Να διαβάζω ή να γράφω; Μία σχέση διαζευκτική ή συμπληρωματική;
*Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"
**Σκέψεις και ενστάσεις πάνω σε μία θέση του Έκο
«Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτό που ξέρεις ήδη» (Ουμπέρτο Έκο).
Πολλοί είναι αυτοί που διερωτώνται αν η γραφή ενός κειμένου βρίσκεται σε μία διαζευκτική σχέση με την ανάγνωση ενός κειμένου ή βιβλίου. Στο ερώτημα αυτό μερικοί προσθέτουν και τον “πλούτο” που προσπορίζει το υποκείμενο τόσο από τη γραφή όσο και από την ανάγνωση.
Μία άλλη παράμετρος της διαμάχης ανάμεσα σε αυτούς που εκθειάζουν την ανάγνωση και σε αυτούς που προκρίνουν ασυζητητί την γραφή είναι και αυτή του χαρακτήρα του ανθρώπου. Σε τι, δηλαδή, στοχεύει ο αναγνώστης και σε τι ο “γράφων”. Ποιον τύπο ανθρώπου ενσωματώνει η ανάγνωση και ποιον η γραφή;
Το “Πες μου τι διαβάζεις να σου πω ποιος είσαι” ή το “Πες μου γιατί ή τι γράφεις να σου πω ποιος είσαι” σίγουρα κρύβουν μία υπόρρητη αλήθεια που πολλές φορές την αποφεύγουμε ή την ξορκίζουμε ως κάτι ενοχλητικό. Τόσο, λοιπόν, η ανάγνωση όσο και η γραφή αποτελούν δομικά στοιχεία της ταυτότητάς μας, αφού μέσα από αυτές τις δύο λειτουργίες διαμορφώνεται το εσωτερικό μας είναι(πνευματικό, ψυχικό, κοινωνικό…).
Αν, ωστόσο, μπούμε στον πειρασμό να αξιολογήσουμε το ρόλο της ανάγνωσης και της γραφής τόσο στην ατομική εξέλιξη όσο και στην γέννηση-πρόοδο του πολιτισμού, τότε χωρίς ενδοιασμούς τότε θα θεωρήσουμε πως οντολογικά και αξιολογικά πρότερον και ανώτερον θεωρείται η γραφή.
Κι αυτό γιατί η γραφή δεν άλλαξε μόνον την πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά σημάδεψε και τις απαρχές ανθρώπινου πολιτισμού. Μπορεί ο πολιτισμός να είχε ως αφετηρία το πρώτο εργαλείο από πέτρα ή την εφεύρεση του τροχού, αλλά το μεγάλο άλμα επιτεύχθηκε με την εφεύρεση των γραμμάτων και κατ’ ακολουθία της γραφής.
Πάντοτε ο άνθρωπος στην ιστορική του διαδρομή ένιωθε την ανάγκη όχι μόνον να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο αλλά ταυτόχρονα να δώσει σχήμα στις σκόρπιες σκέψεις του και στα έντονα συναισθήματά του. Αυτήν την ανάγκη αρχικά την κάλυψε με τα σχέδια του στα σπήλαια και στους βράχους. Οι γραφικές αναπαραστάσεις, τα εικονογραφήματα και τα σκαλισμένα σχέδια ήταν οι προπομποί της γραφής.
«Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος κειμένων προφορικών και γραπτών» (Barthes)
Με τη γραφή που είναι η αναπαράσταση της γλώσσας με τη χρήση λεκτικών συμβόλων ο άνθρωπος δεν αποθήκευσε μόνον τις εμπειρίες και τα βιώματά του αλλά δημιούργησε και κατέγραψε τους μύθους, την ιστορία, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Έτσι τα κείμενα ως προϊόντα της γραφής λειτούργησαν και ως κοινωνικός ιστός αλλά και ως θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η φυλετική και αργότερα η εθνική συνείδηση.
“Αν δεν γνωρίζεις τα δέντρα, μπορεί να χάσεις τον δάσος, μα εάν δεν γνωρίζεις τις ιστορίες, μπορείς να χάσεις τον δρόμο σου στη ζωή” (Σιβηριανός γέροντας).
Η ανάγνωση καλλιεργήθηκε αργότερα και αποτέλεσε το όχημα για τον πνευματικό πλούτο των ανθρώπων. Η γνώση έπαψε πλέον να είναι προνόμιο των λίγων και λειτούργησε ως πυροκροτητής της κοινωνικής εξέλιξης. Τη σχέση γραφής και ανάγνωσης τη διευκόλυνε και την εμπλούτισε καταλυτικά το βιβλίο που έμελλε μέχρι και σήμερα να αποτελεί το κορυφαίο πνευματικό δημιούργημα.
“Ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σε ένα βιβλίο” (Μαλαρμέ).
Μπορεί οι αρχαίοι Έλληνες να είχαν μία περίεργη άποψη για τον γραπτό λόγο, αλλά ο κόσμος βάδισε μπροστά και με ταχύτητα με τα κείμενα. Η προτίμησή τους στον προφορικό λόγο δεν πείθει και τόσο γιατί η ανθρωπότητα “μορφώθηκε” αιώνες τώρα με τα κείμενα που διασώθηκαν. Τι θα ήταν η φιλοσοφία σήμερα αν ο Πλάτων δεν διέσωζε με τα κείμενά του τη διδασκαλία του Σωκράτη;
Πόσο φτωχός θα ήταν ο κόσμος σήμερα χωρίς την γραπτή μορφή των Ομηρικών Επών και της Αγίας Γραφής; Γι αυτό αιώνες τώρα μένει αναπάντητο το ερώτημα για την αιτία που τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Χριστός δεν άφησαν κανένα γραπτό κείμενο. Κανείς φυσικά δεν γνωρίζει και πόσο καλοί αναγνώστες ήταν και ποια η προτίμησή τους σε κείμενα.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ή να μην αντιληφθεί την αξία της ανάγνωσης όπως την οριοθέτησε ο Έκο. Σίγουρα η ανάγνωση μας φέρνει σε επαφή με την πηγή της γνώσης και μας καθιστά κοινωνούς της σκέψης, των εμπειριών, των βιωμάτων, των προτάσεων και των συναισθημάτων ανθρώπων που είχαν το χάρισμα της γραφής.
Ωστόσο η γραφή δεν σε καθιστά υποχρεωτικά ημιμαθή ή νάρκισσο όταν ο συγγραφέας αρκείται μόνο στη γραφή (σύμφωνα με τα υπονοούμενα του Έκο). Τουναντίον η γραφή σε φέρνει σε επαφή με χιλιάδες αναγνώστες.
Αντίθετα η ανάγνωση είναι μία ατομική και μοναχική υπόθεση, ενώ η γραφή συνιστά μία κοινωνική πράξη αφού το κείμενο απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους.
Η ανάγνωση δεν προϋποθέτει πειθαρχία ή αγωνία από την κρίση των άλλων. Αντίθετα η γραφή προϋποθέτει την πειθαρχία του συγγραφέα που άγχεται αν το προϊόν του μπορεί να γίνει αντιληπτό και αρεστό στους χιλιάδες δέκτες-αναγνώστες του.
Ο αναγνώστης δεν κρίνεται από κανέναν και ούτε απολογείται σε κανέναν. Αντίθετα ο συγγραφέας νιώθει μόνιμα ότι βρίσκεται στο στόχαστρο της αυστηρής κριτικής των αναγνωστών του και αισθάνεται μόνιμα απολογούμενος για τα κείμενά του.
Στην ιστορία είδαμε να καίγονται βιβλία ή και να αφορίζονται οι συγγραφείς. Κάτι παρόμοιο ποτέ δεν είδαμε για τους αναγνώστες εκτός κάποιων εξαιρετικών περιπτώσεων (index…).
Η σύντομη αυτή αναφορά-σύγκριση της ανάγνωσης με την γραφή δεν στοχεύει στην αποδόμηση της θέσης του Έκο, αλλά να αποδώσουμε την αξιολογική διαφορά τους.
Αυτό, όμως, που καταδεικνύει περίτρανα την ανωτερότητα της γραφής έναντι της ανάγνωσης είναι το γεγονός πως η ανάγνωση προϋποθέτει αναγκαστικά την γραφή - κείμενο, χωρίς να ισχύει και το αντίθετο.
Αναγνώστες υπάρχουν πολλοί, εκατομμύρια... Συγγραφείς λίγοι.
Οι συγγραφείς (δημιουργοί κειμένων) λειτουργούν και ως αναγνώστες. Πόσοι, όμως, αναγνώστες στη ζωή τους άφησαν ως παρακαταθήκη έστω και ένα κείμενο ή μία τουλάχιστον παράγραφο που φιλοδοξεί να βρει αναγνώστες;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι και ο ομολογία-αποδοχή της ανωτερότητας της γραφής έναντι της ανάγνωσης ως ανθρώπινων λειτουργιών.
Η «Γραφή» είναι το τελευταίο στάδιο μετά το «Λόγο», τη «Γλώσσα» (λέξη – έννοια), το αποτύπωμα μιας διαδικασίας σύμφωνα με το Παρμενίδειο: ΕΙΝΑΙ – ΝΟΕΙΝ – ΛΕΓΕΙΝ – ΓΡΑΦΕΙΝ. Το τελευταίο συνιστά και το κορυφαίο στάδιο γιατί όλα τα προηγούμενα είναι η πρώτη ύλη που χρειάζεται την κατάλληλη επεξεργασία για να μορφοποιηθεί σε κάτι που θα αρέσει ως μορφή και περιεχόμενο. Κι αυτό γιατί οι άτακτες σκέψεις πρέπει να γίνουν ένα σώμα με αρχή, μέση και τέλος.
Ωστόσο η Γραφή απαιτεί αυστηρή πειθαρχία και συνθετική ικανότητα στο βαθμό που το παραγόμενο κείμενο πρέπει να συνθέτει τα επί μέρους χωρίς να χάνεται η αλληλουχία, η συνοχή και η ενότητα ως όλον. Μία άλλη ιδιαιτερότητα της γραφής είναι κι αυτή που σχετίζεται με την σαφήνεια και την καθαρότητα τόσο της βασικής ιδέας όσο και του κεντρικού νοήματος που αναδύεται μέσα από ένα κείμενο.
Το ταξίδι, λοιπόν, της γραφής από τη σύλληψη της ιδέας (ερέθισμα) μέχρι τον τελευταίο σταθμό συνιστά μία άκρως δημιουργική ενασχόληση και απαιτεί τη συνεργασία όλων των δυνάμεων του ανθρώπου – δημιουργού. Δυνάμεις που αντανακλούν την πνευματική οξύτητα, την ψυχοσυναισθηματική ευαισθησία – ισορροπία, τον κοινωνικό προβληματισμό, την ηθική αρτιότητα και την δύναμη του σώματος να τα συνθέτει όλα αυτά χωρίς να υποχωρεί στην κόπωση. Ένα ταξίδι γοητευτικό με συνεπιβάτες τις ιδέες, τις λέξεις και την τεχνική.
Το άλλο ερώτημα «γιατί γράφω» θα μείνει για πάντα αναπάντητο…
«Nulla dies sine linea» (Απελλής, Αρχαίος ζωγράφος, «Ούτε μέρα χωρίς γραμμή»).
Χωρίς διάθεση αντιπερισπασμού στην εισαγωγική άποψη του Έκο και με μία αυθαίρετη-αλλά καλών προθέσεων διασκευή της- θα μπορούσαμε να αντιπροτείνουμε το:
“Μου είναι αρκετό που μπορώ και γράφω, γιατί έτσι ελέγχω τι γνωρίζω και πως αυτό που γνωρίζω μπορώ να το κάνω με τη βοήθεια της γραφής μου δώρο στους άλλους-αναγνώστες”
Άρα διασκευάζοντας τη θέση του Μαλαρμέ θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως:
"Η "Ανάγνωση" υπάρχει για να καταλήξει στη "Γραφή"
*Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Η
Ας φανταστούμε πόσο "φτωχός" θα ήταν ο κόσμος σήμερα αν ο Όμηρος υπήρξε μόνον αναγνώστης του Τρωικού πολέμου και δεν έγραφε την Ιλιάδα, αν Σοφοκλής υπήρξε μόνον αναγνώστης του Θηβαϊκού μύθου και δεν έγραφε τον "Οιδίποδα Τύραννο" και στη συνέχεια ο Φρόιντ να έμεινε μόνο στην ανάγνωση της τραγωδίας χωρίς την ανάπτυξη της θεωρίας του για το "Οιδίποδα σύμπλεγμα", αν ο Θουκυδίδης έμεινε μόνον αναγνώστης των πληροφοριών των γεγονότων του Πελ/κού πολέμου χωρίς να συγγράψει την Ιστορία του. Πόσο φτωχοί θα ήταν οι Ιστορικοί και οι διεθνολόγοι χωρίς τον "Διάλογο Μηλίων και Αθηναίων". Πόσο φτωχή θα ήταν η ποίηση αν ο Καβάφης διάβαζε μόνον την Οδύσσεια χωρίς να γράψει την "Ιθάκη" του. Πόσο φτωχή θα ήταν η ποίηση και η εθνική μας συνείδηση αν ο Ελύτης δεν παρέδιδε σε γραπτό λόγο τα βιώματα και τις εμπειρίες του από το Αλβανικό μέτωπο στο εμβληματικό του ποίημα "'Αξιον Εστί". Πόσο τέλος φτωχός θα ήταν ο κόσμος μας αν ο Όργουελ δεν μας παρέδιδε σε κείμενο("1984") τους μηχανισμούς της εξουσίας που στοχεύουν στην παραπληροφόρηση και στην ποδηγέτηση της κοινής γνώμης...
Όλα αυτά αισθητοποιούν το αξιολογικά υπέρτερον της γραφής έναντι της ανάγνωσης...Ίσως ο Έκο κάτι άλλο θα ήθελε να πει με το "Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω..."
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου