Οι «δισσοί λόγοι»: Επιχείρημα και αντι - επιχείρημα

Και τον ήττω λόγον κρείττω ποιείν… το Πρωταγόρου επάγγελμα»

(Αριστοτέλης, Ρητορ. 1402α. «Το επάγγελμα – υπόσχεση του Πρωταγόρα ήταν να καθιστά τον κακό – αδύναμο λόγο (επιχείρημα) σε καλό – δυνατό»)

Καθημερινά γινόμαστε αποδέκτες διαφόρων θέσεων (πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών) αντίθετων μεταξύ τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που προβληματιζόμαστε έντονα για το κύρος και την αλήθεια κάθε μιας χωριστά. Διερωτώμεθα πώς είναι δυνατόν να ισχύουν και οι δύο; Πού βρίσκεται η αλήθεια; Ποιος στοχεύει στην εξαπάτησή μας; Ποια συμφέροντα κρύβονται; Το ίδιο γεγονός προβάλλεται διαφορετικά από εφημερίδες ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έχουμε διδαχτεί πως για κάθε «πράγμα», υπάρχει μόνο μία θέση που υπακούει τυφλά στους νόμους της λογικής. Η άλλη – διαφορετική άποψη, η εντελώς αντίθετη απορρίπτεται χωρίς ενδοιασμούς, αφού προσβάλλει τη «λογική» μας.

Κάποιοι – όχι μόνον η κυβέρνηση – διατείνονται πως η αγορά των μαχητικών αεροπλάνων τύπου Rafale θα θωρακίσει την χώρα μας και θα την καταστήσει άτρωτη. Ωστόσο κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως η αγορά αυτή θα γονατίσει οικονομικά τη χώρα και η στρατιωτική ισχύ της Ελλάδας θα είναι σχετική, αφού και οι Τούρκοι θα προμηθευτούν ανάλογης ισχύος αεροπλάνα. Το παραπάνω παράδειγμα είναι ενδεικτικό και αναδεικνύει την πολυπλοκότητα κάθε θέσης αλλά και μάς διδάσκει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις αλληλογρονθοκοπούμενες απόψεις για ένα ζήτημα. Οδηγός μας οι«δισσοί λόγοι» των παρεξηγημένων σοφιστών. Ιδιαίτερα ο Πρωταγόρας έλεγε πως:

«δύο λόγους είναι περί παντός πράγματος αντικείμενους αλλήλοις»

(Για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο γνώμες αντίθετες μεταξύ τους)

Τα παραδείγματα που ακολουθούν αποσκοπούν στο να καταδείξουν την ανάγκη να εκπαιδευόμαστε είτε ως ακροατές – δέκτες είτε ως πομποί στην ικανότητα να επιχειρηματολογούμε με επιτυχία και για τις δύο αντίθετες όψεις κάθε φαινομένου. Έτσι ασκούμε την κριτική μας ικανότητα, εμπλουτίζουμε το γνωστικό μας οπλοστάσιο, διευκολύνουμε το διάλογο, καλλιεργούμε τη δημιουργική σκέψη και γενικότερα γινόμαστε καλύτεροι πολίτες για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί η δημοκρατία ως πολίτευμα και κοσμοθεωρία εδράζεται στην πολυφωνία αλλά και στην ικανότητα των πολιτών να κατανοούν ή να εκφέρουν αντίθετα επιχειρήματα για κάθε ζήτημα.

Α. Ευτυχία και Πνευματική καλλιέργεια

Η ΘΕΣΗ: Για πολλούς η πνευματική καλλιέργεια αποτελεί κριτήριο για την ευτυχία του ατόμου, χωρίς όμως να απουσιάζουν κι οι γνώμες εκείνων που πρεσβεύουν το αντίθετο. Για τους πρώτους η πνευματική ανάπτυξη και ολοκλήρωση συμβάλλει στην κατανόηση και ερμηνεία τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού κόσμου του ανθρώπου, στοιχείο που συντελεί στην καλλιέργεια κι ανάπτυξη του αισθήματος της αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Η γνώση και η κατάκτηση του αγνώστου οπλίζει το άτομο με σιγουριά και βεβαιότητα. Αισθάνεται ασφάλεια, ισορροπεί ψυχολογικά και ελέγχει στο μέτρο του δυνατού όλους εκείνους τους παράγοντες που θα μπορούσαν να διασαλεύσουν την ισορροπία και αρμονία του εσωτερικού του κόσμου. Έχοντας αυτά ως δεδομένα και δεχόμενοι την ευτυχία ως μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας και πληρότητας, η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΡΤΙΩΣΗ του ανθρώπου συνιστά παράγοντα ευτυχίας.


Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ: Πολλοί είναι, όμως, κι εκείνοι που θεωρούν πως η πνευματική ανάπτυξη συνοδεύεται από έντονους προβληματισμούς, ερωτήματα, αγωνία και ανησυχία για τη φύση του ανθρώπου, του κόσμου και το μέλλον όλων. Το μέγεθος της γνώσης πολλές φορές αναδεικνύει και κάνει φανερό το μέγεθος της άγνοιας του ανθρώπου και όσων έχει ακόμη να γνωρίσει. Οι προβληματισμοί, όμως, και η συνεχής αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων οδηγεί στο σκεπτικισμό, στοιχείο που ίσως θρέφει και συντηρεί τα αισθήματα της αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Όταν, όμως, μέσα από τη γνώση οδηγείται σ’ αυτές τις οριακές καταστάσεις τότε δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι βρίσκεται κοντά στην ευτυχία. Τα πολλά «γιατί» στη ζωή του ανθρώπου δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητας που αποδομεί την εσωτερική αρμονία αυτού. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται πως η ευτυχία είναι μια προσωπική πορεία και συναρτάται από τη δυνατότητα του ατόμου να συνθέτει τις αντίθετες πλευρές κάθε πράγματος. Γενικά, όμως, κανείς δε θα διαφωνήσει πως είναι προτιμότερη η «δυστυχία» της γνώσης από την «ευτυχία» της άγνοιας.

Β. Η υπακοή ή η ανυπακοή είναι αρετή;

«Κρατίστην είναι δημοκρατίαν εν η πάντες ως τύραννον φοβούνται τον νόμον».(Βίας ο Πριηνεύς)

Η ΘΕΣΗ: Βασική προϋπόθεση μιας οργανωμένης κοινωνίας είναι η συνειδητή υπακοή και πειθαρχία των ατόμων – μελών αυτής στους νόμους και θεσμούς. Πειθαρχώντας τα άτομα σε αρχές και κανόνες δικαίου συντελούν στην ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού, στην εξασφάλιση της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας και στην αποφυγή τριβών μεταξύ των ατόμων και μεταξύ των ατόμων και εξουσίας. Αυτή η αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ των ατόμων από τη μία πλευρά και μεταξύ των ατόμων και πολιτείας από την άλλη βοηθά στην εξέλιξη της κοινωνίας και στην πρόοδό της. Φυσικό, λοιπόν, είναι να θεωρείται αρετή η πειθαρχία και η υπακοή σε ό,τι θεσπίζει η κοινωνία. Επιπρόσθετα, η υπακοή στους νόμους καλλιεργεί το κοινωνικό πνεύμα που προάγει το σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων που εξασφαλίζουν οι νόμοι. Έτσι προάγεται η ηθική συνείδηση των πολιτών που αποτελεί το προστάδιο για την πραγμάτωση της αρετής. Γίνεται, λοιπόν, σαφής η σχέση Πειθαρχίας στους νόμους και Αρετής (ΥΠΑΚΟΗ = ΑΡΕΤΗ).

 

«Η ανθρώπινη ιστορία άρχισε με μία πράξη ανυπακοής».(Φρομ)

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ: Από την άλλη πλευρά είναι γνωστό ότι οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από αντιθέσεις συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και από ένα πλουραλισμό αξιών και ιδανικών – στόχων. Τα παραπάνω δυσκολεύουν την κοινωνική γαλήνη, τη συναίνεση και τον καθορισμό κοινών κανόνων κοινωνικής δράσης και συμπεριφοράς. Έτσι οι κανόνες και οι νόμοι θεσπίζονται από εκείνες τις ομάδες που ελέγχουν την οικονομική εξουσία και μέσω αυτής την πολιτική. Αποτελεί κοινό τόπο η επισήμανση πως το ισχύον σύστημα κανόνων και νομικό πλαίσιο εξυπηρετεί τις ισχυρότερες τάξεις. Επομένως επιβάλλεται το δίκαιον του ισχυροτέρου που υποχρεώνει τους πιο αδύνατους να πειθαρχούν σε νόμους και κανόνες δικαίου που δε συμμετέχουν οι ίδιοι στη θέσπισή τους και το σπουδαιότερο αντιβαίνει στα συμφέροντά τους. Έχοντας αυτό ως αφετηριακό σημείο πολλοί είναι εκείνοι που δεν υπακούουν στους νόμους διεκδικώντας έτσι μέσα από την απειθαρχία στους νόμους τόσο την ικανοποίηση των συμφερόντων της ομάδας ή της τάξης στην οποία ανήκουν όσο και την επιβεβαίωση της προσωπικής τους ελευθερίαςαυτονομίας.

Αυτό, όμως, δικαιώνει και νομιμοποιεί την «παραβατικότητά» τους και αναγνωρίζεται – χαρακτηρίζεται από τα μέλη της ομάδας και της τάξης ως πράξη απελευθερωτική και αρετή. Κάθε, λοιπόν, ανυπακοή σε άδικους, αυθαίρετους και καταπιεστικούς νόμους εμπεριέχει στοιχεία υγιούς συμπεριφοράς και αποτελεί κοινωνικά αναγνωρισμένη αξία στο βαθμό που στοχεύει στην προαγωγή του κοινωνικού συμφέροντος και στην προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων. Έτσι δεν απέχει από την αλήθεια η θέση πως η ανυπακοή στους νόμους αποτελεί αρετή (ΑΝΥΠΑΚΟΗ = ΑΡΕΤΗ).

Γ. Η ανωνυμία στην πόλη ως παράγοντας ελευθερίας ή ανελευθερίας;

«Για να ξέρεις και να μη σε ξέρουν, να ζεις σε πόλη».(Charles Caleb Colton, Άγγλος γνωμικογράφος) 

Η ΘΕΣΗ :Η ανωνυμία των ανθρώπων της πόλης αποτελεί στοιχείο αναιρετικό της ελευθερίας τους. Ζώντας το άτομο σε ένα πλήθος άγνωστων και ανώνυμων συνανθρώπων διακατέχεται από ένα αίσθημα καχυποψίας και δυσπιστίας προς αυτούς. Άγνωστος μέσα σε αγνώστους, ένας αριθμός σε χιλιάδες άλλους αριθμούς, πρόσωπο χωρίς όνομα και ταυτότητα, χάνεται μέσα στη δική του ανωνυμία και την ανωνυμία του πλήθους. Ο άλλος για τον άνθρωπο της μεγαλούπολης είναι ο ξένος, κάτι που προκαλεί το φόβο για τις προθέσεις και επιδιώξεις του. Πολλές φορές αυτός ο φόβος είναι αναίτιος και μεταμορφώνεται σε άγχος. Έτσι αναπτύσσονται ασυνείδητα τα αισθήματα του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας αφού ο ένας για τον άλλο είναι ένας «εν δυνάμει» εχθρός. Αυτή η υπολανθάνουσα εχθρότητα δημιουργεί προβλήματα και θέτει αξεπέραστα εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, που ζουν στην ίδια πόλη και όχι σπάνια στην ίδια γειτονιά ή πολυκατοικία. Απόρροια της απουσίας επικοινωνίας είναι η απομόνωση των ανθρώπων σ’ έναν κλειστό κύκλο φύλων ή γνωστών, που πολλές φορές και σ’ αυτόν τον κύκλο οι σχέσεις και η επικοινωνία καθίστανται με το χρόνο προβληματικές. Οι διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις χάνουν τη ζεστασιά και την αυθεντικότητα, αλλοιώνεται ο χαρακτήρας τους και επικρατεί μία τυπικότητα σε αυτές. Όλα αυτά, λοιπόν, δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλίμα, έναν απρόσωπο χώρο, στοιβαγμένα άτομα χωρίς ιδιαίτερα γνωρίσματα και ταυτότητα ζουν και εργάζονται μέσα σε συνθήκες, που αναιρούν την ίδια την ελευθερία τους.

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ: Η ζωή στην όλη μέσα από την ανωνυμία, που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, χαρίζει ένα αίσθημα ελευθερίας στο άτομο. Ο έλεγχος που ασκεί συνήθως η κοινή γνώμη πάνω στη σκέψη και συμπεριφορά του ατόμου είναι περισσότερο ελαστικός στην πόλη από ότι στην επαρχία, με αποτέλεσμα αυτό να «κινείται» και να εκφράζεται με μεγαλύτερη ελευθερία. Η παρουσία του διπλανού, οι άκαμπτες παραδοσιακές συνήθειες, οι αξίες και οι κώδικες συμπεριφοράς των κλειστών κοινωνιών της υπαίθρου απουσιάζουν από την πόλη και έτσι το άτομο διαμορφώνει πιο ελεύθερα και κατά προσωπικό τρόπο τη σκέψη και κοινωνική του συμπεριφορά. Η ανωνυμία στην πόλη δρα απελευθερωτικά στις κινήσεις, αφού η υπολειτουργία του κοινωνικού ελέγχου και οι απρόσωπες σχέσεις δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες για ανεμπόδιστη έκφραση και ελευθερία κινήσεων. Η αστικοποίηση, λοιπόν, μέσα από την ανωνυμία και από τις συνθήκες προσωπικής ελευθερίας ου εξασφαλίζει συντελεί στη «βίωση» μιας κατάστασης, όπου συνυπάρχουν σε μία περίεργη όσο και αγαστή «συνεργασία» ο φόβος του άγνωστου πλήθους αλλά και η ανοχή αυτού σε κάθε είδους ιδιαιτερότητες του «γνωστού – άγνωστου» διπλανού.

Δ. Το «μοντέρνο» ως έκφραση της προόδου ή της αλλοτρίωσης;

«Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούρια μέρη αλλά να έχεις καινούρια μάτια».(Μαρσέλ Προυστ)

Η ΘΕΣΗ :Από τη μια μεριά, το μοντέρνο υποδηλώνει μια μέγιστη αισιοδοξία και πίστη στη λογική, στην επιστήμη και στην τεχνολογία σαν μέσο απολύτρωσης από τον σκοταδισμό, τον αυταρχισμό, την οικονομική στασιμότητα και τις κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες που χαρακτήριζαν τα προ – βιομηχανικά, παραδοσιακά αλλά μη «πρωτόγονα» κοινωνικά συστήματα. Ο ορθολογισμός, η επιστήμη και η τεχνολογία γίνονται τα μέσα πραγματοποίησης ενός μελλοντικού κόσμου, ενός κοινωνικού οράματος όπου οι διαφόρων ειδών αλλοτριώσεις εξαφανίζονται και όπου η ανθρώπινη λογική, η ελευθερία και η κοινωνική δικαιοσύνη θεσμοποιούνται κατά τρόπο στέρεο και αμετάτρεπτο. Αυτού του είδους η αισιοδοξία και η πίστη στη χωρίς όρια και φραγμούς πρόοδο γίνεται η βάση μιας «προοδευτικής», ηθικής και πολιτικής, σκέψης και πρακτικής, που εντοπίζει το νόημα της σύγχρονης ζωής στην προσπάθεια της όσο πιο ταχεία πραγματοποίησης του κοινωνικού οράματος. Κατά τον Comte και Μαρξ π.χ., το σύγχρονο αυτό όραμα δεν είναι απλή ουτοπία, αλλά εμπεριέχεται δυνάμει στους «νόμους» ή τις τάσεις που μπορεί κανείς να ανακαλύψει στις πολύπλοκες διαδικασίες του εκσυγχρονισμού, δηλαδή στις διαδικασίες περάσματος από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κοινωνία.

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ: Από την άλλη μεριά, υπάρχει και μια άλλη «σύγχρονη»αντίδραση στην κρίση του παραδοσιακού, που βλέπει μέσα από τα ερείπια των παραδοσιακών νοοτροπιών και πολιτισμών να ξεπροβάλλει ένας βάρβαρος ή ακατανόητος κόσμος όπου η επιστήμη και η λογική όχι μόνο είναι από τη φύση τους ανίκανες να δώσουν ένα  νέο νόημα στη ζωή, αλλά τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούνται για την ολοκληρωτική αλλοτρίωση και καταστροφή του ανθρώπινου γένους. Από αυτή την απαισιόδοξη «σκοτεινή» σκοπιά, το μοντέρνο υποδηλοί μια στάση που είναι άκρως καχύποπτη ή και εχθρική στα φωτεινά οράματα του δυτικού διαφωτισμού και που δίνει έμφαση στο εύθραυστο, το συγκυριακό, το παράλογο, το χαώδες και ασυνεχές τους κοινωνικού γίγνεσθαι∙ μια έμφαση που οδηγεί στον σχετικισμό και στην απόρριψη κάθε ολιστικής ή «συστημικής» θεώρησης του κοινωνικού κόσμου∙ μια έμφαση που απορρίπτει κάθε αξία και νόημα ζωής που πηγάζει από τον επιστημονισμό και την τεχνοκρατική αντίληψη του κόσμου∙ μια έμφαση, τέλος, που οδηγεί στον νιτσεϊκό μηδενισμό, στην υπαρξιακή αγωνία, στη βεμπεριανή ιδέα πως όσο πιο πολύ η επιστήμη και η τεχνολογία αυξάνουν τις ικανότητες του ανθρώπου για παραγωγή και κινητοποίηση πόρων, τόσο ο άνθρωπος χάνει το νόημα της ύπαρξή του σ’ έναν κόσμο που δεν έχει πια τη σιγουριά των παραδοσιακών αρχών και προκαταλήψεων. Έτσι ο εργαλειακός/τεχνολογικός ορθολογισμός συμβαδίζει με το παράλογο, ενώ η «ορθολογικοποίηση» των μέσων παραγωγής, εξουσίας και καταναγκασμού οδηγούν στον εγκλωβισμό των σύγχρονων ανθρώπων σε τεράστιες γραφειοκρατικές μηχανές, μέσα στις οποίες κάθε ατομική αυτονομία εξαφανίζεται. (Δημοσίευμα)

Επιμύθιον

Θα αποτελούσε τολμηρή πράξη και παιδαγωγικά ωφέλιμη η καθιέρωση ενός διώρου, στο ωρολόγιο πρόγραμμα, για την εξάσκηση των μαθητών στην εύρεση και διατύπωση επιχειρημάτων και αντι – επιχειρημάτων πάνω σε θέματα της επικαιρότητας. Έτσι αναζωογονείται ο διάλογος και αποφεύγεται ο εθισμός στα συνθήματα και στις λογικά αστήρικτες θέσεις. Αποτελεί παραδοξολογία να μην υπάρχει στο ελληνικό σχολείο ως θεσμός οι «δισσοί λόγοι», αφού πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες καθιέρωσαν αυτήν την τεχνική. Εξάλλου η αλήθεια είναι άκρως απαιτητική και λειτουργεί ως κινούμενος στόχος.

Εξάλλου οι «δισσοί λόγοι» μάς αναγκάζουν να εστιάζουμε τα επιχειρήματά μας όχι στα «εικότα» (φαινομενικά), αλλά στον πυρήνα τους και σε ό,τι υπακούει στην απόδειξη. Μέγιστος κριτής και αξιολογητής όλων ο άνθρωπος με ό,τι αυτό συνεπάγεται (υποκειμενικότητα, συμφέροντα…). Ο Πρωταγόρας πρώτος πρόβαλε τον αντιπροσωπευτικό τύπο αξιολόγησης της πραγματικότητας, του Homo mensura (άνθρωπος μέτρο):

«Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)