Το Ποτάμι και ο Ωκεανός
* Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"
* O Φόβος μπροστά στο Απέραντο
«ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΦΟΒΑΤΑΙ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ»
Λένε ότι πριν μπει στη θάλασσα το ποτάμι τρέμει από φόβο. Κοιτάζει πίσω σε όλη τη διαδρομή, τις κορυφές και τα βουνά, τον μακρύ και ελικοειδή δρόμο που διέσχισε ανάμεσα σε ζούγκλες και πόλεις, και βλέπει μπροστά του έναν ωκεανό τόσο μεγάλο που η είσοδος σε αυτόν δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαφάνιση για πάντα.
Αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Το ποτάμι δεν μπορεί να πάει πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω.
Είναι αδύνατο στη ζωή να πας πίσω.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, το ποτάμι δεν μπορεί να επιστρέψει.
Το ποτάμι πρέπει να πάρει το ρίσκο του και να εισέλθει στον ωκεανό. Μόνο με την είσοδο στον ωκεανό θα εξαφανιστεί ο φόβος.
Γιατί μόνο τότε θα μάθει το ποτάμι ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στον ωκεανό, αλλά θα γίνει ωκεανός." ( Khalil Gibran)
Είμαστε θύματα του Φόβου μας! Πόσες και ποιες Φοβίες μάς δυναστεύουν! Πόσες και Πώς να τις αντιμετωπίσεις.
Οι Φόβοι και οι Φοβίες μας έχουν αντικειμενική υπόσταση ή είναι προϊόντα της δικής μας αδυναμίας;
ΕΡΩΤHΜΑΤΑ και ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
Το ΑΤΟΜΟ μπροστά στο Απέραντο ΠΛΗΘΟΣ...Να μπει στο Πλήθος ή να μείνει μόνο του. Τι φοβάται αλλά και τι το σπρώχνει να γίνει ένα με τους πολλούς του Πλήθους;
Είναι ο Φόβος του άγνωστου ή ο Φόβος μήπως γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής από τους άλλους; Είναι μήπως ο φόβος του άλλου, του ξένου μπροστά στους "άλλους"; Μήπως είναι η "ασφάλεια" της Μοναξιάς που μάς εγκλωβίζει στο βασίλειο της, αφού μάς υπόσχεται πως σε αυτό θα είμαστε οι πρωταγωνιστές σε ένα παιχνίδι χωρίς αντίπαλο!
Στη χαρακτηρολογική δομή αυτών των ανθρώπων ανήκουν όσοι νιώθουν ή θέλουν να νιώθουν ως "οι μεγαλύτεροι βάτραχοι στη μικρότερη λίμνη" ή προτιμούν να είναι "οι πρώτοι στο χωριό παρά οι τελευταίοι στην πόλη". Είναι κι αυτή μία στάση. Νιώθεται...
Από ψυχολογικής πλευράς ο φόβος ή και η άρνηση να γίνουμε μέρος του όλου-πλήθους-μάζας σχετίζεται και με μία εσωτερική αδυναμία συνύπαρξης και σύγκρισης με τους συνανθρώπους μας. Είναι αυτοί που διακατέχονται από ένα συναίσθημα αυτο-υποτίμησης που μοιραία τους καθιστά ύποπτους και ανασφαλείς σε κάθε προοπτική συγχρωτισμού με τους άλλους.
Ίσως-ίσως, όμως, ο φόβος του ποταμού να χυθεί στον ωκεανό να βρίσκει εφαρμογή σε όλους εκείνους που νιώθουν ή πιστεύουν ακράδαντα πως είναι μοναδικοί και γι αυτό πρώτο τους μέλημα στη ζωή τους είναι η διαφύλαξη αυτής της μοναδικότητας. Η είσοδος στο αχανές και ανώνυμο πλήθος προοιωνίζει ή και επιβάλλει την προσαρμογή στους κανόνες του τις απαιτήσεις του πλήθους.
Η προσαρμογή που όχι σπάνια συνοδεύεται κι από μία ασυνείδητη αφομοίωση αλλοιώνει κάθε ιδιαιτερότητα αφού ισοπεδώνει κάθε στοιχείο που τείνει να διαφοροποιεί το υποκείμενο από το "μέγα πλήθος". Απότοκο φαινόμενο όλων των παραπάνω είναι η επιβολή μιας καταθλιπτικής ομοιομορφίας όπου το διαφορετικό ενοχοποιείται και εξοβελίζεται.
Από τους πρώτους που διέβλεψαν το φαινόμενο αυτό της κοινωνικής ομοιομορφίας ήταν ο Γαΐτης με τα γνωστά και εμβληματικά "ανθρωπάκια" του. Αυτή η ισοπεδωτική ομοιότητα όλων των ανθρώπινων μορφών καταργεί την ανθρώπινη-ατομική ιδιαιτερότητα με αποτέλεσμα την επώαση της "αγελαίας συνείδησης". Ο Ωκεανός του Χαλιλ Γκιμπράν είναι τα απρόσωπα πλήθη του Γαΐτη που συνθλίβουν το ανθρώπινο ΠΡΟΣΩΠΟ.
Σε αυτόν τον Ωκεανό, λοιπόν, του απρόσωπου Πλήθους χάνεται η ανθρώπινη Ταυτότητα και τα άτομα-μέλη αναγνωρίζονται ή λειτουργούν ως αριθμοί. Αυτή η αριθμοποίηση του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άλλη πλευρά της αλλοτρίωσης της σύγχρονης εποχής, αλλά και της κάθε εποχής, όπου το φοβισμένο "ανθρωπάκι", ο "ανθρωπάκος" του Βίλχελμ Ρά'ι'χ. Ένα περιδεές και φοβισμένο ανθρωπάκι που το μόνο που γνωρίζει και του επιτρέπεται είναι να ακολουθεί το πλήθος-αγέλη και να δοξάζει-προσκυνά τους Ηγέτες του.
Αυτό το περιδεές ανθρωπάκι οικτίρει και καταγγέλλει στο "Άκου Ανθρωπάκο" ο Ρά'ι'χ λέγοντας αλλά και προτείνοντας "Θέλω να πάψεις να είσαι ανθρωπάκι. Γίνε ο εαυτός σου, ο εαυτός σου και όχι η εφημερίδα που διαβάζεις και η άθλια γνώμη του κακού γείτονά σου".
Όλα τα παραπάνω είναι απότοκα της διάχυσης του Εγώ στο Πλήθος και στις πολλές "συνάφειες", όπως γράφει και ο Καβάφης επισημαίνοντας τον κίνδυνο εξευτελισμού της ζωής.
“Όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις / μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου”.
Να, λοιπόν, πως αιτιολογείται και δικαιολογείται ο Φόβος του Ποταμού από την είσοδο του στον Ωκεανό "που η είσοδος σε αυτόν δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαφάνιση για πάντα".
Ωστόσο και σύμφωνα πάντα με την προτροπή του Γκιμπράν το ποτάμι πρέπει να φτάσει ως το τέλος της πορείας του και να χυθεί στον Ωκεανό. Κι αυτό γιατί, όπως αποτυπώνεται και στη γνωστή παροιμία «Το Ποτάμι δεν γυρίζει πίσω», η πραγματικότητα πολλές φορές είναι αδήριτη και δεν συγχωρεί τις παρεκτροπές από τη φυσική τάξη των πραγμάτων.
Ο φόβος του ποταμού έχει και τη φιλοσοφική του διάσταση Ο Γκιμπράν μάς συμβουλεύει-προτρέπει να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και να αναμετρηθούμε με το άγνωστο και το καινούριο. Πρέπει να συμφιλιωθούμε με τους νόμους της αναγκαιότητας και να τολμήσουμε την αλλαγή. Κι αυτό γιατί στη ζωή τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς το ρίσκο και τη διακινδύνευση. Έτσι χτίστηκε ο πολιτισμός.
Το αβέβαιο, το άγνωστο, το ανοίκειο και
οι κίνδυνοι που απορρέουν από αυτά
πάντα λειτουργούν ανασταλτικά σε
κάθε προσπάθεια του ατόμου να δοκιμάσει το νέο
και το αδοκίμαστο. Ωστόσο ο άνθρωπος οφείλει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του
σε αυτό που το επιτάσσει η αναγκαιότητα
με όλες τις εκδοχές της (φυσική, κοινωνική…). Εξάλλου η αλλαγή και η πρόοδος,
όπως και η ζωή, προϋποθέτουν και συνεπάγονται τη συνεχή ροή.
Τα νερά του ποταμιού βρίσκονται σε μία συνεχή και αέναη κίνηση προς τα μπρός και γι αυτό δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές, όπως προείπε εδώ και αιώνες ο “σκοτεινός” φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος, θεμελιώνοντας την “αρχή της μη αναστρεψιμότητας”
“Ουκ αν εμβαίης δις τοις αυτοίς ποταμοίς, ου γαρ ρέουσι τα αυτά ύδατα”
Το νέο πάντα θα τρέχει μπροστά και θα συναντά-ενώνεται ή και αλλάζει το παλιό ακoλουθώντας πάντα τους άκαμπτους νόμους της Εγελιανής διαλεκτικής: Θέση > Αντίθεση = Σύνθεση και πάλι από την αρχή.
Αυτή, όμως, η ένωση με το παλιό (Ωκεανός) μπορεί να κρύβει και μία υπόρρητη αίσθηση “απώλειας”. Στην πορεία προς τη νέα πραγματικότητα-κατάσταση κάτι θα δώσουμε-χάσουμε και κάτι θα κερδίσουμε. Στο αχανές του Ωκεανού θα φανούν οι δυνάμεις μας και θα δοκιμαστούν οι αντοχές μας. Θα υποταγούμε απόλυτα ή θα αλλάξουμε, έστω και κάτι λίγο, τη μορφή και τη δύναμη του Ωκεανού-Πλήθους;
Ο Γκιμπράν μάς βεβαιώνει πως η είσοδος στον ωκεανό εξαφανίζει το φόβο. Αυτό το στηρίζει στο γεγονός πως με την είσοδο στον Ωκεανό το ποτάμι παύει πλέον να είναι ή να νιώθει ως μικρό και αδύναμο ποτάμι-άκι και γίνεται το ίδιο Ωκεανός. Έτσι συμβαίνει και στα ανθρώπινα πλήθη (Ωκεανούς).
Οι Ωκεανοί, δηλαδή, όπως και τα ανθρώπινα Πλήθη σύγκεινται από πολλά μικρότερα ποτάμια-άκια. Κανείς δεν γεννιέται Ωκεανός. Ωκεανός γίνεσαι μαζί με τους άλλους. Οι πολλοί απαρτίζουν το Πλήθος- Ωκεανό. Η μορφή και η δύναμη του Ωκεανού-Πλήθους εμπεριέχουν “δυνάμει” κάτι από τη μορφή και τη μικρή δύναμη του μικρού και φοβισμένου ποταμού.
Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα δικαιώνει και θεμελιώνει τη θέση του Γκιμπράν και που βοηθά να απαλλαγούμε ως άτομα από κάποιους φόβους που λειτουργούν ανασταλτικά στο να τολμήσουμε το ανέλπιστο και να υπερβούμε τη μίζερη κατάστασή μας.
“Γιατί μόνο τότε θα μάθει το ποτάμι ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στον ωκεανό, αλλά θα γίνει ωκεανός”.
Αν τις διαπιστώσεις και τις προτροπές του Χαλίλ Γκιμπράν τις εξετάσουμε από κοινωνιο-ψυχολογικής πλευράς εύκολα οδηγούμαστε στην αποδοχή μιας αδήριτης αναγκαιότητας, της αναγκαιότητας να συνειδητοποιήσουμε πως πρέπει να βαδίζουμε με την εποχή μας και να μην φοβόμαστε το καινούριο. Να τολμάμε και να δοκιμάζουμε το απίθανο. Να είμαστε, δηλαδή, σύγχρονοι με ό,τι αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται.
Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, βεβαιώνουν πως σύγχρονος είναι μόνο εκείνος που προκαλεί την τύχη του και θέλει να διακινδυνεύσει τη βεβαιότητα του παρόντος με το άγνωστο και το πιθανό του μέλλοντος. Σύγχρονος, δηλαδή, είναι εκείνος που δεν εφησυχάζει στα σίγουρα «δώρα» του παρελθόντος, αλλά αρέσκεται να ακροβατεί ανάμεσα στο «απρόοπτο» και το «ελπιδοφόρο» του μέλλοντος.
Εξάλλου η πρόοδος χρεώνεται στους τολμηρούς, τους ανήσυχους και στους «ξεβολεμένους».
«Ο κόσμος χρωστάει κάθε ορμή για πρόοδο σε ανήσυχους και σε ξεβολεμένους ανθρώπους». (Ναθάνιελ Χόθορν, Αμερικανός συγγραφέας).
Η παρακάτω διαπίστωση-θέση-προτροπή του Γκιμπράν δεν συνιστά κατ΄ ανάγκην μία απαισιόδοξη στάση ζωής ή μία στάση μοιρολατρίας ή και παραίτησης. Απλά καταγράφει τους σκληρούς νόμους της αναγκαιότητας απέναντι στην οποία μόνο η “υποταγή” μπορεί να φέρει την απελευθέρωση και την υπέρβασή μας.
«Το ποτάμι δεν μπορεί να πάει πίσω. / Κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. / Είναι αδύνατο στη ζωή να πας πίσω. / Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, το ποτάμι δεν μπορεί να επιστρέψει».
Θα εννοήσουμε και θα ερμηνεύσουμε σωστά τη διαπίστωση-θέση του Γκιμπράν αν σε αυτήν προσθέσουμε και μία ανάλογη θέση του Έγελου για τη σχέση Ελευθερίας και Αναγκαιότητας:
“Η υποταγή στην αναγκαιότητα συνιστά το πρώτο βήμα για την ελευθερία μας”.
Μπορεί αυτή η θέση του Έγελου να αποτελεί οξύμωρον σχήμα, αλλά συμπληρώνει και ερμηνεύει κατά τον καλύτερο τρόπο τη θέση του Γκιμπράν που εμπερικλείει και μία διαχρονική αλήθεια γενικού κύρους.
“Αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος. / Το ποτάμι δεν μπορεί να πάει πίσω. / Κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. / Είναι αδύνατο στη ζωή να πας πίσω”.
Σε μια κοιλάδα, γράφει ο Χαλίλ Γκιμπράν, εκεί που το ποτάμι κυλάει με ορμή, δυο μικρά ρυάκια συναντήθηκαν κι έπιασαν κουβέντα. Το ένα ρυάκι ρώτησε:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Πώς έφτασες εδώ φίλε μου και πώς ήταν ο δρόμος σου;»
Και το άλλο απάντησε:
«Ο δρόμος μου ήταν γεμάτος εμπόδια. Η ρόδα του νερόμυλου έσπασε κι ο ικανός και πολύπειρος αγρότης που μ’ έβγαζε επιδέξια απ’ την πορεία μου για να ποτίζω τα σπαρτά έχει πεθάνει. Κόπιασα για να κατέβω, σχεδόν τελμάτωσα, καθώς έπρεπε να κουβαλάω τις βρομιές όλων αυτών που δεν κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να κάθονται και να λιάζουν την τεμπελιά τους. Κι εσύ αδελφέ μου; Πώς ήταν ο δικός σου δρόμος;»
Το πρώτο ρυάκι απάντησε:
«Ο δικός μου δρόμος ήταν διαφορετικός. Κατέβηκα απ’ τους λόφους, ανάμεσα σε ευωδιαστά λουλούδια και ντροπαλές ιτιές. Άντρες και γυναίκες έπιναν το νερό μου μ’ ασημένιες κούπες και μικρά παιδιά τσαλαβουτούσαν τα ροδαλά ποδαράκια τους στις όχθες μου. Ολόγυρά μου υπήρχαν γέλια και γλυκά τραγούδια. Τι κρίμα που ο δικός σου δρόμος δεν ήταν το ίδιο ευτυχής…»
Όμως εκείνη τη στιγμή, μίλησε το ποτάμι με δυνατή φωνή και είπε:
«Ελάτε, ελάτε λοιπόν, πάμε στη θάλασσα. Μπείτε μέσα, μη χασομεράτε με κουβέντες. Συμπορευθείτε μαζί μου. Θα πάμε στη θάλασσα. Μπείτε, γιατί σ’ εμένα θα ξεχάσετε τις περιπλανήσεις σας, χαρωπές ή λυπητερές. Εσείς κι εγώ μαζί θα ξεχάσουμε όλους τους δρόμους που διασχίσαμε μέχρι τώρα όταν θα φτάσουμε και θα αγαλλιάσουμε στην καρδιά της μάνας θάλασσας…»