Αναζητώντας τον Θεό


«Επί Γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

            Οι διαπιστώσεις – ευχή του Ευαγγελιστή Λουκά αλλά και το υμνολόγιο των Χριστουγέννων προβάλλουν εμφαντικά τα δυο βασικά ζητούμενα κάθε εποχής. Την ειρήνη για όλο τον κόσμο και την καλή διάθεση – προαίρεση (ευδοκία < ευ + δοκώ) του ανθρώπου). Και τα δυο αποτελούν τις προϋποθέσεις για την παγκόσμια τάξη – ισορροπία και την ανθρώπινη ευδαιμονία. Τα δυο αυτά στοιχεία συναρτώνται άμεσα με τη Γέννηση του Χριστού που ως γεγονός σημάδεψε καταλυτικά όχι μόνο την ηθική πορεία των χριστιανικών λαών αλλά και των άλλων – μη χριστιανικών. Η επίκληση της θεϊκής εύνοιας και παρέμβασης στα γήινα και ανθρώπινα φέρνει στην επιφάνεια τις γνωστές επισημάνσεις για τη «θρησκευτική αναβίωση», για μια «επιστροφή του Θεού» ή για την «επιστροφή της θρησκείας».

α. Η έννοια του Θεού

            Η έννοια της θεότητας και της θρησκείας κατέστη αντικείμενο αναλύσεων και ερμηνειών εδώ και αιώνες. Κάθε φορά, που η ανθρωπότητα διέρχεται κρίση επιστήμονες και διανοούμενοι καταφεύγουν στην έννοια του Θεού και του θρησκευτικού συναισθήματος για να εξηγήσουν τόσο την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού όσο και τη συμπεριφορά – αντιδράσεις του ανθρώπου. Είναι κοινά αποδεκτό, δηλαδή, πως σε «περιόδους βαθιάς πολιτισμικής κρίσης, κατάρρευσης εδραιωμένων τρόπων ζωής και ρευστοποίησης των αξιών, ακραίας υλικής ανασφάλειας και αδυναμίας ενός στοιχειώδους ελέγχου πάνω στο ιστορικό μέλλον, πάντοτε οι άνθρωποι τείνουν να βυθίζονται σε ζοφερά εσχατολογικά οράματα, να αρπάζονται από μεταφυσικές ελπίδες και να παραιτούνται από την πιο στοιχειώδη αυτονομία τους, αποζητώντας μια λύτρωση, όχι από τους προβληματικούς όρους της ζωής τους, αλλά έξω από την ίδια τους τη ζωή, έξω από τον πραγματικό κόσμο….» (δημοσίευμα).


            Οι παραπάνω διαπιστώσεις αισθητοποιούνται στη συμπεριφορά μεγάλων μαζών ανθρώπων, πληθυσμών αλλά και ολόκληρων εθνών που βυθίζονται σε παραληρήματα μεσσιανιακού – σωτηριολογικού χαρακτήρα και υπερασπίζονται με πάθος απλοϊκές αναχρονιστικές θεϊκές πίστεις ή ανορθολογικά μυθολογήματα. Τη ζοφερή αυτή εικόνα συμπληρώνει η στροφή πολλών ανθρώπων στην αστρολογία, στον αποκρυφισμό, στη Νέα Εποχή και «ιδιωτικές θρησκείες». Η παραπάνω τάση μπορεί να ερμηνευθεί μόνο αν μπορέσουμε να εντοπίσουμε το ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο που δεν είναι άλλο από την έμφυτη αδυναμία του ανθρώπου απέναντι σε μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να ερμηνεύσει και να αντιμετωπίσει και στην απότοκη ανασφάλεια που απορρέει από αυτήν.

            Το θέμα δεν ανήκει μόνο στην Επιστήμη αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Φιλοσοφίας με κυρίαρχο εργαλείο τη σκέψη και τον «ανθρώπινο λόγο». Στόχος η ερμηνεία της ανθρώπινης συνείδησης αλλά και της απότοκης συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η κοσμολογία, η ανθρωπολογία και η γενική επιστημολογία προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις απαρχές της έννοιας του Θεού και της θρησκείας αλλά και τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν (αποδοχή του Θεού – άρνηση του Θεού) σχετικά με αυτήν. Παρατηρώντας αυτήν την προσπάθεια διαβλέπουμε μια αέναη πάλη ανάμεσα στην ορθολογική σκέψη (θεμέλιο της δημοκρατίας και της επιστήμης) και τη θρησκευτική πίστη – σκέψη που δεν λειτουργεί ως βάση μόνο για τα θεοκρατικά καθεστώτα αλλά και για τον απλό άνθρωπο στη διαχρονική διαδρομή.

β. Η έννοια του Θεού στην αρχαία Ελλάδα

            Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες προβληματίστηκαν για την έννοια του Θεού (αρχή, ιδιότητες….) και τη σχέση του με τον άνθρωπο. Κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. στην εποχή που ο άνθρωπος ως έλλογο ου ρέπει σε μια λογική – επιστημονική εξήγηση του κόσμου «από το Μύθο στο Λόγο» διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες για τη φύση της θεότητας  με πρωτεργάτες τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους και τους Σοφιστές. Ο αρχαίος Ελληνικός κόσμος δεν ήταν ένας κόσμος χωρίς θρησκευτικότητα. Υπήρχε πάντα ο φόβος των Θεών αλλά και η ελευθερία της σκέψης που έφθανε ως την αμφισβήτησή τους. Η τελευταία οδήγησε, ωστόσο, πολλούς στην εξορία ή στο κάψιμο των βιβλίων.


            Ειδικότερα ο σκοτεινός φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος διαπίστωσε πως «Κόσμον τόνδε ούτε τις θεών εποίησεν ούτε ανθρώπων αλλ’ ην αεί και έστι και έσται πυρ αείζωον». Πλήρης αμφισβήτηση για το Θεό – δημιουργό του σύμπαντος. Ο Αναξίμανδρος προχώρησε πιο πέρα γράφοντας «εξ αλλοειδών ζώων ….. ο άνθρωπος εγεννήθη». Ο Δαρβίνος  ήλθε μετά και τον συμπλήρωσε με τη θεωρία της εξέλιξης. Ο Ξενοφάνης πιο ρηξικέλευθος τόνισε «Ούτε απ’ αρχής πάντα θεοί θνητοίσι υπέδειξαν αλλά χρόνω ζητούντες εφευρίσκουσιν άμεινον….. Αιθίοπές τε θεούς αφετέρους σιμούς μέλανάς τε, θρήκες τε γλαυκούς και πυρρούς φασί πέλεσθαι….». Η θεοπλασία του Ξενοφάντη προκάλεσε και κατηγορήθηκε στην εποχή του.

            Συνέχεια όλων των παραπάνω και η θέση του σοφιστή Πρόδικου «πρόδικος φησίν ήλιον και σελήνην και ποταμούς και κρήνας και καθόλου πάντα τα ωφελούντα τον βίον ημών οι παλαιοί Θεούς ενόμισαν είναι δια την απ’ αυτών ωφέλειαν». Δηλαδή, οι άνθρωποι δημιουργοί των θεών και όχι το αντίθετο. Θεοποίησαν τις φυσικές δυνάμεις που ήταν ευεργετικές για τον άνθρωπο.

            Ωστόσο, την πιο ρηξικέλευθη άποψη περί θεών διατύπωσε ο σοφιστής Κριτίας «Ην ποτε χρόνος ότε άτακτος ην ο βίος ανθρώπων. Έπειτα μοι δοκούσιν άνθρωποι νόμους θέσθαι κολαστάς…. Έπειτα, επειδή τα εμφανή μεν οι νόμοι απείργον αυτούς έργα μη πράσσειν, λάθρα δε έπρασσον,…. Δοκεί μοι πυκνός τις και σοφός ανήρ θεών δέος εξευρείν, όπως είη τι δείγμα τοις κακοίς….. Εντεύθεν ουν το θείον εισηγήσατο….». Το πρώτο δείγμα αθεΐας. Η θεότητα ως πολιτική επινόηση.


            Εξίσου, όμως, σημαντική είναι και η θέση του Πρωταγόρα για τους θεούς «Περί θεών ουκ έχω ειδέναι ούτε ότι εισίν ούτε ότι ουκ εισίν ούτε οποίοι τινες ιδέαν˙  πολλά γαρ τα κωλύοντα, ή τε αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου». Η θέση αυτή θεωρήθηκε ως η αρχή του «θρησκευτικού σκεπτικισμού» που συμπλήρωσε το σχετικισμό του σοφιστή η άποψή του «Πάντων χρημάτων άνθρωπος». Και οι δυο θέσεις του Πρωταγόρα εισάγουν και θεμελιώνουν το γνήσιο ανθρωπισμό.

            Την ομάδα των φιλοσόφων συμπληρώνει και ο Αναξαγόρας που πρεσβεύοντας το νου ως «πρώτο κινούν» έγραφε: «Εδόκει αυτώ απορώτατον είναι πως εκ του μη όντως δύναταί τι γίνγνεσθαι ή φθείρεσθαι εις το μη ον». Βέβαια στη δημοκρατική (;) Αθήνα τόσο ο Πρωταγόρας όσο και ο Αναξαγόρας κατηγορήθηκαν για αθεΐα και τιμωρήθηκαν. Ο μεν Αναξαγόρας που εξορίστηκε από την πόλη της Αθήνας, αν και φίλος του Περικλή και ο Πρωταγόρας που είδε τα βιβλία του να καίγονται μετά από απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου που υιοθέτησε σχετικά ψήφισμα – πρόταση του μάντη Διοπείθη (432 π.Χ.).


            Ο Σωκράτης – ο κατεξοχήν φιλόσοφος με τη ριζική έννοια του όρου – ήταν ένα άλλο θύμα του νόμου περί «ασεβείας». Καταδικάστηκε σε θάνατο το 399 π.Χ. με την κατηγορία περί αθεΐας «Αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισάγων. Αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος». Ωστόσο, υπήρξαν κι άλλες δίκες για αθεΐα στην αρχαία Αθήνα, όπως του λυρικού ποιητή Διαγόρα και του φιλοσόφου Θεόδωρου του Άθεου από την Κυρήνη.

            Ο κατάλογος της αμφισβήτησης των θεών είναι μεγάλος και καταδεικνύει το μέγεθος του Αρχαίου Ελληνικού διαφωτισμού. Ενός διαφωτισμού που προκάλεσε ρωγμές στο κοινωνικό και ηθικό σύστημα της πόλης – κράτους και προλείανε το έδαφος για την επιστήμη. Για τους προαναφερθέντες φιλοσόφους η γένεση της Ιδέας της θεότητας προέκυψε ως έκφραση φόβου ή ευγνωμοσύνης του αδύναμου ανθρώπου προς τις φυσικές δυνάμεις την ουσία των οποίων αδυνατούσε να κατανοήσει με λογικούς όρους. Η κορύφωση του ελληνικού διαφωτισμού συμπυκνώνεται σε ένα στοίχο του Ευριπίδη που συνιστά ταυτόχρονα κι ένα δοξαστικό – ύμνο στον ανθρώπινο λόγο και τη δύναμή του.

            «Ο νους ημών εστίν εκ εκάστω Θεός».  



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)