Μάνα ήταν και η Μήδεια, η « Παιδοκτόνος»

           *Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας

        *Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπoλις"

     “Η δίκαιη κρίση βέβαια δε φωλιάζει / στα μάτια των θνητών που πριν να μάθουν / καλά το χαρακτήρα κάποιου, μόνο / την όψη του θωρώντας, τον μισούνε, / κι ας μην τους έχει εκείνος διόλου βλάψει» (Ευριπίδης, «Μήδεια», στιχ. 218-22)

          Μπορεί η Μάνα του “Επιταφίου” του Ρίτσου να οδύρεται πάνω από το νεκρό πτώμα του σκοτωμένου παιδιού της. Μπορεί η Μάνα-Παναγιά του Βάρναλη να σκέπτεται μέσα στην οδύνη της για τον θάνατο του γιού της-Ιησού τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να τον κρύψει και να τον σώσει από τους κακούς. Μπορεί η ίδια η Μάνα-Παναγία στον ”Επιτάφιο Θρήνο” (περισσότερο ως ανθρώπινη μάνα και λιγότερο ως μάνα του Θεανθρώπου) της να εκφράζει τον πόνο της με γοερό τρόπο για τον αδικοχαμένο γιο της.

         Πολλά μπορεί… από μία Μάνα ή από όλες τις Μάνες που θρηνούν το νεκρό παιδί τους. Είχαν άλλα όνειρα για το παιδί τους… Θα μπορούσαν να σκοτώσουν όποιον θα τολμούσε να βλάψει το παιδί τους…

         Να, όμως, που κάποια άλλη Μάνα, η Μήδεια, σκοτώνει η ίδια τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άνδρα της, τον Ιάσονα.

         «Ω τέκνα! / κατάρατα μάνας πανάθλιας, / να χαθείτε κι εσείς κι ο γονιός σας / και το σπίτι να πάει κατ΄ ανέμου» («Μήδεια», στιχ. 113-115).

            Η ευριπίδειος Μήδεια κινείται στα όρια του ανοίκειου και του αποκρουστικού από την μία πλευρά και στα όρια της κατανόησης, της συμπάθειας και της λύπησης για όσα πάσχει ως γυναίκα, ως σύζυγος και ως κάτοικος σε μία ξένη χώρα στο βαθμό που περιγράφεται ως “μάγισσα βαρβαρικής καταγωγής”.

        Τραγικό πρόσωπο για όσα πράττει και όσα πάσχει ως γυναίκα και σύζυγος αλλά και ως Μάνα.

         Η Μήδεια προβάλλεται ως ένας άτυπος εκπρόσωπος-σύμβολο ενός ιδιότυπου φεμινισμού ενάντια στην ανδροκρατούμενη εξουσία του Ιάσονα την ίδια στιγμή που χρησιμοποιεί όλες τις μεθοδεύσεις των ανδρών (εγκλήματα - εκδίκηση τιμής).

     “Η Μήδεια είναι βάρβαρη γυναίκα, που συμπεριφέρεται ως Έλληνας άνδρα” (Allan)

           Στο βάθος του ψυχισμού της η Μήδεια μπορεί να είναι μία ευαίσθητη γυναίκα και Μάνα, αλλά ταυτόχρονα και μία πηγή από όπου ξεχειλίζει η λάβα της οργής. Η Μήδεια είναι ένα ηφαίστειο θυμού που ζητά διέξοδο με την  εκδίκηση.

           Σκληρή και αδίστακτη φόνισσα-παιδοκτόνος που ωστόσο καταφεύγει στην «φιλόξενη» Αθήνα με την βοήθεια κάποιου θεού κι έτσι αποφεύγει την ανθρώπινη τιμωρία. Για την θεϊκή τιμωρία αποφασίζουν οι Θεοί της πόλης

       Η Μήδεια είναι μία μορφή φρικιαστική μέσα στην τραγικότητά της και στις πολλές της αντιφάσεις.

          Η προδομένη σύζυγος Μήδεια φαίνεται να αποκτά το ηθικό πλεονέκτημα της εκδίκησης, αλλά όταν σκοτώνει τα παιδιά της διαπράττει Ύβρη που την καθιστά αποκρουστικό πρόσωπο.

          «Γιατί πάντα το μέτρο νικά, φτάνει μόνο / τ΄ όνομά του να πεις κι αν το κάμεις / κυβερνήτη στα έργα σου, / τότε ωφέλειες θα βρεις μοναχά. / πράξεις πάνω  απ΄ το μέτρο ποτέ / στους ανθρώπους δε φέρνουν καλό. / πιο τρανές συμφορές σ΄ ένα σπίτι σωρεύουν, / αν θυμός θεϊκός το χτυπήσει» («Μήδεια», στιχ. 125-130)

           Στον δραματικό μονόλογό της αποκρυσταλλώνονται τα διλήμματα, οι αντιφάσεις και ο εσωτερικός της διχασμός. Ένας διχασμός που δεν επωάζεται στο δίπολο Λογική-Πάθος αλλά στην επιλογή εκείνου του τρόπου και του μέσου  με το οποίο θα επιφέρει το μέγιστο πλήγμα-πόνο στον Ιάσονα. Ο Θυμός της θολώνει το Νου της και φτάνει στην παιδοκτονία.

        «…Πιο μεγάλος / είναι ο θυμός από τα λογικά μου, /  αυτός που τα δεινά γεννάει του κόσμου» («Μήδεια», στιχ. 1079-80)  

      Ο μονόλογός της συνιστά ένα από τα κορυφαία κομμάτια της αρχαιοελληνικής δραματουργίας. Η ωμότητα της πράξης της-παιδοκτονίας κινείται έξω από κάθε κώδικα ηθικών αξιών που ωστόσο προκαλεί στους θεατές τον φόβο και το έλεος. Κι  αυτό γιατί ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Μήδεια» εισχωρώντας στα άδυτα του γυναικείου ψυχισμού καταγράφει και αποκωδικοποιεί τα κύματα των συναισθημάτων μιας γυναίκας που οδηγείται από τη ζήλια της και το εκδικητικό της μένος σε οριακές καταστάσεις (παιδοκτονία)

         Το μητρικό ένστικτο και η μητρική αγάπη υποχωρούν και θρυμματίζονται μπροστά στο πάθος για εκδίκηση.

           Θυσιάζει-σκοτώνει τα παιδιά της για να προκαλέσει τον απόλυτο πόνο στον Ιάσονα, ενώ θα μπορούσε να σκοτώσει τον ίδιο.

     «Γιατί τον άνδρα μου έτσι θα πληγώσω» («Μήδεια», στιχ. 817.)

           ΜΗΔΕΙΑ: Μία Μάνα που με την παιδοκτονία της σχετικοποιεί το σώμα του Δικαίου, της Ηθικής και της Λογικής.

           ΜΗΔΕΙΑ: Μία Μάνα που με τις πράξεις, τα πάθη της και τις θυελλώδεις εσωτερικές της συγκρούσεις  ίσως θα ανάγκαζε τον Αριστοτέλη να ξαναγράψει τον ορισμό της Τραγωδίας.

          ΜΗΔΕΙΑ: Μία Μάνα που μάς υποχρεώνει να ξανα-Ορίσουμε την έννοια του τραγικού και της ανθρώπινης Ύβρης. Σε μια παιδοκτονία πώς μπορείς να ορίσεις τις έννοιες  Νέμεσις και Τίσις; Υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις ή πρέπει  να εφεύρουμε, να πλάσουμε άλλες καινούριες;


                           ΕΥΡΙΠΙΔΗ “Μήδεια”, (στ. 1021-1080 )

                       “Παιδάκια μου, παιδιά μου, για σας υπάρχει

                          πια μια πόλη και ένα σπιτικό,

                        όπου εγκαταλείποντας εμένανε τη δόλια,

                        θα μείνετε παντοτινά έρημα από μητέρα.

                      Κι εγώ θα πορευτώ διωγμένη σ’ άλλους τόπους,

                    πριν σας χαρώ και πριν σας δω να ζείτε ευτυχισμένα·

                      προτού τους γάμους σας και τις γυναίκες σας

                    και τα κρεβάτια σας τα νυφικά να τα λαμπροστολίσω,

                      και πριν του γάμου τις λαμπάδες να τις κρατήσω αψηλά.

                   Άχου η μαύρη, η δύστυχη, άχου αυτό μου το γινάτι!

                     Του κάκου, τελικά, παιδιά μου, σας ανάθρεψα,

                     του κάκου μόχθησα και μ’ έφαγαν οι κόποι

                  και τους σφοδρούς πόνους της γέννας πέρασα.

                   Στ’ αλήθεια, κάποτε η έρμη πολλές ελπίδες στήριζα σ’ εσάς,

                    να με γηροκομήσετε και σαν πεθάνω,

                  με τα χέρια σας να με νεκροστολίσετε,

                   τύχη απ’ όλους τους ανθρώπους ζηλευτή.

                Μα τώρα χάθηκε η σκέψη ετούτη η γλυκιά.

               Γιατί χωρίς να ’χω εσάς, θα ζήσω μια ζωή μέσα στη θλίψη και τον πόνο.

               Κι εσείς δεν πρόκειται τη μάνα σας να τηνε δείτε  πια ξανά

                    με τα ματάκια σας τ’ αγαπημένα,

                   αφού θε να βαδίσετε σε μιαν αλλιώτικη ζωή.

             Αλίμονο, αλίμονο! Τι με κοιτάζουνε τα μάτια σας, παιδιά μου;

                Τι μου χαμογελάτε με το χαμόγελό σας το στερνό;

                Αααχ, τι να κάνω;! Την έχασα, γυναίκες, την καρδιά μου,

                   μόλις αντίκρισα το χαρωπό το προσωπάκι των παιδιών μου.

                  Όχι, δε θα ’χω το κουράγιο…

                   Να πάνε στο καλό όσα σχεδίαζα πιο πριν.

                 Θα πάρω τα παιδιά μου μακριά από τον τόπο αυτό.

             Γιατί, για να πικράνω τον πατέρα τους με τις δικές τους συμφορές,

               να πρέπει εγώ διπλά δεινά επάνω μου να ρίξω;

            Α όχι, όχι βέβαια! Να πάνε στο καλό όσα σχεδίαζα πιο πριν.

            Μα τι παθαίνω, τι; Θέλω να γίνω περιγέλασμα

             αφήνοντάς τους τούς εχθρούς μου ατιμώρητους;

          Πρέπει να το τολμήσω! Μα φταίει η λιποψυχιά μου

             που λόγια μαλακά αφήνω να περνούν μες στο μυαλό μου.

            Πηγαίνετε, παιδιά, στο σπίτι. Κι όποιος δεν το νομίζει

            πρέπον και σωστό να είναι στη θυσία μου παρών,

               αυτό δικό του θέμα. Το χέρι εγώ δε θα το έχω αδύναμο!

                               Αχ, αχ!

                 Αχ μη, καρδιά μου, μη, αυτό το πράγμα μην το κάνεις!

               Άσ’ τα, βαριόμοιρη, λυπήσου τα παιδιά σου.

              Εκεί, μαζί μας ζώντας, θε να σου δίνουνε χαρά.   

                  Μα τους αφανιστές, τους καταχθόνιους του Άδη δαίμονες,

                  ποτέ, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει αυτό,

               ν’ αφήσω στους εχθρούς μου τα τέκνα μου εγώ

                 να τα εξευτελίσουν! Λοιπόν, το δίχως άλλο,

                είναι ανάγκη να πεθάνουν!

                Κι εφόσον πρέπει, θα τα σκοτώσω εγώ,

                εγώ που τα ’φερα στον κόσμο!

               Τα πράγματα τελειώσαν δίχως άλλο,

              και τρόπος να ξεφύγεις απ’ αυτά πια δεν υπάρχει.

            Άλλωστε το στεφάνι τώρα το έχει στο κεφάλι της

           και η βασιλοκόρη νύφη ‒ πολύ καλά το ξέρω εγώ ‒

                  μέσα στα πέπλα αφανίζεται.

             Όμως αφού πλέον πορεύομαι τον πιο πικρό το δρόμο   

        και σε ακόμη πιο πικρό ετούτα τα παιδιά σκοπεύω να τα στείλω,

                   θέλω να τους μιλήσω και να τα χαιρετήσω.

            Δώστε, παιδιά μου, δώστε στη μανούλα σας

                  το χέρι το δεξί σας να φιλήσει.

                Ω λατρεμένο μου χεράκι και τρισαγαπημένο στόμα,

             ω των παιδιών μου αρχοντικό κορμί και πρόσωπο,

            να είστε ευτυχισμένα! ‒ όμως εκεί…

              γιατί τα εδώ πέρα σας τα ’χει ο πατέρας σας στερήσει.

           Ω αγκαλιά γλυκιά, ω δερματάκι τρυφερό

                κι ευφραντική ανάσα των παιδιών μου!

                 Πηγαίνετε, πηγαίνετε. Δεν το αντέχω πια

            άλλο να σας κοιτάζω· τσακίζω από τα βάσανα.

         Και βέβαια, έχω επίγνωση σαν τι κακούργημα μέλλω εγώ να κάνω·

         μα είναι ο θυμός μου από την κρίση μου πιο δυνατός, ναι ο θυμός,

           που φέρνει στους ανθρώπους τα μεγαλύτερα  δεινά”.

            

           Σε έναν άλλο  δραματικό μονόλογο - αυτοεξομολόγησή της η Μήδεια διακηρύσσει την τελική της απόφαση να σκοτώσει τα παιδιά της, αλλά και να δώσει θάρρος στον εαυτό της για την φρικτή της πράξη:

        "Φίλες, το έργο το ΄χω αποφασίσει. / γοργά τα τέκνα σφάζω κι απ΄τη χώρα / θα φύγω. Δε θ΄αφήσω αργοπορώντας / απ΄άλλο χέρι πιο εχθρικό να πάνε. / Ανάγκη πάσα να πεθάνουν. Πρέπει / να τα σκοτώσω εγώ που τα ΄χω κάμει. / Εμπρός, καρδιά μου, θάρρος, ετοιμάσου. / Γιατί αργείς το φοβερό να πράξεις / μοιρόγραφτο κακό; Παντέρμο χέρι, / πάρε το ξίφος, πάρε το, προχώρα / ν΄αρχίσεις μια ζωή γεμάτη πόνο, / και μη δειλιάσεις, μήτε να θυμάσαι / πως είναι τα μονάκριβά σου τέκνα / και πως εσύ τα ΄χεις γεννήσει. Μόνο / γι αυτή τη μέρα ξέχνα τα παιδιά σου / κι ύστερα τα θρηνείς. Τι κι αν τα σφάξεις, / ήταν για σένα πάντα αγαπημένα. / Πόσο δυστυχισμένη γυναίκα πάω να γίνω" (στιχ. 1236-1250).


 

    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)