«ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»
Κάθε φορά στην αλλαγή του χρόνου οι
άνθρωποι αντιδρούν με αμφιθυμία.
Άλλοι κατακλύζονται από χαρά, ενθουσιασμό και ελπίδα και άλλοι νιώθουν λύπη
και μελαγχολούν. Αυτή η αντιφατικότητα
των συναισθημάτων αισθητοποιεί την αδυναμία του ανθρώπου να ορίσει με ακρίβεια
και να κατανοήσει την έννοια του χρόνου. Κι αυτό γιατί κανείς δεν είδε το
πρόσωπο του χρόνου. Άλλοι
εικονογραφούν το χρόνο που φεύγει με γεροντικό πρόσωπο, ενώ το χρόνο που
έρχεται του δίνουν πρόσωπο νεανικό. Με όποιο, όμως, πρόσωπο κι αν τον εικονογραφούμε
στεκόμαστε πάντοτε απέναντί του με αντικρουόμενα συναισθήματα γιατί
συνειδητοποιούμε την φθαρτότητα και
την περατότητά μας σε σχέση με τον αιώνιο – «αΐδιον» χρόνο.
Ο χρόνος,
ως φιλοσοφικό και επιστημονικό ερώτημα αλλά και ως πρόβλημα της καθημερινής
ζωής προκάλεσε το ενδιαφέρον του ανθρώπου από πολύ παλιά. Φιλόσοφοι,
λογοτέχνες, ζωγράφοι και επιστήμονες προσπάθησαν να ορίσουν τόσο το βαθύτερο περιεχόμενο
του χρόνου όσο και τη σχέση του
ανθρώπου προς αυτόν. Στο καθημερινό λεξιλόγιο πλεονάζουν οι αναφορές στο χρόνο
και στις ιδιότητές του, όπως: χρονοβόρα
διαδικασία, ελεύθερος χρόνος, νεκρός
χρόνος, πανδαμάτωρ, «ο χρόνος είναι
χρήμα», η μηχανή του χρόνου, «όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος» κι
άλλα…. Όλα αυτά πιστοποιούν τον ηγεμονικό
ρόλο του χρόνου στην καθημερινότητά μας αλλά και στην εξέλιξη – πορεία των
κοινωνιών.
α. Ο χρόνος στην ελληνική μυθολογία
Η έννοια του χρόνου ως μια
διάσταση που εντός της βρίσκεται ο άνθρωπος αποδόθηκε με τον πιο γλαφυρό και
παραστατικό τρόπο από την αρχαία Ελληνική μυθολογία. Το χρόνο τον ενσαρκώνει ο Κρόνος («κραίνω = εκπληρώνω,
τειλειούμαι) που ήταν γιος του Ουρανού
και της Γαίας (Γης). Μυθολογικά ο
Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του για να
μην τον γκρεμίσουν από την εξουσία. Έτσι και ο χρόνος καταπίνει το παρελθόν
και εξαφανίζει όλα όσα συμβαίνουν στην πορεία του. Ταυτόχρονα, όμως, φέρνοντας
καταστροφή φέρνει και την τελείωση.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο οι πρωταρχικές θεότητες ήταν το Χάος, η Γη και ο Έρως. Ο Φερεκύδης («πεντάμυχος»)
θεωρούσε ως αρχικές θεότητες το Ζα, τη Χθονίη (θεϊκή μορφή ανάλογη με τη Γη)
και τον Κρόνο ή χρόνο.
Ωστόσο, η μυθολογία κατέγραψε και τις
υποδιαιρέσεις του χρόνου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ησίοδο από το Χάος αναδύθηκε η Νύχτα και το Έρεβος
(σκοτάδι) κι από την ένωσή τους γεννήθηκαν η Ημέρα και ο Αιθέρας.
Παιδιά της Νύχτας, ο Ύπνος, ο Θάνατος, το Γήρας, τα Όνειρα, η Απάτη και οι Κήρες (μοίρες του θανάτου). Σύμφωνα πάλι με τη μυθολογία οι Ώρες αρχικά ήταν τρεις: Η Δίκη, η Ειρήνη
και η Ευνομία. Έργο των Ωρών να κάνουν το χρόνο να κυλάει όμορφα και χωρίς
πόνο. Η σχέση των Ωρών με τις Μοίρες (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος) –
σχέση αδελφική – υποδηλώνει και τη σχέση τους με το Χρόνο, αφού αυτές (Μοίρες) προκαθορίζουν το μέλλον κάθε ανθρώπου. Τέλος η μυθολογία μέσα από το μύθο της Περσεφόνης και της Δήμητρας θέλησε να ερμηνεύσει τις αλλαγές των εποχών. Στη μυθολογία γενικότερα ο Χρόνος ως θεοποιημένη
έννοια δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη γεγονότων. Ο χρόνος, δηλαδή, ορίζεται και
κατανοείται ως διαδοχή γεγονότων.
β. Ο χρόνος και η κίνηση
Η ανάγνωση της μυθολογίας διευκολύνει
την κατανόηση των πορισμάτων της Επιστήμης για το χρόνο. Ο χρόνος συνιστά μια από τις μορφές ύπαρξης του κόσμου, που
αλληλοπροσδιορίζονται. Ειδικότερα ο Χρόνος σχετίζεται άμεσα με την Ύλη και χαρακτηρίζει – σηματοδοτεί τις αλλαγές, τη διάρκεια και τις ιδιότητές της. Ο χρόνος, δηλαδή, βιώνεται μέσα από
την κίνηση και τις αλλαγές που αυτή επιφέρει. Για τον Πλάτωνα ο χρόνος είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας. («Τίμαιος»). Παραπλήσια άποψη διατύπωσε και ο Αριστοτέλης, πως ο χρόνος είναι «αριθμός
κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον». Ο χρόνος, δηλαδή, υπάρχει και
γίνεται αισθητός μέσα από την κίνηση
και το διαρκές πέρασμά του στην
ετερότητα. Αυτήν την κίνηση και την αέναη αλλαγή οι Έλληνες την αποτύπωσαν
με το «γίγνεσθαι» σε αντιδιαστολή με
το «είναι» (άμα γαρ κινήσεως
αισθανόμεθα χρόνου…..).
Ο
χρόνος, λοιπόν, η κίνηση και ο χώρος συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και αλληλοεπηρεάζονται. Εξάλλου ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το χρόνο
βλέποντας τη διαδοχή ορισμένων
φαινομένων και γενικά την κίνηση – μεταβολή των διαφόρων υλικών στοιχείων μέσα
στο χώρο. Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν ο
χρόνος είναι αλληλένδετος με το χώρο (χωροχρόνος) και αποτελεί την τέταρτη διάσταση του σύμπαντος (μήκος –
πλάτος – ύψος – χρόνος). Ο χρόνος, βέβαια, είναι πιο σύνθετη έννοια από το
χώρο, γιατί ο χρόνος συνδέεται με τη συνείδηση,
την αιώνια και συνεχή ροή. Η
διαπίστωση αυτή οδηγεί νομοτελειακά στην βασική θέση του Ηράκλειτου «Τα
πάντα ρει» και στο «Δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»
που υποδηλώνει τον «ανεπίστροφο»
χαρακτήρα του χρόνου και τη συνεχή μεταβολή.
Γενικότερα οι δυσκολίες απόλυτου
προσδιορισμού της έννοιας του χρόνου είναι μεγάλες και προσκρούουν σε τρία
βασικά ερωτήματα: α) Ο χρόνος είναι
ή δεν είναι πραγματικός; β) Κινείται
προς μια κατεύθυνση μόνο ή είναι αντιστρεπτός;
γ) Έχει κάποια αρχή και τέλος ή είναι άπειρος; Όλα τα ερωτήματα πηγάζουν από τη διχογνωμία αν ο χρόνος
είναι ποσοτικό μέγεθος ή όχι. Είναι
περισσότερο αντικειμενικός ή υποκειμενικός; «Ο
χρόνος που βρίσκεται παντού και πουθενά, που διαισθητικά είναι προφανής κι ωστόσο ανεπίδεκτος λογικού ορισμού, που είναι απλός σαν
ξυπνητήρι και παράξενος σαν τη σχετικότητα».
γ. Οι πολλές μορφές του χρόνου
Εξαιτίας όλων των παραπάνω έχουμε τα
διάφορα είδη – μορφές χρόνου, όπως:
Τον ιστορικό, τον βιωματικό, το θρησκευτικό, τον ψυχολογικό – βιωματικό, υπαρξιακό, βιολογικό, φυσικό, πολιτισμικό,
λογοτεχνικό, πολιτικό…. Βασική,
ωστόσο, διαίρεση του χρόνου είναι: Το
παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Κι αυτή η διαίρεση, όμως, δεν
βρίσκει σύμφωνους τους μελετητές του χρόνου. Σχετικά ο Αυγουστίνος επισημαίνει: «Κακώς
ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τρεις χρόνοι:
παρελθόν, παρόν, μέλλον˙ πολύ περισσότερο είναι ότι υπάρχουν τρεις χρόνοι: παρόν του παρελθόντος, παρόν του παρόντος, παρόν του μέλλοντος. Οι τρεις αυτοί
χρόνοι είναι στην ψυχή και πουθενά
αλλού δεν τους βλέπω: παρόν του παρελθόντος είναι η μνήμη (memoria),
παρόν του παρόντος η (αισθητηριακή) θεώρηση (contuitus), παρόν του μέλλοντος η προσδοκία (expectatio)». Όλες αυτές οι επισημάνσεις του Αυγουστίνου
αναδεικνύουν το παρόν ως το μοναδικό κι απόλυτο χρόνο. Από τις τρεις διαστάσεις
του χρόνου τελικά μόνο το παρόν υφίσταται
αντικειμενικά, ενώ το παρελθόν ως
μνήμη και το μέλλον ως προσδοκία συνιστούν ψυχικές
λειτουργίες και εκφράσεις της συνείδησης.
δ. Τρόποι μέτρησης του χρόνου
Επειδή ο χρόνος αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς για τον άνθρωπο
τεμαχίστηκε – διασπάστηκε τεχνητά σε
αιώνες, έτη, μνήμες, ημέρες, ώρες.
Πάνω σε αυτές τις υποδιαιρέσεις του χρόνου θεμελίωσε τη ζωή του δίνοντας
διέξοδο στις αγωνίες, απορίες,
φόβους, ελπίδες και προσδοκίες. Προς
το σκοπό αυτό εφεύρε και αντίστοιχα όργανα
μέτρησης του χρόνου, όπως το χρονόμετρο,
την κλεψύδρα και πολλά άλλα. Μόνο
που κι εδώ από τους ειδικούς χρησιμοποιείται διαφορετική αφετηρία. Άλλοι
καταφεύγουν στον αστρικό χρόνο,
άλλοι στον αληθινό ηλιακό χρόνο κι
άλλοι σε άλλες μορφές. Ο χρόνος Γκρήνουιτς
είναι ο πολιτικός χρόνος του μεσημβρινού Γκρήνουιτς της Αγγλίας και στον οποίο
ανοίγονται οι πολιτικοί χρόνοι όλων των τόπων της γης.
Οι τεχνητές διασπάσεις του χρόνου και οι
διαφορετικές αφετηρίες προκάλεσαν-ούν κι αντίστοιχες διαφοροποιήσεις και τριβές
μεταξύ επιστημόνων αλλά και θρησκειών και απλών ανθρώπων, όπως: Γρηγοριανό vs Ιουλιανό ημερολόγιο, Παλαιοημερολογίτες… Η θέση πως ο χρόνος είναι κυκλικός πήγαζε από την παρατήρηση της κίνησης των ουρανίων σωμάτων (Μέρα –
Νύχτα, Νέα σελήνη – Παλιά, διαδοχή εποχών / Καλοκαίρι – Χειμώνας). Αλλά πάντα
διατυπώνεται το ερώτημα – ένσταση
για το πώς είναι η διάκριση –
διάσπασή του σε ομοιογενή τμήματα, χωρίς να αλλοιώνεται – διαβρώνεται η φύση του, στο βαθμό, βέβαια, που ο
χρόνος θεωρείται ως μια συγκεκριμένη πραγματικότητα και όχι μια ανθρώπινη επινόηση
για την κατανόηση του σύμπαντος.
Όποια, όμως, κι αν είναι η αντίληψή μας για το
χρόνο αυτός προχωρά αδιαφορώντας για
τη σχέση του με τον άνθρωπο. Μένει σταθερός και ασυγκίνητος στις διαθέσεις του (έτη….ώρες) γνωρίζοντας πως ο χρόνος
είναι αιώνιος, ενώ αυτοί προσωρινοί και πάντοτε εκτεθειμένοι στη φθορά του χρόνου που στο τέλος τους
καταβάλλει.
Οι ενθουσιασμοί των ανθρώπων για το νέο χρόνο και η μελαγχολία αλέθονται σε μια πικρή αλλά
αληθινή διαπίστωση:
«Φαντάζεσαι το
αύριο˙ / θυμάσαι το χτες˙/ σκέφτεσαι το τώρα. / Λιγοστεύουν συνεχώς αυτά που
φαντάζεσαι…/ Πληθαίνουν αυτά που θυμάσαι… / Όσο για το τώρα; / Ψάχνεις ακόμη να
το βρεις, / πολεμώντας το χρόνο….» (Δημοσθένης
Βατίδης, «Προεκτάσεις στην εκπαίδευση»).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου