Το απλανές βλέμμα του Κόρακα

            *Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"

                  & Από το “Κορακοζώητοι” στα “Κορακίστικα”

         "Όταν ασπρίσει ο κόρακας / να γίνει περιστέρι / τότες θα γίνω κι εγώ νιος / να βρω καινούριο ταίρι" ("Όταν ασπρίσει ο κόρακας", παραδοσιακό τραγούδι)

                    Ποιος μπορεί να μπει στο βλέμμα του Kόρακα και να διαβάσει τη Σκέψη του (φωτογραφία). Μία Σκέψη που κυριαρχείται από ένα αδιόρατο και υπόρρητο Ερώτημα.

                Τι είναι αυτό που τον προβληματίζει  ή και τον φοβίζει πριν πετάξει; Η θέση που βρίσκεται ή η θέση-κορυφή του απέναντι δέντρου; Στην τόση ηρεμία του και στη στοχαστική του στάση και αναμονή φωλιάζει ίσως ο έντονος προβληματισμός του ή και η βαθιά του ανησυχία αν πρέπει να τολμήσει το επόμενο πέταγμά του για την απέναντι κορυφή.
              Ίσως κάποιος θα μπορούσε να πει πως το βλέμμα του κόρακα υποκρύπτει και ένα συναίσθημα δύναμης, ασφάλειας ή και κυριαρχίας στα δύσβατα και χιονισμένα βουνά. Στη μοναχικότητά του αυτό που του λείπει δεν είναι η σύντροφός του, αλλά η τροφή του αφού όλα τα σκεπάζει το χιόνι.
                Η αγαπημένη του τροφή είναι τα διάφορα πτώματα ζώων που τώρα πάνω στα χιονισμένα βουνά ίσως να κρύφτηκαν από το βαθύ στρώμα χιονιού. Δεν ανησυχεί, όμως, γιατί η Φύση τού προίκισε με μία παροιμιώδη "πνευματική ικανότητα" στην επίλυση τέτοιων προβλημάτων. Θεωρείται, δηλαδή, από τα πιο έξυπνα πουλιά στην επίλυση-παράκαμψη προβλημάτων που σχετίζονται με την ανεύρεση τροφής.  

                        
             Για την ικανότητά του αυτή υπάρχουν πολλοί μύθοι που επικυρώνουν την επινοητικότητα του κόρακα. Η Φύση μερίμνησε γι αυτό αφού ο κόρακας ως σαρκοφάγο  πρέπει να ικανοποιεί στο απόλυτο τη λαιμαργία του λόγω του παμφάγου και αδηφάγου χαρακτήρα του. Η πρόνοια της φύσης στην περίπτωση του κόρακα επικυρώνει πανηγυρικά τον Πρωταγόρα με το γνωστό μύθο με πρωταγωνιστές τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα.
                 Ίσως, όμως, κάποιοι αντιτείνουν πως όλα τα παραπάνω για τον κόρακα κινούνται στο χώρο του πιθανού, του υποθετικού ή και του "κατασκευασμένου μύθου", αφού η επιστήμη δεν αποφάνθηκε ακόμη με πειστικότητα για την ύπαρξη λογικής ή συναισθήματος στο ζωικό βασίλειο.

               Αν είναι, όμως, έτσι πώς μπορούμε να μιλάμε για το "απλανές βλέμμα" του κόρακα που ατενίζει με εμφανή στωικότητα όσα προβλήματα του προκαλεί ο χιονιάς του βουνού; Πώς μπορούμε να μιλάμε για το "ελεύθερο πνεύμα" του κόρακα και για το δεσποτικό του ύφος;
            Ίσως θα χρειαζόταν η πλούσια φαντασία ενός ζωγράφου για να αποδώσει την μοναδικού κάλλους χρωματική αντίθεση ανάμεσα στο μαύρο χρώμα του κόρακα και στο άσπρο των χιονισμένων δέντρων του ολόλευκου βουνού. Ίσως θα χρειαζόταν η φαντασία και η τεχνική ενός σκηνοθέτη ή και ενός σκηνογράφου για να δοθεί με πιστότητα και αισθητική τόσο το απλανές και μετέωρο βλέμμα του κόρακα όσο και το χιονισμένο τοπίο που συνθέτουν μία μοναδική σε νόημα ενότητα της χλωρίδας και της πανίδας.

 

              Ο Κόρακας, αν και το μαύρο χρώμα του φοβίζει κάποιους προληπτικούς και η φωνή του δεν εμπνέει, ήταν στην αρχαιότητα το ιερό πουλί του θεού Απόλλωνα. Στον Μεσαίωνα το κοράκι το χρησιμοποιούσαν οι ιππότες ως   φύλακα στο βαθμό που είχαν επισημάνει σε αυτό τις ικανότητές του στην επίλυση κάποιων προβλημάτων που σχετίζονται με την τροφή του.

                 Ο Κόρακας ή αλλιώς το κοράκι κατέχει σημαντική θέση στην ελληνική λαϊκή παράδοση κι αυτό είτε λόγω της προτίμησής του στα νεκρά πτώματα κατοικίδιων ζώων, είτε λόγω του έντονου μαύρου και στιλπνού χρώματός του.

                 Ειδικότερα ο κόρακας έδωσε το όνομά του στους ιδιοκτήτες και υπαλλήλους των γραφείων τελετών. Η λέξη “κοράκια” παραπέμπει σε μία  επαγγελματική ομάδα ανθρώπων, τους γνωστούς «νεκροθάφτες». Οι αναλογίες είναι αυτονόητες αφού τόσο τα κοράκια (πουλιά) όσο και οι ιδιοκτήτες-υπάλληλοι των γραφείων τελετών “τρέφονται” από τα πτώματα.

                  Τελευταία χρόνια ο όρος “κοράκια” χαρακτηρίζει και όλους εκείνους (τράπεζες…) που εκμεταλλευόμενοι κάποιες οικονομικές δυσχέρειες των δανειοληπτών  αρπάζουν τα σπίτια τους.

                  Μία άλλη χρήση λέξης που είναι δάνειο από τον κόρακα είναι και η λέξη «κορακίστικα». Κι αυτό εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του ήχου του ανατριχιαστικού κρωγμού του πουλιού και υποδηλώνει το  ακατανόητο, το ακατάληπτο και χωρίς λογικό ειρμό ομιλία-λόγο κάποιου(«κορακιστί φθέγγεσθε”/αυτά σε μένα φαίνονται κορακίστικα).

                  Το όνομα του Κόρακα (corvus  corax στα λατινικά) εμπλούτισε επίσης τη  γλώσσα μας με τις γνωστές φράσεις, όπως: «Κοράκιασα» (δίψασα πολύ ), «κόρακας  κοράκου μάτι δεν βγάζει / corvus oculum corvi non eruit» που υποδηλώνει την αλληλεγγύη μεταξύ ανήθικων και φαύλων ανθρώπων ή ακόμη και η υβριστική αποστροφή «άμε στον κόρακα / άντε πήγαινε στον κόρακα» που παραπέμπει στο υβριστικό «άει στο διάβολο!» ή ακόμη και στο αρχαίο «άπιθι εις κόρακας».

          «-Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; - Όσο πάνε και μαυρίζουν» / «Του κόρακα το αυγό δεν κάνει περιστέρι»

            Το κατάμαυρο χρώμα του έδωσε και το «κορακίσιο χρώμα» ή και το «όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι» που υποδηλώνει αυτό που δεν είναι εφικτό/αυτό που αποκλείεται να αλλάξει.

               Γνωστές είναι και κάποιες αρχαίες παροιμίες, όπως: «Εκ στόματος κόρακος εξελεύσεται “κρα”», «Κρείσσον εις κόρακας ή εις κόλακας εμπεσείν», «Ες κόρακας = άμε στον κόρακα»

 

          Η παρουσία του κόρακα με τα σχετικά σημαινόμενα είναι έντονη στο κλέφτικο τραγούδι “Ο Κόρακας” όσο και σε ένα αντάρτικο τραγούδι, το «Μαύρα κοράκια»:

             «Τ΄έχεις καημένε Κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις; / Μήνα διψάς για αίματα, μήνα πεινάς για λέσια;» (Κόρακας = Παρωνύμιο κλέφτη του 1830)

          “Μαύρα κοράκια με νύχια / γαμψά / Πέσανε πάνω στην / εργατιά. Άγρια κράζουν, για αίμα / διψούν…”          

               Η πιο γνωστή, βέβαια, φράση είναι αυτή που φέρεται ότι εκστόμισε ο αρχαίος δικαστής μετά τη διαμάχη-διαφωνία μεταξύ του αρχαίου ρητοροδιδασκάλου  Κόρακα (δασκάλου) και του μαθητή του Τεισία που μπέρδεψε τους δικαστές.

                                 “Εκ κακού κόρακος κακόν ωόν”

                Δεν ξέρω αν άλλο ζώο ή πουλί έχουν εμπλουτίσει με το όνομά τους τόσο πολύ τη γλώσσα μας και τη λαϊκή μας παράδοση όσο ο Κόρακας.

                 Να, λοιπόν, τι μπορεί να σκεφτεί και να μάθει κάποιος από μία φωτογραφία-εικόνα που τυχαία είδα σε κάποια περιοχή της ελληνικής υπαίθρου όπου το χιόνι σκέπασε τα βουνά μας.

 

               Εν τω μεταξύ εμείς και λόγω της έλευσης του νέου χρόνου αντί για “χρόνια πολλά” και μακροημέρευση  ας ευχηθούμε όλοι να είμαστε “Κορακοζώητοι”, αφού το κοράκι χαρακτηρίζεται και για την μακροβιότητά του.


            

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...