Σμιθ ή Κέϋνς: Το μεγάλο δίλημμα

«Σε περιόδους κρίσης το κράτος αξίζει να πληρώνει τους εργάτες απλώς για να κάνουν τρύπες στο έδαφος κι άλλους να τις σκεπάζουν… Αυτό θα έκανε καλό στην οικονομία»

(Κέϋνς)

Οι Ιερεμιάδες της οικονομικής καταστροφής και οι Κασσάνδρες των κοινωνικών μεταλλάξεων προετοιμάζουν το έδαφος για τις ολέθριες συνέπειες της επιδημικής κρίσης. Η θανατηφόρα επέλαση του Covid-19 τείνει να συγκλονίσει συθέμελα το παραδοσιακό σύστημα προοιωνίζοντας βίαιες ανακατατάξεις, ανασχηματισμούς και μεταβολές σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δημιουργίας. 


 

Μπορεί η διαφαινόμενη οικονομική κρίση να είναι η πιο ορατή, αλλά δεν είναι και η μόνη. Οι κοινωνικές αλλαγές και οι πολιτικές αναθεωρήσεις τείνουν να κυριαρχήσουν στο επόμενο διάστημα. Θα δοκιμαστούν σκληρά όχι μόνο οι οικονομολόγοι για τις προτάσεις τους προς υπέρβαση της κρίσης, αλλά και οι πολιτικοί για τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης. Ένα παραδοσιακό – όχι και τόσο θεωρητικό – πρόβλημα επανέρχεται οξύτερο: Η οικονομία ποδηγετεί και διαμορφώνει την Πολιτική ή η Πολιτική καθορίζει το χώρος της Πολιτικής; (Οικονομία « Πολιτική).

 

Η ιδιοτυπία της οικονομικής κρίσης

Η ιδιοτυπία της οικονομικής κρίσης που ως «φάντασμα πλανάται» πάνω από τη Γη βρίσκεται στο γεγονός ότι προκλήθηκε από έναν μη – οικονομικό παράγοντα – αίτιο (κορονοϊό) που εκδηλώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο και κατά τον ίδιο περίπου χρόνο ξαφνιάζοντας κυβερνήσεις, ειδικούς και λαούς. Τώρα οι πάντες πασχίζουν να διορθώσουν τις ατέλειες και να σχεδιάσουν τα αντίμετρα. Ωστόσο, προσκρούουν στην επικινδυνότητα του covid-19 και στην αβεβαιότητα και ανασφάλεια που κατακλύζει τους λαούς. Λαοί που βρίσκονται μπροστά σε πολλά διλήμματα. Διλήμματα του τύπου, κάπως αποφθεγματικά διατυπωμένα «Ή θα νοσήσουμε ή θα πεινάσουμε» αποτυπώνουν με περισσή ενάργεια το περιεχόμενο και της ψυχολογικής κρίσης. 



Οι αθεράπευτα αισιόδοξοι πρεσβεύουν πως το «σύστημα» θα αυτορυθμιστεί από μόνο του ή ανοήτως αναμένουν τους εξισορροπητικούς μηχανισμούς της «αόρατης χείρας» του Σμιθ. Άλλοι τονίζουν τους κινδύνους που ενέχει η κατάσταση και επιχειρηματολογούν υπέρ της άμεσης παρέμβασης του κράτους. Η όλη συζήτηση φέρνει στην επιφάνεια ένα άλλο ζητούμενο από κοινωνιολόγους και οικονομολόγους, αυτό της ανίχνευσης και καθιέρωσης ενός εγγενούς συστήματος ή παμμηχανής που θα ρυθμίζει τυχόν αποκλίσεις από την κοινωνική και οικονομική κανονικότητα. 

Οι φυσιοκράτες

Οι πρώτοι που έθεσαν τον προβληματισμό αυτό ήταν οι φυσιοκράτες που θεωρούν πως η υπέρτατη δύναμη είναι η αυθυπαρξία της φύσης, που οι νόμοι της ισχύουν διαχρονικά και απαρέγκλιτα. Δημιουργός και ιδρυτής αυτής της σχολής της φυσιοκρατίας ο Φρανσουά Κενέ (1694 – 1774). Αγαπημένο του έμβλημα το: «Iaissez faire, Iaissez passer» που αναδείκνυε την «ελεύθερη αγορά» σε υπέρτατο φυσικό και οικονομικό νόμο.

 


Η θεωρία των φυσιοκρατών δεν ευδοκίμησε, όχι τόσο για τον μεταφυσικό της χαρακτήρα και το ρηξικέλευθο περιεχόμενό της, όσο από τις βίαιες αντιδράσεις των αντιτιθέμενων κοινωνικών τάξεων. Ωστόσο, ο προβληματισμός παραμένει και η προσπάθεια ανίχνευσης ενός «αυτόματου μηχανισμού αυτορύθμισης» του συστήματος συνιστά ένα διαχρονικό ζητούμενο για την κοινωνική ευταξία και την οικονομική ισορροπία. 

Η αναγκαία σύγκλιση

Ωστόσο, ένα άλλο επίπεδο στο οποίο δοκιμάζονται οι παραδοσιακές οικονομικές θεωρίες (φιλελευθερισμός, κομμουνισμός…) είναι αυτό της συνύπαρξης της οικονομίας της αγοράς, της ελευθερίας της δραστηριότητας του ατόμου – ως παραγωγού υλικού πλούτου από τη μια πλευρά κι από την άλλη η κηδεμονία του κράτους, η κεντρική διαχείριση των οικονομικών από την κεντρική διοίκηση, γνωστή και ως κρατικός παρεμβατισμός.

Τώρα μπροστά στο επαπειλούμενο χάος όλοι καταφεύγουν στην «δύναμη του κράτους», ζητούντες επίμονα την προστασία και ενεργητική παρουσία του σε όλους τους τομείς. Μιλούν για «κοινωνικό καπιταλισμό» και εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Οι αγορές – ιδιωτικά κεφάλαια εκλιπαρούν οικονομική βοήθεια (αεροπορικές εταιρείες…) για να αποφύγουν την οριστική κατάρρευση. Λίγοι είναι αυτοί που στοιχηματίζουν υπέρ της αυτορύθμισης και της αξίας της ελεύθερης αγοράς.

Ακραίοι φιλελεύθεροι ερωτοτροπούν με τον κρατικό παρεμβατισμό στο όνομα της αλληλεγγύης και του κοινωνικού συμφέροντος. Υποκρισία ή η αναγνώριση και η υποταγή στην αναγκαιότητα; Από την άλλη  πλευρά οι παραδοσιακοί σοσιαλιστές ή σοσιαλίζοντες πανηγυρίζουν γιατί διαβλέπουν στην κορονοϊκή κρίση μία δικαίωση των θεωριών τους.

 


Έτσι, ό,τι δεν μπόρεσαν – αιώνες τώρα – οι δημιουργοί ιδεολογιών και οι διανοούμενοι, το κατόρθωσε σε βραχύ διάστημα, ένας ιός που τρομάζει και απειλεί τη βεβαιότητα των ιδεολογικών απολυτοτήτων και αποκαλύπτει το μέγεθος της αυταπάτης κάποιων ιδεολογιών. Ποιο είναι αυτό που πετυχαίνεται; Η προσέγγιση των δύο παραδοσιακών οικονομικών θεωριών πάνω στα αποκαΐδια των «παράπλευρων απωλειών» του covid-19 σε οικονομικό επίπεδο. 

Το δίλημμα

Σε αυτήν την έντονη συζήτηση για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης ξεχωρίζει η διαμάχη της σχολής του ακραίου φιλελευθερισμού και της σχολής του Κέϋνς, του Κεϋνσιανισμού. Αν παλιά ετέθη το δίλημμα Φιλελευθερισμός – Καπιταλισμός ή Σοσιαλισμός – Κομμουνισμός, τώρα αναδύεται στην οικονομική σκέψη το δίλημμα Σμίθ ή Κέϋνς;

Άνταμ Σμιθ

Ο Άνταμ Σμιθ (1723 – 1790) μαζί με το Ρικάρντο θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της πολιτικής οικονομίας. Με το εμβληματικό του βιβλίο «Ο πλούτος των εθνών» ανέδειξε το ρόλο της «ελεύθερης αγοράς» ως την κατεξοχήν προϋπόθεσης για την πρόοδο των κοινωνιών. Εισάγοντας τη θεωρία της «αόρατης χείρας» πρόβαλε εμφαντικά το μηχανισμό αυτορύθμισης των κοινωνιών και της οικονομίας.

Πίστευε πως το άτομο κινούμενο από την «ιδιοτέλειά» του και στοχεύοντας στο ατομικό συμφέρον προσφέρει ταυτόχρονα και στο κοινωνικό συμφέρον. Θεωρεί τον ανταγωνισμό ως τη λυδία λίθο της οικονομικής ανάπτυξης και το ελεύθερο άτομο πρωταγωνιστή των εξελίξεων. 



«Το άτομο επιδιώκει μονάχα το δικό του κέρδος, και καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι που προωθεί σκοπούς που δεν ήταν στην πρόθεσή του… Μέσα από την επιδίωξη του δικού του συμφέροντος, συχνά προωθεί το συμφέρον της κοινωνίας…».

Όσο κι αν πολεμήθηκε η θεωρία του ως ακραία φιλελεύθερη, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να έχει φανατικούς οπαδούς, ιδαίτερα σε εποχές παγκοσμιοποίησης και τεχνολογικής επανάστασης. 

Κέϋνς

Στο δίλημμα Σμίθ ή Κέϋνς σήμερα οι πολλοί βρίσκουν την απάντηση στη θεωρία του Κεϋνσιανισμού. Στο δίλημμα του Iaissez faire ή κρατικός παρεμβατισμός οι περισσότεροι στρέφονται στην προστασία του κράτους. Οι επιτυχείς του προτάσεις για την υπέρβαση της χρηματιστηριακής κρίσης του 1929 κατέστησαν τη θεωρία του περί κρατικού παρεμβατισμού δημοφιλή και σημείο αναφοράς της σύγχρονης οικονομικής σκέψης.

«Αποταμίευε όταν η οικονομία είναι ισχυρή και ξόδεψε όταν η οικονομία είναι σε κρίση».

 


Στόχος της κεϋνσιανής σχολής η παροχή μέρους των κρατικών κερδών και αποταμιευμάτων με τη μορφή ενισχύσεων ή κοινωνικών επιδομάτων στις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις για την πρόληψη κοινωνικών δυσαρεσκειών και αναταραχών. Η συνταγή του 1929 δαιμονοποίησε κάπως το κύρος της κεϋνσιανής σχολής και έδωσε άλλοθι στους εραστές του κρατικού παρεμβατισμού ή ακόμη και αυταρχισμού.

Ωστόσο, η δικαίωση ήρθε και με την αρωγή της πιστωτικής – τραπεζικής κρίσης του 2008 στις Η.Π.Α. (κατάρρευση της Lehman brothers, Σεπτέμβριος του 2008). Το κράτος στάθηκε αρωγό στο ιδιωτικό κεφάλαιο που έδειχνε μία εγγενή αδυναμία να αντιδράσει.

Στη σημερινή κρίση πολλές κυβερνήσεις εφαρμόζουν πιστά τις βασικές αρχές του Κέϋνς στο όνομα της ενίσχυσης τόσο των οικονομικά αδυνάτων όσο και της ανάπτυξης μέσα από την εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου εισοδήματος για την τόνωση της κατανάλωσης. 

Επιμύθιο

Στα μεγάλα διλήμματα – ερωτήματα της οικονομικής σκέψης «Οικονομία ή Πολιτική», «Φιλελευθερισμός ή Κεϋνσιανισμός» σίγουρα το μέλλον θα δώσει κάποια απάντηση, ίσως πολύ διαφορετική από αυτή που έδωσε το παρελθόν.

Προς το παρόν οι πολιτικοί κερδίζουν έδαφος έναντι των άτεγκτων οικονομικών νόμων. Καλούνται να τιθασεύουν το απείθαρχο κι απρόβλεπτο «άτι» της οικονομίας πριν αυτό γκρεμίσει το παραδοσιακό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Οι χειρισμοί είναι λεπτοί και οι ταγοί της πολιτικής εξουσίας οφείλουν να λειτουργήσουν ως «προμηθείς».

Κάθε ατυχής χειρισμός ή άγνοια κάποιων στοιχειωδών νόμων της αγοράς και της οικονομίας μπορεί να θεωρηθεί «ύβρις». Η οικονομία γνωρίζει να εκδικείται όταν κάποιες πολιτικές ιδεολογίες και οικονομικά ιδεολογήματα μάς εγκλωβίζουν σε έναν επικίνδυνο στρουθοκαμηλισμό.

Οδηγός μας η θέση του Μακιαβέλι:



«Οι άνθρωποι ξεχνούν ευκολότερα το θάνατο του πατέρα τους παρά την απώλεια της περιουσίας τους…». 


v Οικονομολόγος δεν είμαι, αλλά γνωρίζω ότι η οικονομία πολιτικά καθοδηγείται, προστατεύεται ή ενισχύεται. Όμως, ο απόλυτος έλεγχος και ο σφιχτός εναγκαλισμός του κράτους με την οικονομία ούτε θεμιτός ούτε εφικτός είναι. Κι αυτό γιατί προκαλείται στην οικονομία δύσπνοια στο βαθμό που χάνεται η ελευθερία του δημιουργικού ανθρώπου και περιορίζεται η φαντασία του στο όνομα της διακονίας ενός απρόσωπου «κοινωνικού συμφέροντος».

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Αγωνιστικότητα ή φυγή;)