ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΠΙΟ: Η Ελλάδα που αγαπάμε και η Ελλάδα που μας “πληγώνει”
*Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπoυλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"
*H Ελλάδα μέσα από την ποιητική ματιά των Ελύτη, Σεφέρη και Ρίτσου
"Ε, σεις, στεριές και θάλασσες / Τ' αμπέλια και οι χρυσές ελιές / ακούτε τα χαμπέρια μου / μέσα στα μεσημέρια μου / Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ / μόνον ετούτον αγαπώ!" (ΕΛΥΤΗΣ, "Ήλιος ο Ηλιάτορας").
Ένα Glorium = δοξαστικό στην Ελλάδα που μάς πληγώνει, όπου κι αν ταξιδέψουμε "Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει" (ΣΕΦΕΡΗΣ).
Αχ! αυτοί οι Ποιητές που δεν συμφωνούν σε τίποτα και όλο μάς μπερδεύουν...Ακόμη και σε αυτά που θα έπρεπε να συμφωνούν αυτοί ερίζουν-ποιητική αδεία-για το μεγαλείο της Ελλάδας ή για την πεπτωκυία Ελλάδα.
Φυσιολάτρης και πιο αισιόδοξος ο ΕΛΥΤΗΣ πλέκει το δοξαστικό της φυσικής ομορφιάς της Ελλάδας. Θαμπώνεται από το Ελληνικό Τοπίο και τους αυθεντικούς Ανθρώπους και καταυγάζει τη μοναδικότητα της Ελληνικής Γης.
Σε ένα άλλο σημείο ο Ελύτης αυτοβιογραφείται με έναν ύμνο στο υγρό στοιχείο και στην ελληνική θάλασσα:
“Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Στο σημάδι ετούτο που παλεύει / πάντα κοντά στη θάλασσα / Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει / έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο / Πιο πέρα απ΄ τα νησιά / Πιο χαμηλά απ΄το κύμα / Γειτονιά στις άγκυρες” («Επέτειος», Προσανατολισμοί)
Από την άλλη πλευρά ο ΣΕΦΕΡΗΣ νιώθει απογοητευμένος και πληγωμένος από όλα όσα βλέπει. Όχι βέβαια από το ελληνικό τοπίο αλλά από τα έργα των ανθρώπων και κυρίως των ηγετών της χώρας του. Ως διπλωμάτης καριέρας γνώριζε πολλά...
Και τώρα ποιον να πιστέψεις; Με ποιον θα πας και ποιον θα αφήσεις; Να έχουν και οι δύο δίκιο; Ανάλογα με το τι ζητά και τι λαχταρά ο καθένας από την Πατρίδα του. Άλλη η οπτική γωνία του ΕΛΥΤΗ κι άλλη του ΣΕΦΕΡΗ. Ο καθένας εστιάζει σε διαφορετικό επίπεδο κι ανάλογα οδηγείται σε ένα δοξαστικό για την Ελλάδα (ΕΛΥΤΗΣ) ή σε μία μελαγχολική διαπίστωση-αυτοεξομολόγηση για την εικόνα της Ελλάδας (ΣΕΦΕΡΗΣ).
Ο ΣΕΦΕΡΗΣ μετρημένος και προσεκτικός, λάτρης του αρχαιοελληνικού μεγαλείου εκφράζει την απογοήτευσή του για την εικόνα του σύγχρονου Ελληνισμού. Εξάλλου ο Σεφέρης και σε άλλα ποιήματά του περιγράφει τα αδιέξοδα της χώρας του κι απορεί για τον τρόπο που βρήκε ο Ελληνισμός να επιβιώσει. Ειδικότερα στο ποίημά του "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ" γράφει:
"Ο τόπος μας είναι κλειστός / τον κλείνουν οι δυό μαύρες / Συμπληγάδες "
Στο ίδιο ποίημά του ο Σεφέρης εκφράζει την απορία του για την επιβίωση του Ελληνισμού σε ένα τοπίο έλλειψης "Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε / πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. / Μονάχα λίγες στέρνες / άδειες κι αυτές..."
Σε ένα τέτοιο, λοιπόν, τοπίο οι Έλληνες πέτυχαν το ακατόρθωτο: Να επιβιώσουν, γι αυτό και η έκπληξη του ποιητή:
"Μου φαίνεται παράξενο / που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, / τις καλύβες και τις στάνες μας".
Ένας άλλος ποιητής μας ο Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ, καταθέτει τη δική του σκέψη και τα ανάλογα συναισθήματά του για την Ελλάδα. Με το δικό του ξεχωριστό τρόπο και με έντονο το πολιτικό στοιχείο περιγράφει το ελληνικό τοπίο και τους ανθρώπους του που προσπαθούν να επιβιώσουν σε αυτό με όπλα τη θέληση και την υπομονή. Ο ποιητής εξαίρει το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων που σε εποχές "δύσκολες" και "πέτρινες" άντεξαν και επιβίωσαν.
Ειδικότερα στο ποίημά του "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ" περιγράφει το ελληνικό τοπίο και τις προσπάθειες των κατοίκων της να ζήσουν ελεύθεροι. Για τον Ρίτσο Τοπίο και Άνθρωποι αποτελούν μία ενότητα και αλληλονοηματοδοτούνται. Κι αυτό γιατί το ελληνικό τοπίο τραχύ και φτωχό σε πλούτο "φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα" χαλυβδώνει τη θέληση των ανθρώπων για ευημερία και προκοπή.
"Οι μέρες μας παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες".
Σε αυτό το τοπίο και κάτω από δύσκολες πολιτικές συνθήκες ο Έλληνας επιβίωσε διεκδικώντας την πολιτική αξιοπρέπεια και Ελευθερία του. Ωστόσο, ο ΡΙΤΣΟΣ, όπως και ο ΣΕΦΕΡΗΣ, δεν παύει να παραξενεύεται και να διερωτάται για τα επιτεύγματα των Ελλήνων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο με έμμεσες αναφορές-καταγγελίες όλων εκείνων που απεργάζονταν την πολιτική και όχι μόνον δουλεία των Ελλήνων.
"Πώς έγινε και μ' ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε / το σπίτι μας και τη ζωή μας;"
Ερωτήματα που άλλοτε ενέχουν ένα καταγγελτικό περιεχόμενο και τόνο για τους βιαστές της ελευθερίας των Ελλήνων κι άλλοτε αποτελούν ένα sui generis δοξαστικό για το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων. Διαφορετικά πώς να ερμηνευτεί ο στίχος - έπαινος - δοξαστικό του Ποιητή προς τον τόπο του;
"Αγαπιέται πολύ αυτός ο τόπος / με υπομονή και περηφάνεια".
Από τα παραπάνω ποιητικά αποσπάσματα των 3 ποιητών ( και όχι μόνον αυτών) διαφαίνεται καθαρά η σχέση τους με το Ελληνικό Τοπίο. Είναι μία σχέση βιωματική, μία σχέση οργανική του ποιητή με την εποχή του και τον τόπο του. Αυτή η σχέση των τριών ποιητών με το ελληνικό τοπίο και με διαφορετική για κάθε ποιητή οπτική γωνία μάς βοηθά να γνωρίσουμε τον τρόπο που αυτό διαμόρφωσε τον ελληνικό τρόπο ζωής.
Και οι τρεις παραπάνω ποιητές δεμένοι στενά με το ελληνικό τοπίο και τις ιδιομορφίες του (βράχια, πέτρες, χορτάρια, δέντρα, ουρανός, θάλασσα…) λειτουργούν όχι ως απλοί περιηγητές ή ταξιδιώτες αλλά και ως εθνολόγοι, αφού δεν μένουν και δεν εστιάζουν μόνον στο φυσικό τοπίο αλλά αναζητούν εκείνες τις υπόγειες διαδρομές τις οποίες βάδισαν παράλληλα, αιώνες τώρα, άνθρωποι και τοπίο. Και γι αυτό και οι τρεις στα φυσικά στοιχεία (ήλιος, νερό, χώμα…) διαβλέπουν ή αποδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες, αξίες ή και ιδανικά. Τα φυσικά, δηλαδή, στοιχεία λειτουργούν και ως σύμβολα.
Επιπρόσθετα στην περιγραφή του ελληνικού τοπίου και από τους τρεις ποιητές διαφαίνεται καθαρά και η προσπάθειά τους να αναδείξουν και την Ελληνικότητα αυτού του τοπίου χωρίς τις υπερβολικές εξιδανικεύσεις που κάποτε οδηγούν σε εθνικιστικές κραυγές. Η Ελληνικότητα ως έννοια είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ή να συμπεριλάβει όλα εκείνα τα συναισθήματα, τα βιώματα αλλά και τις σκέψεις που διατρέχουν τον Έλληνα στη θέα και στη σχέση του με το τοπίο. Η Ελληνικότητα, δηλαδή, είναι ένα νοητικό κατασκεύασμα ή ένα βίωμα; Ο Ελύτης εξήγησε πως εννοεί την έννοια Ελληνικότητα τονίζοντας σχετικά:
«Ελληνικότητα είναι απλούστατα ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα. Είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να αντιδρά με έναν καθορισμένο τρόπο. Αυτό είναι Ελληνικότητα…».
Σε ένα σημείο που συγκλίνει η ποιητική γραφή των τριών ποιητών μας είναι κι αυτό της “αρχαιογνωσίας”. Λάτρεις και οι τρεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού διαβλέπουν αλλά και επιθυμούν μία συνέχεια του ελληνικού πνεύματος στην ιστορική πορεία της Ελλάδας. Πολλές φορές αυτήν τη συνέχεια την συνδέουν με το ελληνικό τοπίο. Ενδεικτικά αυτή η σχέση-σύνδεση αισθητοποιείται και στα παρακάτω ποιητικά αποσπάσματα.
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική / το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου / Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του / Ομήρου» (Ελύτης “Άξιον Εστί”).
«Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας / άρπας αντηχούν» (Σεφέρης, “Επί Ασπαλάθων”).
«Κάθε νύχτα απ’ το ξερό / πηγάδι / βγαίνουν τα’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα / δέντρα» (Ρίτσος, “Ο Τόπος μας”).
Ανάλογο προβληματισμό εξέφραζε και ο Καβάφης για τον τρόπο με τον οποίο η “νεώτερη” χριστιανική Ελλάδα αντιμετώπισε την αρχαία κληρονομιά της:
“Γιατί τα σπάσαμε τα’ / αγάλματά των / γιατί τους διώξαμε απ’ / τους ναούς των,/ διόλου δεν πέθαναν γι΄/ αυτό οι θεοί…/ Ω γη της Ιωνίας, σένα / αγαπούν ακόμη, / σένα οι ψυχές των / ενθυμούνται ακόμη» (Ιωνικόν).
Ίσως ο προβληματισμός του Καβάφη να προσεγγίζει τον ανάλογο του Σεφέρη που γράφει σχετικά:
«-Τ’ αγάλματα είναι στο Μουσείο. / καληνύχτα. /…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, / είμαστε εμείς» (“Ο Ηδονικός Ελπήνωρ”).
H σχέση, λοιπόν, και των τριών ποιητών με το ελληνικό τοπίο και με την Ελλάδα γενικότερα είναι μία σχέση “ερωτική”, μία σχέση βιωματική και η ποιητική τους γραφή δεν συνιστά κατ’ ανάγκην μόνο μία φυσιολατρική περιγραφή. Πολλές φορές οι ίδιοι νιώθουν άρρηκτα δεμένοι με το τοπίο και τους ανθρώπους του. Οι παρακάτω στίχοι του Ελύτη από το «Άξιον Εστί» είναι αποκαλυπτικοί του τρόπου που βιώνουν τη σχέση τους με το ελληνικό τοπίο και με την ίδια την Πατρίδα τους, την Ελλάδα:
«Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα» κι αλλού «Της πατρίδας μου ομοιώθηκα».
Σε μια Ελλάδα και σε ένα τοπίο τραχύ και “ φτωχό” οι ποιητές έζησαν και δημιούργησαν, εμπνεύστηκαν και διαμόρφωσαν μία κοσμοθεωρία όπου η αγάπη για την Ελευθερία και τη Ζωή αποτέλεσαν τα βασικά της στοιχεία. Γι αυτό άνθρωποι και τοπίο - ιδιαίτερα στην ποίηση του Ρίτσου -εμφανίζονται να αντιστέκονται με σθένος σε κάθε ξένη επιβολή που τους στερεί την ελευθερία. Η αγάπη των Ελλήνων για τον τόπο τους είναι μεγάλη παρόλο που το τοπίο αυτό δεν είναι και η μοναδική πηγή υλικού πλούτου.
“Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, / σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του / λιθάρια, / σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και / τ’ αμπέλια του, / σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. / Μονάχα φως” // « Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο / ουρανό, / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα / ξένα βήματα, / αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, / αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο / στο δίκιο» (Γ. Ρίτσος «Ρωμιοσύνη»).
Αυτήν την Ελλάδα και αυτό το Ελληνικό τοπίο Ψάλλουν οι Ποιητές μας γιατί σύμφωνα και με τον Ελύτη:
«Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας…/ Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα / Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε / Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά».
Η Ελλάδα, λοιπόν, ως φυσικό τοπίο και ιδέα βρίσκεται στο επίκεντρο της ποίησης των τριών ποιητών μας. Η Ελλάδα που “αγαπούν” κι ας τους “πληγώνει”. Λένε πως όταν ο Χατζιδάκης επισκέφθηκε τον Eλύτη στο νοσοκομείο τον ρώτησε: “Γιατί τα κάνουμε όλα αυτά;” «Για την Ελλάδα» του απάντησε ο Ελύτης.
Μία Ελλάδα που σύμφωνα με τον Σεφέρη ταξιδεύει συνεχώς.
“Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει”
Εν τω μεταξύ κανείς δεν θέλει να σκεφτεί πως η σύγχρονη είναι αυτή που πληγώνει τον Σεφέρη και με ένα παράπονο καταγγελτικό γράφει το 1940:
« Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότατο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι — αδιάφορο, χαρακτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα».
Αναγκαίο, επίσης, είναι να συνταχθούμε με τη θέση του ποιητή “Ό,τι από την Ελλάδα μ’ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί».
Και ας κρατήσουμε ως φυλαχτό το στίχο προτροπή-παράγγελμα του Σεφέρη σε μια εποχή που περισσεύουν οι γκρίνιες και οι απογοητεύσεις για τη σύγχρονη Ελλάδα μας:
«Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε / Λίγο ψηλότερα…»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου