ΠΡΟΟΔΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
«Άλλως τε και τας επιδόσεις
ίσμεν γιγνομένας και των τεχνών και των άλλων απάντων ου δια τους εμμένοντας
τοις καθεστώσιν, αλλά δια τους επανορθούντας και τολμώντας αεί τι κινείν των μη
καλώς εχόντων»
(Ισοκράτους, Ευαγόρας «Εξάλλου, ξέρουμε ότι η πρόοδος και στις τέχνες και σ’ όλα τα άλλο
συντελείται όχι εξαιτίας αυτών που μένουν προσκολλημένοι στα παραδομένα, αλλά
εξαιτίας εκείνων που διορθώνουν και τολμούν πάντα κάτι ν’ αλλάξουν απ’ αυτά που
παρουσιάζουν λάθη»).
Η παραπάνω θέση –
ύμνος του Ισοκράτη στο υποκείμενο
της αλλαγής δικαιώνει την άποψη του Walter Bagehot που διατύπωσε το 1872: «Οι αρχαίοι δεν διέθεταν την έννοια για την
πρόοδο∙ δηλαδή όχι μόνο δεν απέρριπταν
απλώς την ιδέα, αλλά, ακόμη περισσότερο, δεν την είχαν καν διανοηθεί».
Όσο κι αν αυτή η
άποψη ενέχει στοιχεία υπερβολής, αποτυπώνει μια πραγματικότητα με την οποία
συμφωνεί και η επιστήμη της γλωσσολογίας. Ότι, δηλαδή, οι λέξεις δεν υπάρχουν στο βαθμό που δεν υπάρχει και η αντίστοιχη έννοια. Αυτή με τη σειρά της αντανακλά
μια υλική (χώμα) ή άυλη πραγματικότητα
(ελευθερία). Υπάρχει, επομένως, μια αλληλένδετη σχέση μεταξύ της
πραγματικότητας (ΕΙΝΑΙ), της έννοιας
(ΕΝΝΟΕΙΝ) και της λέξης (ΛΕΓΕΙΝ). Ο ίδιος ο Παρμενίδης είχε διακρίνει αυτήν την σχέση «Το γαρ αυτό νοείν εστίν και
είναι» ή «χρη το λέγειν τε και νοείν τ’ εόν έμμεναι» (Αυτό για το οποίο
μπορεί κανείς να μιλάει και να σκέφτεται πρέπει να υπάρχει).
α. Η απουσία της έννοιας
Προκειμένου για την
έννοια Πρόοδος (από το προ + οδός)
πραγματικά η λέξη αυτή απουσιάζει από την αρχαία Ελληνική γραμματεία. Ίσως αυτό
να σημαίνει πως οι αρχαίοι Έλληνες ψυχολογικά «τρέφονταν» με το παρελθόν,
ενώ η πρόοδος κατεξοχήν εκφράζει θεωρητικά ή εικοτολογικά το μέλλον. Μια άλλη
ερμηνεία για την απουσία της λέξης Πρόοδος είναι κι αυτή που σχετίζεται με την
ίδια τη δομή του οικονομικού –
κοινωνικού συστήματος όπου κυρίαρχη θέση είχαν οι δούλοι και όχι η τεχνολογία. (Δουλοκτητικό σύστημα).
Ένα άλλο στοιχείο που ερμηνεύει πειστικά την
απουσία της προόδου (ως έννοιας) είναι κι αυτό της γραμμικής πορείας της (από υποδεέστερες μορφές ζωής σε ανώτερες).
Οι αρχαίοι Έλληνες, όμως, διακατέχονταν από μια αντίθετη αντίληψη – βίωση του
χρόνου (κυκλική επιστροφή). Ενώ, δηλαδή, η πρόοδος
ως πορεία σηματοδοτεί κάτι θετικό
και υγιές (γραμμική πορεία), η κυκλική πορεία αποτυπώνει την έκπτωση των ανθρώπων από υγιέστερες
μορφές ζωής σε ασθενέστερες (πνευματικά και ηθικά).
Λόγοι, δηλαδή,
οικονομικοί, φιλοσοφικοί και θρησκευτικοί εγκλώβισαν τους αρχαίους Έλληνες σε
μια αντίληψη όπου η πρόοδος ως σκοπός (τελολογία), κατεύθυνση, πορεία προς τα
εμπρός δεν είχε σημείο αναφοράς. Η λέξη «επίδοσις»
που σημασιολογικά γειτνιάζει με την έννοια πρόοδος είναι πολύ γενική και
βρίσκεται κοντά στην έννοια «εξέλιξη»
που χρησιμοποιείται με διττό τρόπο (θετικό ή αρνητικό) ή στις λέξεις προκοπή και βελτίωση.
Εκείνο, όμως, το
στοιχείο που εξοστράκισε τη λέξη – έννοια από την αρχαία ελληνική γραμματεία
ήταν κι αυτό της αξιολόγησης της
ανθρώπινης πορείας και ζωής. Για τους αρχαίους η στοιχειώδης τεχνολογική πρόοδος δεν συνοδεύτηκε
κατ’ ανάγκην και με την ηθική
πρόοδο. Το αντίθετο μάλλον. Οι μύθοι τους και η θρησκεία τους σκηνοθέτησαν την ηθική έκπτωση του ανθρώπου και την
οπισθοδρόμησή του.
Ο Ζαν Γκρενιέ
αποδίδει με το δικό του τρόπο την παραπάνω αντίληψη:
«Οι
Αρχαίοι είχαν τοπολογικούς μύθους. Κατανοούσαν τον κόσμο σαν μια τεράστια
οικοδομή με πολλά πατώματα και κάθε ανθρώπινη φιλοδοξία απέβλεπε στην
προσέγγιση του ανώτερου επιπέδου από ενδιάμεσες βαθμίδες, αλλά πάντοτε με τον
κίνδυνο της πτώσης στο χαμηλότερο πάτωμα. Συναντούμε αυτό τον κόσμο στον
Πλάτωνα, τον Πλωτίνο και ακόμη στη ‘’Θεία Κωμωδία΄΄. Αλλά οι Σύγχρονοι τούς
αντικατέστησαν με χρονολογικούς μύθους. Ανακάλυψαν πως το μετά ήταν καλύτερο
από το πριν, όπως οι Αρχαίοι πίστευαν πως το ψηλότερο ήταν καλύτερο από το
χαμηλότερο. Το κέντρο ενδιαφέροντος μετατοπίστηκε: δεν ενδιέφεραν πια οι
σχέσεις της γης και του ουρανού και των αβύσσων, αλλά οι σχέσεις του παλιού και
του καινούργιου. Η τελειοποίηση έδωσε την θέση στην πρόοδο».
β.
Πρόοδος και διαφωτισμός
Για τους
περισσότερους μελετητές η πρόοδος ως
έννοια και ιδέα θεωρείται τέκνο του Διαφωτισμού
(17ος – 18ος αιώνας). Οι εγκυκλοπαιδιστές, ο Ρουσσώ και
οι διανοούμενοι – φιλόσοφοι του 18ου και 19ου αιώνα
κατέστησαν την έννοια της προόδου βασικό γνώρισμα του πολιτισμού της εποχής
τους. Ιδιαίτερα ο 18ος και 19ος αιώνας κατακλύστηκαν από
την ιδέα της γραμμικής προόδου,
αδιάκοπης και χωρίς όρια. Σύμφωνα με τους ίδιους μελετητές η πρόοδος ως έννοια
και διαδικασία ανθοφορεί και καρπίζει στους νεότερους χρόνους και απουσίαζε από
το πλαίσιο – κύκλο των πολιτισμών της αρχαίας Ελλάδας και Αιγύπτου.
Ωστόσο, κάποιοι άλλοι και ιδιαίτερα ο Ludwig Edelstein στο έργο του «Η ιδέα της προόδου στην κλασσική αρχαιότητα», διατείνονται πως οι
Έλληνες κατασκεύασαν την ιδέα της προόδου, ανεξάρτητα αν αυτή ως έννοια και
λέξη απουσιάζει από το λεξιλόγιό τους.
Η ανάγνωση των
αρχαιοελληνικών μύθων, των ιστορικών και φιλοσοφικών ή ποιητικών κειμένων ίσως
δικαιώσει τη θέση πως η έννοια της προόδου έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα,
έστω και με το δικό της τρόπο. Μια ταχεία εξέταση και περιγραφή του γενεαλογικού δέντρου της προόδου να
βοηθούσε στην κατανόηση της ψυχολογικής στάσης των αρχαίων Ελλήνων προς την
πρόοδο και να άρει την αντιφατικότητα
που τη συνθέτουν οι μύθοι για την πρόοδο και η απουσία της έννοιας από το
λεξιλόγιο – κείμενα. Οδηγός σε αυτήν την προσπάθεια τα κείμενα της
αρχαιοελληνικής γραμματείας, όπως παρατίθενται στο έργο «Η ιδέα της προόδου στην κλασική
αρχαιότητα» (Εκδόσεις «Εξάντας»).
γ.
Πρόοδος και Κείμενα
Α. ΗΣΙΟΔΟΣ: Ο ποιητής στο έργο του «Έργα
και Ημέραι» μέσα από τους μύθους προβάλλει τον εκφυλισμό του ανθρώπινου γένους από μια κατάσταση ιδανική
(παράδεισος) σε μια κατάσταση υλικής και ηθικής έκπτωσης και παρακμής. Είναι η ιστορία των πέντε φυλών, που συνοδεύουν ως
μυθολογικό εφεύρημα το μύθο των τεσσάρων
μετάλλων, (χρυσός, ασήμι, χαλκός, σίδηρος). Αν και το τέλος της ιστορίας
ενέχει στοιχεία εσχατολογικά (η
πτώση του ανθρώπου), εύκολα υπονοεί την ανάγκη επιστροφής στη «χρυσή» εποχή, σύμφωνα και με την επικρατούσα
αντίληψη (κυκλική θεωρία):
1. «Χρύσεον μεν πρώτιστα
γένος μερόπων ανθρώπων/ αθάνατοι ποίησαν Ολύμπια δώματ’ έχοντες».
(Χρυσό γένος), (Πρώτη φυλή).
2. «Δεύτερον αύτε γένος πολύ χειρότερον μετ όπισθεν/ αργύρεον ποίησαν..» (Ασημένιο γένος), (Δεύτερη
φυλή).
3.
«Ζευς δε πατήρ τρίτον άλλο γένος/ μερόπων
ανθρώπων/ χάλκειον ποίησ’, ουκ αργυρέω ουδέν
ομοίον» (Χάλκινο γένος), (Τρίτη φυλή).
4. «Αύτις
έτ’ άλλο τέταρτον…/ ανδρών ηρώων θείον γένος, οι
καλέονται ημίθεοι…» (Θεϊκό γένος),
(Τέταρτη φυλή).
5. «Μηκέτι
έπειτ’ ώφελλον εγώ πέμπτοισι μετείναι…/ νυν γαρ
δη γένος εστί σιδήρεον» (Σιδερένιο
γένος), (Πέμπτη φυλή).
Ο μύθος τελειώνει
με μια απαισιόδοξη πρόβλεψη για το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. «Τα
δε λείψεται άλγεα λυγρά/ θνητοίς ανθρώποισι˙ κακού δ’ ουκ έσσεται αλκή»
(Στους θνητούς ανθρώπους θα μείνουν μόνο πικροί πόνοι, κι απ’ το κακό δεν θα
υπάρχει σωτηρία).
Β. ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ: Ο Ίωνας ποιητής και
φιλόσοφος αντιτίθεται στην πεσιμιστική άποψη του Ησιόδου και διαβεβαιώνει πως
οι άνθρωποι, προϊόντος του χρόνου, θα βελτιώσουν
τη θέση τους στον κόσμο με τη βοήθεια των ανακαλύψεων και εφευρέσεών τους.
Είναι ο πρεσβευτής της ανοδικής και εξελικτικής πορείας του ανθρώπου και του
πολιτισμού «Ούτοι απ’ αρχής πάντα θεοί θνητοίσ’ υπέδειξαν,/ αλλά χρόνωι ζητούντες
εφευρίσκουσιν άμεινον» (Οι θεοί δεν υπέδειξαν από την αρχή τα πάντα
στους θνητούς. Ύστερα από έρευνα βρίσκουν αυτοί στην πορεία του χρόνου ολοένα
και καλύτερα πράγματα).
Γ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ο Προμηθέας ως μυθικό
πρόσωπο είναι ο βασικότερος εκφραστής της μετάβασης του ανθρώπινου γένους από
μια κατάσταση άγνοιας και πενίας στη γνώση και στον πλούτο. Ο άνθρωπος,
δηλαδή, με εφόδια τη φωτιά και τη
λογική κυριάρχησε στη φύση και δημιούργησε τον πολιτισμό. Βέβαια όλα αυτά τα χρεώθηκε ο ίδιος και γι’ αυτό
τιμωρήθηκε σκληρά. Ο Προμηθέας είναι το αιώνιο σύμβολο της ανήσυχης σκέψης του ανθρώπου που διακινδυνεύει και
συγκρούεται με ανώτερες δυνάμεις. Είναι η ανθρώπινη προσπάθεια για πρόοδο με
τους δικούς του όρους: α. «Ταν βροτοίς δε πήματα/ ακούσαθ’, ως
σφας νηπίους όντας το πριν/ έννους έθηκα και φρενών επηβόλους» (Ακούστε
όμως τις δυστυχίες των θνητών, που ενώ πριν ήταν σαν παιδιά, εγώ τους έδωσα νου
και σκέψη). β. «και μην αριθμόν, έξοχον σοφισμάτων,/ εξηύρον αυτοίς, γραμμάτων τε
συνθέσεις,/ μνήμην απάντων…» (Αλλά
τον αριθμό, την κυριότερη σοφία, ανακάλυψα εγώ γι’ αυτούς, και των γραμμάτων τα
συνταιριάσματα, μνήμη των πάντων, γ. «πριν γ’ εγώ σφίσιν/ έδειξα κράσεις ηπίων
ακεσμάτων,/ αις τας απάσας εξαμύνονται νόσους» (εγώ όμως τους έδειξα
πώς να αναμειγνύουν καταπραυντικά βότανα και με αυτά να καταπολεμούν όλες τις
αρρώστιες), δ. «βραχεί δε μύθω πάντα συλλήβδην μάθε,/ πάσαι τέχναι βροτοίσιν εκ
Προμηθέως» (Με λίγα λόγια, όμως, μάθε πως ο Προμηθέας δίδαξε όλες τις
τέχνες στους θνητούς). (Αισχύλος, «Προμηθέας
δεσμώτης»).
Δ.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: Ο Ευριπίδης με τα λόγια του Θησέα διακηρύσσει τη συμβολή των
Θεών στην ανθρώπινη πρόοδο αλλά και καταγγέλλει όλους εκείνους που
συμπεριφέρονται αλαζονικά και στοχεύουν να ξεπεράσουν τους Θεούς. «Πρώτον
μεν ενθείς σύνεσιν, είτ’ δ’ άγγελον/ γλώσσαν λόγων δους, ώστε γιγνώσκειν όπα…»
(Πρώτα το λογικό φύτεψε μέσα μας, ύστερα μας έδωσε τη γλώσσα ως αγγελιαφόρο της
σκέψης, ώστε να καταλαβαίνουμε τα λόγια των άλλων). (Ευριπίδης, «Ικέτιδες»).
Ε.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ: Ο Σοφοκλής δια του στόματος του Χορού διαφωνεί με τον Ευριπίδη
(περί θεόσταλτης προόδου) και καταφάσκει υπέρ της ανθρώπινης εξέλιξης μέσα από
τις ενέργειες του ιδίου του ανθρώπου. Προβάλλεται, δηλαδή, εμφαντικά η
«ανθρωπιστική ερμηνεία της προόδου» με όπλο τον αναδυόμενο ορθολογισμό: α.
«Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου, δεινότερον πέλει˙…» (Πολλά τα θαυμαστά
πράγματα, μα τίποτα πιο θαυμαστό δεν υπάρχει από τον άνθρωπο), β.
«και φθέγμα και ανεμόεν/ φρόνημα και αστυνόμους οργάς εδιδάξατο….» (και
ομιλία και σκέψη γρήγορη σαν τον άνεμο και την τάση να διαμορφώνει οργανωμένες
πόλεις έμαθε…)
Ωστόσο, ο άνθρωπος
με όλα τα επιτεύγματα και την πρόοδο του δεν είναι πάντα δημιουργός – φορέας
του καλού «Σοφόν τι το μηχανόεν/ τέχνας υπέρ ελπίδ’ έχων,/ τοτέ μεν κακόν, άλλοτ’
επ’ εσθλόν έρπει…» (θεωρώντας την πέρα από κάθε προσδοκία
εφευρετικότητά του στα τεχνάσματα σημαντική ικανότητα, άλλοτε προς το κακό,
άλλοτε προς το καλό ρέπει), («Αντιγόνη»).
Προβαίνει δε ο Σοφοκλής – μέσα από τα λόγια του χορού – σε αξιολόγηση εκείνων των πράξεων που προάγουν την πόλιν (τήρηση νόμων
και του θεϊκού δικαίου) και εκείνων που δρουν ως ολετήρες αυτής. Το αντιθετικό Υψίπολις
vs Άπολις καταγράφει
με ενάργεια τους δυο τύπους ανθρώπων. (Σοφοκλής, «Αντιγόνη»).
ΣΤ. ΚΡΙΤΙΑΣ: Μια ρηξικέλευθη άποψη για
την εξελικτική πορεία του ανθρώπου και του πολιτισμού ήταν κι αυτή του Ποιητή –
φιλοσόφου – πολιτικού και ρήτορα Κριτία που υποστήριζε (όπως και ο Ξενοφάνης)
ότι οι θεοί είναι κατασκευάσματα ανθρώπινα. Σκοπός αυτής
της θεωρίας ήταν να καταδείξει την ανοδική
πορεία του ανθρώπου από μια χαοτική και ερεβώδη κατάσταση σε μια άλλη όπου
κυριαρχεί το δίκαιο και η κοινωνική ευταξία: 1. «Ην χρόνος, ότ’ ήν άτακτος
ανθρώπων βίος/ και θηριώδης ισχύος θ’ υπηρέτης…» (Υπήρξε καιρός όπου η
ανθρώπινη ζωή ήταν ακατάστατη, θηριώδης και υποταγμένη στη δύναμη), 2.
«Τηνικαύτα μοι δοκεί/ πρώτον πυκνός τις και σοφός γνώμην ανήρ γνώναι/ θεών δέος
θνητοίσιν εξευρείν, όπως/ είη τι δείγμα τοις κακοίσι, καν λάθραι/ πράσσωσιν ή
λέγωσιν ή φρονώσι τι/ εντεύθεν ουν το Θείον εισηγήσατο» (Μου φαίνεται
πως κάποιος έξυπνος και σοφός άνθρωπος επινόησε για πρώτη φορά το φόβο των θεών
για τους θνητούς, ώστε να υπάρχει κάτι που να το φοβούνται οι κακοί, ακόμη κι
όταν κάνουν ή λένε ή σκέφτονται κάτι στα κρυφά. Επινόησε, λοιπόν, έτσι το θείο
– Θεό).
Ζ. ΜΟΣΧΙΩΝ: Ανάλογες με τον Κριτία τις
απόψεις είναι και οι θέσεις του τραγικού ποιητή (3ος π.Χ.) Μοσχίωνα
που περιγράφει την πορεία του ανθρώπου από τον πρωτογονισμό στον «πολιτισμό». Ήταν οπαδός της εξέλιξης
του ανθρώπου. «Ην γαρ ποτ’ αιών κείνος, ην που’ ηνίκα/ θηρσίν διαίτας είχον εμφερείς
βροτοί…. βοραί δε σαρκοβρώτες αλληλοκτόνους/ παρείχον αυτοίς δαίτας… επεί δ’ ο
τίκτων πάντα και τρέφων χρόνος/ τον θνητόν ηλλοίωσεν έμπαλιν βίον,/ είτ’ ουν
μέριμναν την Προμηθέως σπάσας/ είτ’ ουν ανάγκην είτε τη μακρά τριβή/ αυτήν
παρασχών την φύσιν διδάσκαλον/ τοθ’ ηυρέθη μεν καρπός τροφής/ Δήμητρος αγνής….»
(Γιατί κάποτε ήταν μια εποχή όπου οι άνθρωποι ζούσαν σαν θηρία…. Οι άνθρωποι
έτρωγαν τους ομοίους τους…. Και όταν ο χρόνος, που γεννά και τρέφει τα πάντα,
άλλαξε τη ζωή των θνητών, είτε από μέριμνα του Προμηθέα είτε από αναγκαιότητα
είτε από τη μακρόχρονη τριβή, κάνοντας την ίδια τη φύση δάσκαλό τους, τότε
βρέθηκε ο καρπός ο ήμερος, η τροφή της αγνής Δήμητρας). Η αφήγησή του τελειώνει
με τη θετική κατάσταση που προέκυψε από την εξέλιξη. «Τον ηγριωμένον/ εις ήμερον
δίαιταν ήγαγον βίον….» (Οι άνθρωποι ημέρεψαν την άγρια ζωή τους).
ΣΤ. ΠΛΑΤΩΝ – ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ: Αυτός, όμως,
που διατύπωσε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την εξέλιξη και την «πρόοδο»
ανθρώπων και κοινωνιών ήταν ο Πλάτων μέσα από το μύθο του Πρωταγόρα. Αν και ο Πλάτων θεωρούσε τον υπαρκτό κόσμο ως «απείκασμα»
του κόσμου των ιδεών (δηλαδή μια φενάκη), εντούτοις με το μύθο του Πρωταγόρα
υμνεί την προσπάθεια του ανθρώπου για πρόοδο με τη συνδρομή βέβαια των Θεών. Τα
αποσπάσματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά και καταδεικνύουν τα στάδια της
εξέλιξης του ανθρώπινου γένους.
1.
«Ην γαρ ποτέ χρόνος ότε θεοί μεν ήσαν, θνητά δε γένη ουκ ην… τυπούσιν αυτά θεοί
γης ένδον εκ γης και πυρός μείξαντες….» (Ήταν κάποτε η εποχή που
υπήρχαν θεοί, όχι όμως και άνθρωποι….. τους έπλασαν οι θεοί στο εσωτερικό της
γης από γη (χώμα) και φωτιά….)
2. «Άτε
δη ουν ου πάνυ τι σοφός ων ο Επιμηθέας έλαθεν αυτόν…. Λοιπόν δη ακόσμητον έτι
αυτώ ην το ανθρώπων γένος….» (Επειδή, όμως, ο Επιμηθέας δεν ήταν και
πολύ σοφός ξεχάστηκε…. και δεν είχε χαρίσει τίποτα στο ανθρώπινο γένος).
3. «απορία ουν σχόμενος ο Προμηθεύς ήντινα
σωτηρίαν τω ανθρώπω εύροι, κλέπτει Ηφαίστου και Αθηνάς την έντεχνον σοφίαν συν
πυρί…. Και ούτω δη δωρείται ανθρώπω. Την μεν ουν περί τον βίον σοφίαν άνθρωπος
ταύτη έσχεν, την δε πολιτικήν ουκ είχεν….» (Και καθώς ο Προμηθέας βρισκόταν σε αμηχανία να βρει κάποια
σωτηρία για τον άνθρωπο, έκλεψε την τεχνική ικανότητα του Ηφαίστου και της
Αθηνάς και μαζί τη φωτιά…. Κι έτσι τη δώρισε στον άνθρωπο. Έτσι απέκτησε ο
άνθρωπος τις τέχνες που του χρειάζονται για τη ζωή του, την πολιτική ικανότητα
όμως δεν την είχε).
4.
«έπειτα φωνήν και ονόματα ταχύ διηρθώσατο τη τέχνη…..πόλεις δε ουκ ήσαν…
εζήτουν δη αθροίζεσθαι και σώζεσθαι κτίζοντες πόλεις…. Ερμήν πέμπει άγοντα εις
ανθρώπους αιδώ τε και δίκην, ίν’ είεν πόλεων κόσμοι τε και δεσμοί φιλίας
συναγωγοί….» (Έπειτα γρήγορα πέτυχε να διαρθρώσει με τέχνη φωνή και
λέξεις…. Δεν υπήρχαν πόλεις… προσπαθούσαν, λοιπόν, να είναι όλοι μαζί και να
σωθούν χτίζοντας πόλεις…. Ο Δίας έστειλε τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την
αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να υπάρξουν αρμονία στις πόλεις και δημιουργικοί
δεσμοί φιλίας). Καταγράφεται η πορεία του ανθρώπου από την πρωτόγονη κατάσταση
που με την πνευματική καλλιέργεια (γλώσσα…) συγκρότησε πόλεις που αποτέλεσαν το
πλαίσιο μέσα στο οποίο το ανθρώπινο γένος προόδευσε και εξελίχθηκε πνευματικά,
πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά.
Ζ.
ΔΙΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ: Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός και συγγραφέας (80-20
π.Χ.) επισήμανε κι αυτός τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η γλώσσα (λέξεις….) στην πρόοδο κι εξέλιξη του ανθρώπου: «της
φωνής δ’ ασήμου και συγκεχυμένης ούσης εκ του κατ’ ολίγον διαρθρούν τας λέξεις,
και προς αλλήλους τιθέντα σύμβολα περί εκάστου των υποκειμένων γνώριμον σφίσιν
αυτοίς ποιήσαι την περί απάντων ερμηνείαν…. Και συνεργούς έχοντι προς άπαντα
χείρας και λόγον και ψυχής αγχίνοιαν» (Η φωνή ήταν αρχικά δίχως νόημα
και συγκεχυμένη˙ σιγά – σιγά όμως άρχισαν να αρθρώνουν τις λέξεις και να
χρησιμοποιούν, με κοινή συμφωνία, σύμβολα για να δηλώνουν κάθε πράγμα. Έτσι
δημιούργησαν ένα γνωστό σε όλους τρόπο για να δηλώνουν όλα τα πράγματα…. Και σε
κάθε περίσταση έχει ο άνθρωπος συνεργούς τα χέρια του, τη γλώσσα του και την
ευστροφία της ψυχής του).
Η. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: Ο ιστορικός Θουκυδίδης
βλέποντας τις αγριότητες του Πελ/κού πολέμου θεωρεί πως αυτά θα
επαναλαμβάνονται, αφού η φύση του
ανθρώπου παραμένει η ίδια. Τη θέση
αυτή του Θουκυδίδη άλλοι τη μετέφρασαν ως αποδοχή της άποψης περί κυκλικής πορείας κι άλλοι ως άρνηση
προόδου – εξέλιξης της ανθρώπινης φύσης. Η δικαίωση του ιστορικού έγκειται στο
γεγονός ότι επισήμανε με ευκρίνεια τη βαθύτερη αιτία της συμπεριφοράς των
ανθρώπων, που δεν είναι άλλη από το «αμετάβλητον» της ανθρώπινης φύσης:
«Και επέπεσε πολλά και χαλεπά κατά στάσιν ταις πόλεσι, γιγνόμενα μεν και αεί
εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η» (Και έπεσαν πάνω στις πόλεις
από τους εμφυλίους πολέμους πολλές συμφορές που γίνονταν και θα γίνονται πάντα όσο
η φύση του ανθρώπου θα μένει η ίδια).
Σε ένα άλλο χωρίο
υποστηρίζει πως οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης είναι δύσκολο να αποτραπούν από εξωγενή στοιχεία. Και
όσο ο άνθρωπος ή η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια πως μπορούμε να μιλάμε για
πρόοδο ή εξέλιξη του πολιτισμού; «απλώς τε αδύνατον και πολλής ευηθείας,
όστις οίεται της ανθρωπείας φύσεως ορμωμένης προθύμως τι πράξαι αποτροπήν τινα
έχειν ή νόμων ισχύι ή άλλω τω δεινώ» (Με δυο λόγια, είναι αδύνατον και
είναι πολύ ανόητος εκείνος που νομίζει πως, όταν η ανθρώπινη φύση σπρώχνεται
από το πάθος να κάνει κάτι, μπορεί να αποτραπεί απ’ αυτό, είτε με τη δύναμη του
νόμου είτε με κάποιο άλλο φόβητρο).
Ο κατάλογος των
αναφορών στην έννοια πρόοδος στους
αρχαίους κλασικούς (ποιητές, ιστορικοί, φιλόσοφοι…) είναι μεγάλος και κάθε
προσπάθεια αναλυτικής καταγραφής κινδυνεύει να αδικήσει κάποιους. Η δυσκολία
καταγραφής πηγάζει, επίσης, είτε από το μέγεθος του έργου (Πλάτων, Αριστοτέλης)
είτε από τις αντιτιθέμενες ερμηνείες που αναπτύχθηκαν για την αναφορά τους στην
έννοια «πρόοδος».
Για τον Πλάτωνα π.χ. «πρόοδος» θεωρείται η επιστροφή
– επάνοδος σε μια προϋπάρχουσα και σταθερή ουσία του κόσμου (ιδέες). Για
τον Πλάτωνα κάθε εφεύρεση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «ανάμνησις» του κόσμου
των Ιδεών. Άρα υποβόσκει μια άρνηση της εξέλιξης – προόδου. Για τον Πλάτωνα
αξία δεν έχει η κίνηση προς τα εμπρός (γραμμική πορεία), αλλά προς τα επάνω (χώρος ιδεών).
δ.
Πρόοδος και Αριστοτέλης
Αλλά και στο έργο του Αριστοτέλη
υπάρχει μια αμφισημία σχετικά με την πρόοδο. Ο φιλόσοφος συμπυκνώνει την
άποψή του για την πρόοδο – εξέλιξη στο «εν δυνάμει» και «εν
ενεργεία» αλλά και στην «τελεολογική» αντίληψη για την
πορεία του ανθρώπου και του πολιτισμού του. Ό,τι συμβαίνει, δηλαδή, υπηρετεί
έναν υπέρτατο στόχο «τέλος» και είναι η έκφραση «εν
ενεργεία» αυτού που προϋπήρχε ως δυνατότητα «εν δυνάμει». Αυτή η sui generis άποψη για την πρόοδο και μεταβολή διαπνέει
ολόκληρο το έργο του.
Στα «Πολιτικά»
(1268b31 -1269a8) εκφράζει
τη δυσπιστία κάποιων, αν η αλλαγή των νόμων συνιστά κάτι ωφέλιμο ή όχι για την
πόλιν αλλά και για το αν η αλλαγή συνιστά κάτι αναγκαίο για την πολιτική: «απορούσι γαρ τινες πότερον βλαβερόν ή συμφέρον ταις
πόλεσι το κινείν τους πατρίους νόμους, αν η τις άλλος βελτίων…. Και δόξειεν αν
βέλτιον είναι το κινείν…. ώστ’ επεί μίαν τούτω θετέον και την πολιτικής, δήλον
ότι και παρί ταύτην αναγκαίον ομοίως έχειν», (Γιατί μερικοί δεν
γνωρίζουν αν είναι βλαβερή ή συμφέρουσα για τι πόλεις η αλλαγή των
πατροπαράδοτων νόμων με κάποιους αν βρεθούν καλύτεροι… Θα μπορούσε να φανεί ότι
είναι καλύτερη η αλλαγή… και αφού κατατάσσουμε την πολιτική ανάμεσα σε αυτές
τις τέχνες (ιατρική…), είναι φανερό ότι είναι αναγκαίο να ισχύσουν τα ίδια και
γι’ αυτήν).
Αν και η φύση για το φιλόσοφο Αριστοτέλη
λειτουργεί «τελεολογικά», η άποψή του για το «κινούν ακίνητο» προκαλεί
αντιγνωμίες ως προς τη θέση του Αριστοτέλη για την πρόοδο. Πως μπορεί να
υπάρξει κίνηση από κάτι που δεν κινείται; Και το «κινούν ακίνητον» είναι η τελική αιτία της κίνησης ή η ποιητική; Αν
η κίνηση είναι κάτι «αΐδιον», ποια η θέση του «ακίνητου κινούντος»; Ερωτήματα που
έτσι κι αλλιώς τρέφουν τον προβληματισμό για το περιεχόμενο της έννοιας «πρόοδος» στην αρχαία Ελληνική
γραμματεία.
ε.
Πρόοδος και Αλλαγή
Τελικά
φιλόσοφοι, ιστορικοί και ρήτορες επισημαίνουν και προβάλλουν εμφαντικά πως η
πρόοδος – αλλαγή είναι συνυφασμένη με το «αεί τι κινείν των μη καλώς εχόντων»
(Ισοκράτης) και το «βέλτιον είναι το κινείν» (Αριστοτέλης).
Ένας διαρκής και
διαχρονικός προβληματισμός συντηρείται
πάνω στο ερώτημα αν η αλλαγή
συνοδεύεται κατ’ ανάγκην από την πρόοδο.
α. «Δεν μπορώ να πω ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα,
αν αλλάξουν. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι για να γίνουν καλύτερα τα
πράγματα πρέπει να αλλάξουν», (Γκέοργκ
Λαϊχτενμπερκ)
β. «Κάθε αλλαγή δεν είναι πρόοδος… Όμως η πρόοδος στους
οργανισμούς και κοινωνίες δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αλλαγές»,
(Μπουραντάς)
ΧΡΗΣΙΜΑ ΒΙΒΛΙΑ:
1. Περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ»: Πρόοδος και Προοδευτικοί (Τ. 60, 1976)
2. «Η
Ελληνική ιδιαιτερότητα» (1 και 2): Κορνήλιος Καστοριάδης
3. «Η
ιδέα της προόδου στην κλασική αρχαιότητα», Εκδόσεις «Εξάντας» 2000.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου