζεται, το άτομο διοικείται σαν μέρος μιας παραγωγικής ομάδας.
Στον ελεύθερο χρόνο του κατευθύνεται και χειραγωγείται έτσι που να είναι ο τέλειος καταναλωτής που προτιμάει αυτό που του λένε να προτιμάει, με την ψευδαίσθηση πως ακολουθεί τα δικά του γούστα.
Όλη τη μέρα τον σφυροκοπούν από παντού τα σλόγκαν, οι υποβολές, οι φωνές μιας πλαστής πραγματικότητας που τον στερούν από το τελευταίο ίχνος ρεαλισμού που μπορεί να του έχει μείνει.
Από τα παιδικά του κιόλας χρόνια οι γνήσιες πεποιθήσεις του αποθαρρύνονται. Η κριτική σκέψη είναι ελάχιστη, το ίδιο και το πραγματικό συναίσθημα κι επομένως μόνο η ομοιομορφία μπορεί να σώσει το άτομο από το αφόρητο αίσθημα της μοναξιάς και της ερημιάς.
Το άτομο δεν βιώνει τον εαυτό του σαν ενεργητικό φορέα των προσωπικών του δυνάμεων και του εσωτερικού του πλούτου, αλλά σαν έναν φτωχό “αντικείμενο”, εξαρτούμενο από δυνάμεις έξω από αυτόν, πάνω στις οποίες έχει προβάλλει τη ζωντανή του ουσία.
Ο άνθρωπος έχει αποξενωθεί από τον εαυτό του και προσκυνάει τα προϊόντα των χεριών του. Σκύβει και προσκυνάει τα αντικείμενα που παράγει, το κράτος και τους ηγέτες που κατασκεύασε ο ίδιος . Η ίδια του η πράξη γίνεται μία ξένη δύναμη που στέκεται πάνω κι απέναντί του αντί να διευθύνεται από αυτόν.
Περισσότερο από ποτέ στην ιστορία η αναγωγή των ιδίων των κατασκευασμάτων μας σε αντικειμενική δύναμη πάνω μας, ξεφεύγοντας από τον έλεγχό μας, διαψεύδοντας τις προσδοκίες μας και ξεγελώντας τους υπολογισμούς μας, αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες που καθορίζουν την εξέλιξή μας.
Τα προϊόντα του, οι μηχανές του και το κράτος έχουν γίνει είδωλα του σύγχρονου ανθρώπου και τα είδωλα αυτά αντιπροσωπεύουν τις δικές του ζωικές δυνάμεις σε αλλοτριωμένη μορφή.
Το αποτέλεσμα είναι ο μέσος άνθρωπος να νιώθει ανασφάλεια, μοναξιά και κατάθλιψη και να υποφέρει από έλλειψη χαράς μέσα στην αφθονία. Η ζωή του φαίνεται άσκοπη, μαντεύει κάπου αχνά πως το νόημα της ζωής δεν μπορεί να είναι μόνο και μόνο στην “κατανάλωση”.
Αυτήν τη ζωή δίχως χαρά και δίχως νόημα δεν θα μπορούσε να την αντέξει αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι το σύστημα του προσφέρει αμέτρητες διεξόδους φυγής, από την τηλεόραση ως τα ηρεμιστικά, που του επιτρέπουν να ξεχνάει ότι χάνει όλο και περισσότερο αυτό που είναι πολύτιμο στη ζωή.
Παρ΄ όλα τα αντίθετα συνθήματα, πλησιάζουμε ολοταχώς προς μία κοινωνία διευθυνόμενη από γραφειοκράτες που κυβερνούν έναν μαζάνθρωπο, καλοθρεμμένο και καλοφροντισμένο, που έχει χάσει την ανθρωπιά του”.
Κινούμενος, λοιπόν, ο σύγχρονος άνθρωπος από τη λογική της μέγιστης παραγωγής και της μέγιστης κατανάλωσης οδηγείται σε έναν ασθματικό ρυθμό ζωής που τον εξουθενώνει ψυχικά. Έτσι εξουθενωμένος ψυχικά και βιώνοντας ένα άδειασμα ψυχής συνειδητοποιεί πως στενεύουν και τα όρια επικοινωνίας με τους συνανθρώπους του.
Κι αυτό γιατί η επικοινωνία από τη φύσητης προϋποθέτει ένα ελάχιστο όριο χρόνου και την αναγκαία αυτοσυγκέντρωση. Όλα αυτά, όμως, ο σύγχρονος βίος τα ακυρώνει, αφού επέβαλε τυραννικά την ταχύτητα, τον περιορισμό του χρόνου και την επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων.
Κυριαρχεί, δηλαδή παντού ο “άνθρωπος που σπεύδει”. Οι έγνοιες της ζωής, το άγχος για επιτυχία και κέρδος καθώς και η πίεση για γρήγορα αποτελέσματα αποδομούν τα βασικά βάθρα της επικοινωνίας που ταυτίζεται με λειτουργίες και διαδικασίες όπου οι άνθρωποι μεταξύ τους αλληλεπιδρούν μέσα από την εξωτερίκευση σκέψεων και συναισθημάτων.
Το στένεμα, επίσης, των ορίων της επικοινωνίας στις μέρες μας προκαλείται κι από την κενότητα της ψυχής μας . Διαφαίνεται, δηλαδή, μία συναισθηματική αφυδάτωση και μία ψυχική ατροφία που καθιστούν τον άνθρωπο-ως πομπό και δέκτη-απρόθυμο και αδύναμο να επικοινωνήσει. Η εσωτερική γύμνια, η κενότητα της ψυχής, η ρηχότητα της σκέψης και οι πιεστικές σκοπιμότητες αλλοιώνουν το βαθύτερο περιεχόμενο της επικοινωνίας.
Γιατί η επικοινωνία ως πλησίασμα ανθρώπων προϋποθέτει τον εσωτερικό πλούτο και μία κοινωνική ευαισθησία και διαπαιδαγώγηση. Ωστόσο αυτά όλα ακυρώνονται από τους έντονους ρυθμούς ζωής και την ψυχική ένδεια που αλλοτριώνουν τον άνθρωπο. Οι λέξεις μας δεν είναι πια αρκετές για να φανερώσουν τον εσωτερικό μας κόσμο, τους παλμούς της καρδιάς μας και να ερμηνεύσουν ορθολογικά την πραγματικότητα. Όλα πλέον κινούνται ευθύγραμμα και συμβατικά, γνώρισμα και προϊόν της μηχανοποίησης .
Οι λέξεις μας, επίσης, δεν εκφράζουν τα βιώματά μας, δεν χτίζουν γέφυρες και δεν ενώνουν καρδιές. Και όταν οι λέξεις που δομούν τον εγκέφαλό μας, διαμορφώνουν το περιεχόμενο της σκέψης μας και γενικότερα χαράσσουν τις αρχές της ζωής μας είναι λίγες και κούφιες, τότε και η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους κινείται σε στενά όρια.
Συμπερασματικά η εποχή μας, στιγματισμένη από τους όρους και τις συνθήκες που επέβαλε ο καπιταλισμός όχι μόνον στο χώρο εργασίας αλλά και στην καθημερινότητά μας, δεν βοηθά ή και απεχθάνεται την συγ-κοινωνία. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που και η επικοινωνία δυσκολεύεται ή αλλοιώνεται.
Στις ίδιες επισημάνσεις καταλήγει κι ένα άλλο ενδιαφέρον βιβλίο των Γιώργου Κολέμπα και Γιάννη Μπίλλα με τίτλο «Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης» (Εκδόσεις των συναδέλφων, 2013)(η παραγραφοποίηση δική μου.)
“ Ο καπιταλισμός, πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε έναν ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του “εγώ” και όχι του “εμείς”.
Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής. Ο ανθρωπολογικός τύπος της ιδιώτευσης, της απάθειας, της συναλλαγής και της αλλοτρίωσης είναι μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε.
Είναι ανάγκη να υιοθετήσουμε άλλα νοήματα, άλλες σημασίες και άλλα προτάγματα στη ζωή μας, με τα οποία θα αξίζει να ζει κανείς σήμερα και όχι να περιμένει την έφοδο στα “χειμερινά ανάκτορα”. Διότι ο άνθρωπος, εκτός από κοινωνική κατασκευή, είναι ταυτόχρονα και δημιουργός της ζωής του.
Ο ετερόνομος άνθρωπος που, ως καταναλωτής, υπακούει και εκτελεί νόμους, εντολές και αφηγήσεις άλλων, χωρίς να συμμετέχει ο ίδιος στη λήψη των αποφάσεων, είναι απαραίτητο να αντικατασταθεί από τον αυτόνομο τύπο ανθρώπου, εκείνου που αυτοθεσμίζεται, που διαμορφώνει, δηλαδή, ο ίδιος τους θεσμούς και τους αναιρεί, αν χρειαστεί.
Το δικαίωμα του “συνανήκειν” είναι σύμφυτο με το δικαίωμα του “συναποφασίζειν” και είναι ίσως ο μόνος τρόπος προαγωγής της αίσθησης της κοινότητας, και αυτό γιατί ο άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στην κοινότητα των άλλων ανθρώπων ένα μέρος της ύπαρξής του που της το οφείλει. Έτσι, καλλιεργείται και η ξεχασμένη στις μέρες μας αίσθηση της ατομικής ευθύνης απέναντι στην κοινωνία.
Η δημιουργία του νέου αυτού ανθρωπολογικού τύπου αποκτά στις μέρες μας τη διαδικασία του κατεπείγοντος, εφόσον μια αυτόνομη, δημοκρατική και οικολογική κοινωνία δεν μπορεί να απαρτίζεται, ούτε φυσικά και να δημιουργηθεί, από τον τύπο του ανθρώπου που δημιουργεί η καταναλωτική κοινωνία”.(Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης).
Οι συγγραφείς του παραπάνω αποσπάσματος από το βιβλίο δεν αρκούνται και δεν εστιάζουν μόνον στην περιγραφή του νέου ανθρωπολογικού τύπου ανθρώπου που επώασε και επέβαλε ο καπιταλισμός, αλλά προβαίνουν και σε προτάσεις για την υπέρβασή του. Βασική συντεταγμένη αυτής της πρότασης είναι μία διαφορετικού τύπου ανάπτυξη που θα σέβεται το φυσικό περιβάλλον αλλά και την καλλιέργεια της αυτονομίας του ανθρώπου.
Ενδιαφέρουσες είναι και οι προτάσεις που προβάλλει ο Έριχ Φρομ με σκοπό τη δημιουργία ενός ψυχικά υγιούς ανθρώπου. Προς το σκοπό αυτό δίνει τις βασικές συνιστώσες της “Υγιούς Κοινωνίας” μέσα στην οποία θα μπορέσει ο άνθρωπος να αναπτυχθεί ολόπλευρα(η παραγραφοποίηση δική μου).
“Ποια κοινωνία ανταποκρίνεται στο σκοπό
αυτό της ψυχικής υγείας και πρέπει να είναι η δομή μιας υγιούς κοινωνίας;
Πρώτα από όλα μια κοινωνία στην οποία κανένας άνθρωπος δεν αποτελεί μέσο για την επίτευξη των σκοπών ενός άλλου, αλλά πάντα και χωρίς καμιά εξαίρεση είναι ο ίδιος ο άνθρωπος σκοπός.
Μια κοινωνία, δηλαδή, όπου κανείς δε χρησιμοποίησε ούτε χρησιμοποιεί τον εαυτό του, για σκοπούς που δεν είναι οι σκοποί που αποβλέπουν στο ξεδίπλωμα των δικών του ανθρώπινων δυνάμεων.
Μία κοινωνία, όπου ο άνθρωπος είναι το κέντρο και όπου όλες οι οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητες υποτάσσονται στο σκοπό της ανάπτυξής του.
Μία υγιής κοινωνία είναι η κοινωνία στην οποία ιδιότητες όπως απληστία, εκμεταλλευτικότητα, αρπακτικότητα, ναρκισσισμός, δεν υπάρχει δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν για το μεγαλύτερο υλικό κέρδος ή για την προώθηση του προσωπικού γοήτρου ενός ατόμου.
Μία κοινωνία στην οποία το να ενεργεί κανείς σύμφωνα με τη συνείδησή του θεωρείται σαν θεμελιώδης και απαραίτητη ιδιότητα και όπου ο καιροσκοπισμός και η έλλειψη αρχών χαρακτηρίζονται ως στοιχεία μη κοινωνικά.
Μία κοινωνία όπου το άτομο ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές υποθέσεις, έτσι που οι υποθέσεις αυτές να γίνονται προσωπικές υποθέσεις, όπου η σχέση του με τον συνάνθρωπό του δεν διαχωρίζεται από τη σχέση του στον ιδιωτικό τομέα.
Ακόμη, μία υγιής κοινωνία είναι η κοινωνία που επιτρέπει να ενεργεί μέσα σε εφικτές και προσιτές διαστάσεις και να είναι ένας δραστήριος και υπεύθυνος παράγοντας στη ζωή της κοινωνίας, καθώς και κυρίαρχος της δικής του ζωής. Είναι η κοινωνία όπου αναπτύσσεται παραπέρα η ανθρώπινη αλληλεγγύη και που όχι μόνο επιτρέπει, αλλά παροτρύνει τα μέλη της να συνδέονται μεταξύ τους με αγάπη.
Μία υγιής κοινωνία που προωθεί την παραγωγική δραστηριότητα του καθενός στην εργασία του, παροτρύνει την ανάπτυξη της λογικής και δίνει τη δυνατότητα στο0ν άνθρωπο να δώσει έκφραση στις εσωτερικές ανάγκες του στον τομέα της συλλογικής τέχνης και των συλλογικών τελετών”.
Να, λοιπόν, που ο Καπιταλισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με την μέγιστη κατανάλωση που τρέφει το αιώνιο βυζανιάρικο, τον Homo Consumens.
Ένας Καπιταλισμός που η ελευθερία δεν θα ξοδεύεται ως δικαίωμα στην κατανάλωση και στην συσσώρευση υλικού πλούτου, αλλά στο ξόδεμα της ψυχής για τον συνάνθρωπό μας και για το κοινωνικό όφελος. Γιατί κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ελεύθερος μέσα σε μία κοινωνία εξαρτημένων ατόμων. Κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος μέσα στη δυστυχία των άλλων.
Άτομο και κοινωνία οφείλουν να βαδίζουν παράλληλα και σε μία σχέση αλληλεπίδρασης, αφού σύμφωνα και με τον Μαρξ ο άνθρωπος είναι “το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων”.
Εξάλλου ο Μάρκος Αυρήλιος το είπε καθαρά:
“Το τω σμήνη μη συμφέρον ουδέ τη μελίσση” (Ό,τι δεν συμφέρει το μελίσσι δεν συμφέρει και τη μέλισσα ή ό,τι είναι κακό για το μελίσσι είναι κακό και τη μέλισσα).
ΠΗΓΗ: Blog, “ΙΔΕΟπολις”, Ηλία Γιαννακόπουλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου