Το δάκρυ και η “Ύβρις” του Ξέρξη

       *Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"

        *Μία περιδιάβαση στην ιστορία του Ηροδότου και στην τραγωδία του Αισχύλου “ΠΕΡΣΑΙ”

         α. «ενθαύτα ο Ξέρξης εωυτόν εμακάρισε, μετά δε τούτω εδάκρυσε…». (Ηρόδοτος)

      β. «Ξέρξης ενετέλλετο δε ων ραπίζοντας λέγειν βάρβαρά τε και ατάσθαλα. “Ω πικρόν ύδωρ, δεσπότης τοι δίκην επιτεθεί τήνδε ότι μιν ηδίκησας ουδέν προς εκείνου άδικον παθόν“ » (Κι ο Ξέρξης έδινε εντολή, την ώρα που τον μαστίγωναν, να του λένε λόγια βάρβαρα και αθεόφοβα. «Πικροθάλασσα, ο αφέντης μας σε τιμωρεί με αυτόν τον άδικο τρόπο για το άδικο που του έκανες, ενώ εκείνος δε σου έχει κάνει κανένα κακό, Ηρόδοτος, 7,35,2).   

        γ. “Ως ουχ υπέρφευ θνητόν όντα χρη φρονείν. / ύβρις γαρ εξανθούσ’ εκάρπωσεν στάχυν / άτης, όθεν πάγκλαυτον εξαμά θέρος.” (Πως ο θνητός δεν πρέπει / πέρα από το μέτρο να ΄χει περηφάνια. / Όταν ανθίζει η ύβρις, μεστώνει το στάχυ της πλάνης από όπου/πολύκλαυτους καρπούς τρυγάει, Αισχύλος. «Πέρσαι», 814-816)

                Να, λοιπόν, που και οι βασιλιάδες, ακόμη και οι  πιο ισχυροί και οι πιο δοξασμένοι από αυτούς, έχουν κι αυτοί τις δικές τους ανθρώπινες στιγμές. Η οργή, ο φόβος, η αλαζονεία, η ματαιοδοξία, ο παραλογισμός, η συγκίνηση και το δάκρυ φαίνεται να είναι ο κοινός τόπος όλων των ανθρώπων, ακόμη και των βασιλέων.

       Ο άνθρωπος-βασιλιάς Ξέρξης στην  ιστορική αφήγηση και στην Ποίηση (Τραγωδία)

           Η παραπάνω θέση δεν συνιστά μία υποκειμενική διαπίστωση, αλλά μία διαπιστωμένη πραγματικότητα, όπως αυτή αναδύεται μέσα από την ιστορική αφήγηση και την ποιητική γραφή του Ηρόδοτου (απόσπασμα α, β) και του Αισχύλου (απόσπασμα γ). 

            Βέβαια κάποιοι θα αντιτείνουν πως μιλώντας για τον άνθρωπο και για τις ανθρώπινες στιγμές των αρχόντων-βασιλέων, ως ιστορικών υποκειμένων, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Κι αυτό γιατί οι μεν ποιητές παρουσιάζουν τα πράγματα και τις ανθρώπινες συμπεριφορές  ως πιθανά κι  επενδυμένα με  το μυθικό στοιχείο.

            Από την άλλη πλευρά οι ιστορικοί εξαντλούνται σε ιστορικές διαπιστώσεις και σε συντελεσμένες καταστάσεις-γεγονότα και όχι σε εικασίες.

             Ο ποιητής, δηλαδή, παρουσιάζει τα γεγονότα, τις πράξεις, τις σκέψεις και συναισθήματα των ανθρώπων σύμφωνα με το αριστoτελικό “εικός και αναγκαίον”. Να φαίνονται, δηλαδή, όλα αληθοφανή.

       Ο ιστορικός, ακόμη κι αν παρασύρεται από την υποκειμενικότητά του, δεν παύει να περιγράφει ένα γεγονός που  στοιχειοθετείται από άλλα γεγονότα που αναδεικνύουν την αλήθεια του.

           Με άλλα λόγια οι Ιστορικοί περιγράφουν και καταγράφουν αυτά που συνέβησαν (γεγονότα), ενώ οι Ποιητές όσα πιθανόν μπορεί να συνέβησαν ή όσα πιθανόν μπορούν να συμβούν.

         Ωστόσο και παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις ενός συμβάντος (συντελεσμένου ή πιθανού) Ποιητές και Ιστορικοί στοχεύουν τόσο στην πληροφόρηση όσο και στην πρόκληση συγκινήσεων. Απώτατος στόχος, όμως, δεν είναι μόνον η αισθητική καλλιέργεια των αναγνωστών αλλά και η διδαχή-φρονηματισμός τους.

            Η αφετηρία, η τεχνική και το υλικό τους μπορεί να είναι διαφορετικά, αλλά ο στόχος είναι ο ίδιος ή περίπου ο ίδιος.

             Όλες οι παραπάνω εισαγωγικές σκέψεις και θέσεις κρίθηκαν αναγκαίες για να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει και να ερμηνεύσει σωστά την ψυχοδομή και τη συμπεριφορά του Ξέρξη, ως ενός αντιπροσωπευτικού τύπου του διαχρονικού ανθρώπου που κυριευμένος από την αλαζονεία (Ύβρις) οδηγείται στην καταστροφή- πτώση (Τίσις).

               Αφετηρία και συνοδοιπόρος σε αυτήν την  διαδρομή-ανάλυση ο ιστορικός Ηρόδοτος και ο ποιητής Αισχύλος.

                                        Η Ύβρις του Ξέρξη

            Ο Ξέρξης παρασυρμένος από ένα όνειρο που υπηρετούσε και δικαιολογούσε την επιθετικότητά του για την Ελλάδα επιχείρησε την μεγάλη εκστρατεία εναντίον της με έναν “ανίκητο” και πολυπληθή στρατό του 1.7000.000 στρατιωτών. Παρά τις εισηγήσεις κάποιων “λογικών” Περσών και τις πληροφορίες - νουθεσίες κάποιων Ελλήνων που είχαν καταφύγει στην αυλή του (Δημάρατος) για τις δυσκολίες της εκστρατείας, αυτός επέμεινε παγιδευμένος στα δίχτυα της Άτης από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, όπως επισήμανε και ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι»:

         “Φιλόφρων γαρ ποτισαίνουσα / το πρώτον παράγει / βροτόν εις άρκυας Άτα, / τόθεν ουκ έστιν υπέρ θνατόν / αλύξαντα φυγείν» (γιατί με γλυκόλογα / καλοπιάνοντας η Άτη τον άνθρωπο / παρασέρνει στα δίχτυα της, / κι από κει να ξεμπλέξει δεν είναι / μπορετό για κανέναν).

             Η πρώτη επιβεβαίωση-μήνυμα της Άτης ήταν η αποτυχημένη προσπάθεια του Ξέρξη να διαβεί τον Ελλήσποντο. Εκεί τα νερά-θάλασσα κατέστρεψαν τις γέφυρες και χάθηκε μεγάλο τμήμα του στρατού και του στόλου του αλαζόνα Ξέρξη. Τότε ήταν που ο Ξέρξης θολωμένος από την Άτη διαπράττει την πρώτη Ύβριν με τη διαταγή του να τιμωρήσει-μαστιγώσει τη θάλασσα. Σχετικά ο Ηρόδοτος γράφει:

            «Κι όταν το έμαθε ο Ξέρξης, αγανάχτησε και διέταξε να μαστιγώσουν τον Ελλήσποντο τριακόσιες φορές και να ρίξουν στ ανοιχτά ένα ζευγάρι χειροπέδες· άκουσα επίσης πως πέρ απ αυτά έστειλε στιγματιστές για να του χαράξουν στίγματα. [7.35.2] Κι έδινε εντολή, την ώρα που τον μαστίγωναν, να του λένε λόγια βάρβαρα και αθεόφοβα: «Πικροθάλασσα, ο αφέντης μας σε τιμωρεί μ αυτό τον τρόπο για το άδικο που του έκανες, ενώ εκείνος δε σου έχει κάνει κανένα κακό. Αλλά ο βασιλιάς Ξέρξης, θέλεις δε θέλεις, θα σε διαβεί· και μ όλο τους το δίκιο οι άνθρωποι, κανείς τους, δε σου προσφέρουν θυσίες, έτσι αρμυρό και θολό ποτάμι που είσαι». [7.35.3]

           Η παραπάνω σκηνή-ιστορική αναφορά του Ηροδότου αισθητοποιεί το μέγεθος της κενότητας και της αλαζονείας των αφιλοσόφητων και υβριστών αρχόντων και ηγεμονίσκων του κόσμου.

               Η δεύτερη Ύβρις του Ξέρξη διαπράττεται στο διάλογό του με τον Δημάρατο, όταν ειρωνεύτηκε την περιγραφή του για το ήθος και το φιλελεύθερον των Ελλήνων. Σχετικά ο Ηρόδοτος γράφει για τη σκηνή αυτή:

              «Δημάρατε…Τώρα λοιπόν απάντησέ μου σ' αυτό το ερώτημα:  Θα τολμήσουν οι Έλληνες  να σηκώσουν χέρι εναντίον μου και να μου αντισταθούν; Γιατί, όπως εγώ πιστεύω, κι αν ακόμη όλοι οι Έλληνες και οι υπόλοιποι λαοί που κατοικούν δυτικότερα ένωναν τις δυνάμεις τους, δε θα 'ναι σε θέση ν' αντιμετωπίσουν την επίθεσή μου, μια και δεν είναι μονοιασμένοι. Θέλω όμως ν' ακούσω ποια γνώμη έχεις κι εσύ γι' αυτούς».

           Ο Δημάρατος με τη συγκατάθεση και την προτροπή του Ξέρξη να πει άφοβα κι ελεύθερα την αλήθεια απάντησε υμνώντας το Ήθος των Ελλήνων:

         «Βασιλιά μου, επειδή η προσταγή σου είναι να σου πω οπωσδήποτε την αλήθεια, μιλώντας έτσι ώστε ο συνομιλητής σου να μην πιαστεί αργότερα ψεύτης, η Ελλάδα παλαιόθεν και ως τώρα ζει συντροφιά με την Πενία, αλλά εφοδιάστηκε με αρετή, που κερδήθηκε με τη σοφία και τον κυρίαρχο νόμο· οπλισμένη μ' αυτήν η Ελλάδα αγωνίζεται εναντίον της Πενίας και του δεσποτισμού».

             “…τῇ ῾Ελλάδι πενίη μὲν αἰεί κοτε σύντροφός ἐστι, ἀρετὴ δὲ ἔπακτός ἐστι,
ἀπό τε σοφίης κατεργασμένη καὶ νόμου ἰσχυροῦ· τῇ διαχρεωμένη ἡ ῾Ελλὰς

τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν  δεσποσύνην”.

           Ακούγοντας ο Ξέρξης το παραπάνω δοξαστικό του Δημάρατου για τους Έλληνες ξαφνιάστηκε, θύμωσε και είπε ειρωνικά, όπως μας παραδίδει ο Ηρόδοτος:

         «Δημάρατε, τι λόγια είν' αυτά που είπες, χίλιοι άντρες     να χτυπηθούν με τόσο μεγάλο στρατό! …Αλλά αν, με τη δύναμη και το ανάστημα που έχετε εσύ κι εκείνοι από τους Έλληνες που σχετίζονται μαζί μου, καυχησιολογείτε σε τέτοιο βαθμό, πρόσεξε μήπως τα λόγια που έχεις πει είναι κούφια κομπορρημοσύνη».

           Τότε ο Δημάρατος του ανταπάντησε υπενθυμίζοντας μία αλήθεια για το ήθος των Ελλήνων και περισσότερο των Σπαρτιατών:

           «Γιατί είναι βέβαια ελεύθεροι, όμως  η ελευθερία τους δεν είναι απόλυτη· γιατί πάνω τους στέκεται δυνάστης ο νόμος, που τον τρέμουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι δικοί σου εσένα».

           Ανάλογη είναι και η θέση που διατυπώνει ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι» σχετικά με το Ήθος και το Φρόνημα των Ελλήνων:

          «Ούτινος δούλοι κέκληνται φωτός ουδ΄ υπήκοοι» (στιχ. 238)

              Ωστόσο ο Ξέρξης αλαζόνας και παρά τις προειδοποιήσεις και τις συμβουλές του Δημάρατου συνέχισε την εκστρατεία του, νίκησε στις Θερμοπύλες (480 π.χ), αλλά υπέστη συντριπτική ήττα στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.χ) και άδοξα,  άπραγος και ταπεινωμένος γύρισε στην Περσία.

                H τιμωρία των Θεών είναι ανηλεής, όπως φαίνεται και από τα λόγια-ομολογία του Χορού στην Τραγωδία «Πέρσαι» του Αισχύλου:

        “Ωχ! ωχ!, θεοί, αναπάντεχο / μας φέρατε τρανό κακό, / ξέχωρο φανερό, το δείχν΄η Άτη” (στιχ. 979-981).

        Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό πως ολόκληρη η τραγωδία «Πέρσαι» εδράζεται στο αρχαιοελληνικό δίπολο Ύβρις-Τίσις υπενθυμίζοντας σε όλους τους “Υβριστές” (θεοβλαβούνθ΄ υπερκόπω θράσει) πως όποιος παραβιάζει τη φυσική τάξη θα υποστεί τις συνέπειες της δικαιοσύνης του Δία:

      “Ζευς τοι κολαστής των υπερκόμπων άγαν / φρονημάτων έπεστιν, εύθυνος βαρύς” ( Στέκει ο Δίας / βαρύς διακαιοκρίτης από πάνω / και τη μεγάλη υπεροψία τσακίζει, στιχ. 821-822)

                                     Το δάκρυ του Ξέρξη

             Ωστόσο και για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στον Ξέρξη και όχι τόσο ισοπεδωτικοί λόγω της αλαζονείας του θα πρέπει να δούμε και την ανθρώπινη διάστασή του στη σκηνή που στις πεδιάδες των Αβυδηνών  αντικρίζοντας τον πολυάριθμο στρατό του στον Ελλήσποντο κυριεύτηκε από δύο αντίθετα και αντιμαχόμενα συναισθήματα. Την Ευτυχία αλλά και το Φόβο, την Απογοήτευση και τη Μελαγχολία.

             Τα τρία τελευταία ήταν αυτά που φανέρωσαν το ανθρώπινο στοιχείο του Ξέρξη που η αλαζονεία του δεν μπόρεσε να καταπνίξει κι ευτυχώς φυσικά. Το Δάκρυ του Ξέρξη συμπυκνώνει όλες τις αδυναμίες και τις ανασφάλειες του ανθρώπου αλλά και όλο το μεγαλείο του αφού αυτό είναι που τον καθιστά ταπεινό και λογικό απέναντι στην αναγκαιότητα και στο αναπότρεπτον του θανάτου, ως πυρηνικού στοιχείου της συμπαντικής τάξης.

             «Ει δε Σύρος, τι το θαύμα; Μίαν, ξένε, πατρίδα κόσμον ναίομεν, / εν θνατούς πάντας έτικτε Χάος» (Μελέαγρος, Κι αν είμαι Σύρος, πού το παράδοξο; Πατρίδα μία, ξένε, μοιραζόμαστε: Τον κόσμο. Και τους θνητούς όλους εμάς, το Χάος μάς γέννησε)

               Μπορεί ο Ξέρξης να μην διάβασε τον Μελέαγρο (ποιητής του 2ου /1ου αιώνα π.χ από τα Γάδαρα της Συρίας), μπορεί να μη διάβασε τη “Θεογονία” του Ησιόδου ή άλλες Ανθρωπογονίες που εφηύρε ο ανθρώπινος πολιτισμός για να ερμηνεύσει τη δημιουργία του Κόσμου-Σύμπαντος και της θέσης του Ανθρώπου σε αυτόν.

           Σίγουρα, όμως, γνώριζε την κοινή Μοίρα όλων των ανθρώπων, όπου Γης. Μία μοίρα που δεν είναι άλλη από την περατότητα, το εφήμερο και τη θνητότητα του ανθρώπινου είδους. Την τραγική αυτή διαπίστωση-γνώση την εξέφρασε ο Ξέρξης με το δάκρυ του βλέποντας με χαρά και υπερηφάνεια τον πολυεθνικό στρατό του.

            Οδηγός και συνοδοιπόρος μας και σε αυτήν τη διαδρομή ανίχνευσης του ανθρώπινου στοιχείου στον Ξέρξη θα είναι και πάλι ο Ηρόδοτος αφού αυτός διέσωσε και περιέγραψε τη σκηνή με τον δακρυσμένο Πέρση Βασιλιά.

         Ως δε ώρα πάντα μεν τον Έλλήσποντον υπό των νεών αποκεκρυμμένον, πάσας δε τάς ακτάς και τα Αβυδηνών πεδία επίπλεα ανθρώπων, ενθαύτα ο Ξέρξης εωυτόν εμακάρισε, μετά δε τούτω εδάκρυσε” ([7.45.1] Και καθώς αντίκριζε τον Ελλήσποντο να χει σκεπαστεί εντελώς από τα καράβια και τις ακρογιαλιές και τις πεδιάδες των Αβυδηνών πέρα ώς πέρα κατάμεστες από ανθρώπους, τότε ο Ξέρξης μακάρισε τον εαυτό του, ύστερα όμως απ αυτό δάκρυσε).

            Είναι μία συγκλονιστική σκηνή που δεν απαντάται και συχνά στην ανθρώπινη ιστορία και λογοτεχνία. Ένας βασιλιάς να δακρύζει όχι από χαρά και ενθουσιασμό για την επερχόμενη και βέβαιη νίκη του, αλλά για το μέλλον των στρατιωτών του (1.700.000) μετά από 100 χρόνια.

           Ίσως-ίσως να σκέφτηκε πως κι αυτός θα έχει την ίδια μοίρα με τους στρατιώτες του ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εκστρατείας του. Ίσως-ίσως να ήταν η πρώτη διαπίστωση-έκφραση της ασημαντότητας τόσο του ανθρώπινου γένους όσο και της ματαιότητας των ανθρώπινων επιτευγμάτων μπροστά στους ανηλεούς νόμους του σύμπαντος (θάνατος).

         Ωστόσο αυτή η αντίθεση των συναισθημάτων του Ξέρξη προκάλεσε την προσοχή και την περιέργεια του Αρτάβανου,  αφού είδε με έκπληξη τον βασιλιά του να περνά από την ευτυχία στο δάκρυ («…ενθαύτα ο Ξέρξης εωυτόν εμακάρισε, μετά δε τούτω εδάκρυσε”).

          Επειδή ο Αρτάβανος δεν έβρισκε λογική εξήγηση για τις ακραίες συναισθηματικές μεταπτώσεις του Βασιλιά του αναγκάστηκε να τον ρωτήσει για την αιτία όλων αυτών των έντονων αλλά και τόσο αντίθετων συναισθημάτων.

        «Ω βασιλεύ, ως πολλόν αλλήλων κεχωρισμένα εργάσαο νυν τε και ολίγω πρότερον, μακαρίσας γαρ σεωυτον δακρύεις» («Βασιλιά, αλήθεια πόσο διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους έχεις κάνει, και τώρα και λίγο πρωτύτερα! Πρώτα δηλαδή καλοτύχισες τον εαυτό σου και μετά δάκρυσες»).               

            Όσο εύλογη και φυσική κι αν ήταν η έκπληξη και η ερώτηση του Αρτάβανου, άλλο τόσο ασυνήθιστη και “εκπληκτική” (αυτή που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό, απορία, το μη αναμενόμενο) ήταν και η απάντηση του Ξέρξη. Μία απάντηση που κανείς δεν περίμενε από έναν βασιλιά που εκείνη τη στιγμή  έβλεπε περιχαρής το πλήθος του στρατού του και διαισθανόταν τον επικείμενο θρίαμβό του εναντίον των Ελλήνων.

          Μία απάντηση από έναν βασιλιά που κυριευμένος από μία άμετρη αλαζονεία κι από το σύνδρομο του “Τιτανικού”(αήττητου) ετοιμαζόταν και σχεδίαζε το ρόλο του ως κοσμοκράτορα. Και, όμως, εκείνη τη στιγμή μελαγχόλησε-δάκρυσε γιατί μπόρεσε να υπερβεί το παρόν και να στοχαστεί πάνω στη φύση και τη μοίρα του ανθρώπου που κανένα ανθρώπινο επίτευγμα δεν μπορεί να την αναιρέσει και να την ακυρώσει.

                             Η  βραχύτης του ανθρώπινου βίου

           «Εσήλθε γαρ με λογισάμενον κατοικτίραι ως βραχύς είη πας ο ανθρώπινος βιος ει τούτων γε  εόντων τοσούτων ουδείς ες εκατοστόν έτος περιέσται(Νά, αναλογίστηκα πόσο σύντομη είναι η ζωή του ανθρώπου κι ένιωσα λύπη στην ψυχή μου, με τη σκέψη πως, απ όλους αυτούς που είναι τόσο πολλοί, σ εκατό χρόνια δε θα βρίσκεται κανένας στη ζωή).

            Να, λοιπόν, η αιτία που δάκρυσε ο Ξέρξης. Αν ή όλη σκηνή του δακρυσμένου Ξέρξη είναι αληθινή και όχι επινόηση και κατασκεύασμα του Ηροδότου, τότε θα πρόκειται για μία φιλοσοφική εξομολόγηση ενός βασιλιά που τη συγκεκριμένη στιγμή μέσα του κυριάρχησε το ανθρώπινο στοιχείο και όχι οι μεγαλαυχίες ενός επηρμένου κοσμοκράτορα.

        Η απάντηση του Ξέρξη, σύντομη και γρήγορη, ίσως να ξάφνιασε τον Αρτάβανο  γιατί και ο ίδιος να μην περίμενε μια τέτοια απάντηση-αιτιολογία για το δάκρυ. Μία απάντηση που δείχνει πως ο Βασιλιάς Ξέρξης ήταν έτοιμος από καιρό να τη δώσει, αφού ίσως να διαλογίστηκε-σκέφτηκε πολλές φορές τη βαθύτερη ουσία της φύσης του ανθρώπου και το αναπότρεπτο τέλος του που αναδεικνύει περίτρανα τη ματαιότητα των ανθρώπινων πράξεων και επιτευγμάτων.

                      «ως βραχύς είη πας ο ανθρώπινος βίος»

            Έτσι λιτά και αποφθεγματικά ο Ξέρξης συμπύκνωσε σε μία πρόταση την οδυνηρή αλλά και τόσο αναγκαία συμπαντική αλήθεια της ανθρώπινης ζωής. Μία αλήθεια που φανερώνει όχι τη μικρότητα του ανθρώπου έναντι της κοσμικής τάξης, αλλά το μεγαλείο του. Κι αυτό γιατί παρά τη συνειδητοποίηση του εφήμερου της ανθρώπινη ζωής, της περατότητας και της θνητότητας του ανθρώπου αυτός εξακολουθεί να δημιουργεί και να εκπλήττει αιώνες τώρα με τα δημιουργήματά του.

           Ο άνθρωπος ποτέ δεν παραιτήθηκε και ποτέ δεν αποδέχτηκε το “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”. Αντίθετα προχώρησε και κατέκτησε τις πιο υψηλές κορυφές κι ας γνώριζε πως όλες οι επιτυχίες του φαντάζουν σκιές μπροστά στο αναπότρεπτον του θανάτου. Τουναντίον μόχθησε και δημιούργησε γνωρίζοντας πως τα επιτεύγματα ενός ατόμου κι ενός λαού μιας εποχής είναι το καλύτερο και αιώνιο κληροδότημα για τις επόμενες γενιές.

          Η θέση του Ξέρξη περί βραχύτητας και μηδαμινότητας του ανθρώπινου βίου δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη θέση του Ομήρου δια στόματος Γλαύκου:

         “Οίηπερ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών. / φύλλα τα μεν τ΄άνεμος  χαμάδις χέει, άλλα δε θ΄ύλη / τηλεθόωσα φύει, έαρος δ΄επιγίγνεται ώρη, / ως ανδρών γενεή η μεν φύει, η δ΄απολήγει” (Ιλάδα, Ζ 147-14,  όπως των φύλλων η γενιά, έτσι και των ανθρώπων. Τα φύλλα άλλα σκορπίζει ο άνεμος στη γη κι άλλα βγάζει το δάσος το ολόχλωρο, στης άνοιξης την ώρα. Έτσι και των ανθρώπων η γενιά, η μια φυτρώνει κι η άλλη τελειώνει).

                           Ο Θάνατος προτιμότερος της Ζωής;

         Ο Αρτάβανος που γνώριζε πολύ καλά τη σκέψη και τα συναισθήματα του Ξέρξη συμπληρώνει τα λόγια του περί βραχύτητας του ανθρώπινου βίου προσθέτοντας και τη δική άποψη για το ευμετάβλητον αυτού (ανθρώπινης ζωής) και για τις δυστυχίες των ανθρώπων:

     «Όσο κρατά η ζωή μας μάς συμβαίνουν κι άλλα, θλιβερότερα. [7.46.3] Γιατί σε μια τόσο σύντομη ζωή η φύση μας δε θέλει κανένας άνθρωπος, ούτε απ αυτούς εδώ ούτε απ τους υπόλοιπους, να είναι τόσο ευτυχισμένος, που να μη του φανεί προτιμότερος, εκατό φορές κι όχι μια, ο θάνατος απ τη ζωή. Γιατί οι συμφορές με τα χτυπήματά τους κι οι αρρώστιες με τα βάσανά τους κάνουν τη ζωή, κι ας είναι σύντομη, να φαίνεται ατέλειωτη. [7.46.4] Έτσι, όταν η ζωή γίνεται μαρτύριο, ο θάνατος έρχεται και γίνεται προσφιλέστερο καταφύγιο για τον άνθρωπο· κι ο θεός, εκεί που μας άφησε να πάρουμε μια γεύση από τη γλύκα της ζωής, αποκαλύπτεται ολοφάνερα φθονερός».

       Από την απάντηση του Αρτάβανου εστιάζουμε σε μία διαχρονική αλήθεια που διατρέχει τον ανθρώπινο βίο και φανερώνει πως ο Ηρόδοτος δεν ήταν απλά ένας ιστορικός αλλά κι ένας μεγάλος ψυχολόγος που γνώριζε σε βάθος την ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στις δυστυχίες της ζωής όταν αυτές βιώνονται ως βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο:

      “μοχθηρής εούσης της ζόης, θάνατος καταφυγή αιρετωτάτη τω ανθρώπω γέγονε” (Δηλαδή, όταν η ζωή γίνεται ανυπόφορη, τότε ο θάνατος είναι προτιμότερος) .

                           H διδαχή των αρχαίων κειμένων

          Είναι σημαντικό, λοιπόν, διαβάζοντας τα αρχαία κείμενα (ιστορικά και ποιητικά) να εστιάζουμε και σε εκείνα τα σημεία που αναδεικνύουν τις αντιλήψεις εκείνων των εποχών σχετικά με θέματα που αναφέρονται  στην ανθρώπινη φύση, στα ανθρώπινα πάθη και γενικά σε ό,τι χαρακτηρίζει τον διαχρονικό άνθρωπο.

             Μπορεί με την ανάπτυξη της επιστήμης να αναθεωρήσαμε πολλές απόψεις-δόγματα για τον άνθρωπο και τη θέση του στο σύμπαν. Ωστόσο υπάρχουν θέματα-ερωτήματα που δεν έλαβαν ακόμη  πειστικές απαντήσεις. Και όσες δόθηκαν δεν απέχουν πολύ από αυτές των αρχαίων, όπως για την ελευθερία του ανθρώπου, για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης και για το ρόλο της Μοίρας στη ζωή του.

           Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η αναφορά  στην αποτυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να αποτρέψει-να ξεφύγει από όσα επιτάσσει ο συμπαντικός νόμος του: Ύβρις-Άτη-Νέμεσις-Τίσις, όπως αυτός διατυπώθηκε και εφαρμόστηκε από τους αρχαίους Έλληνες.  

             Τα παραθέματα («Πέρσαι» Αισχύλου) που ακολουθούν δεν αποτελούν μόνον μία ακτινογραφία του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του Ξέρξη, αλλά συνιστούν και μία προτροπή-διδαχή προς τον σύγχρονο άνθρωπο και ιδιαίτερα σε όσους κατέχουν θέσεις Εξουσίας.

         a.”Θεόθεν γαρ κατά Μοίρ΄εκράτησεν / το παλαιόν” (Γιατί έτσι απ΄ τους αρχαίους καιρούς Μοίρα θεοτική προστάζει)

       β.”Δολόμητην δ΄απάταν θεού/ τις ανήρ θνατός αλύξει;” (Ποιος όμως θνητός θα ξεφύγει την απάτη του θεού του δολοπλόκου;.

        γ.”Ως ουχί υπέρφευ θνητόν όντα χρη φρονείν. / ύβρις γαρ εξανθούσ΄ εκάρπωσεν στάχυν / άτης, όθεν πάγκλαυτον εξαμά θέρος” (Πώς ο θνητός δεν πρέπει / πέρα απ΄ το μέτρο να ΄χει περηφάνια. / Γιατί η αλαζονεία όταν μεστώσει, / καρπίζει το στάχυ, απ΄ όπου / πολύκλαυτους καρπούς τρυγάει). 

          *Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό "ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ"(τ. 15, Ιανουάριος 2025). 

             

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...