Λαός και Λαϊκισμός
«Η πολιτική είναι η τέχνη να σε υπηρετούν οι άνθρωποι ενώ τους κάνεις να πιστεύουν ότι τους υπηρετείς εσύ»
(Louis Dumur, Γάλλος συγγραφέας)
Στην καθημερινή μας επικοινωνία συχνή είναι η χρήση του επιθέτου «λαϊκός» ως συνοδευτικό ουσιαστικών, όπως: Λαϊκός ηγέτης, άνθρωπος, Λαϊκή τέχνη, παράδοση, εξέγερση, δημοκρατία, έκφραση, αγορά, παράδοση, γειτονιά ή Λαϊκό κόμμα. Σε όλα αυτά τα ονοματικά σύνολα το περιεχόμενο του «λαϊκός» είναι εννοιολογικά και σημασιολογικά φορτισμένο κατά θετικό τρόπο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ρίζα είναι μια έννοια με απόλυτο θετικό φορτίο, ο ΛΑΟΣ.
Το «αλάνθαστο κριτήριο» του λαού
Η νεοελληνική πολιτική ιστορία θεμελιώθηκε πάνω στο «αλάνθαστο αισθητήριο» του λαού και όλοι διδαχτήκαμε να υποκλινόμαστε στη θέση αυτή. Όποιος προσπάθησε να διαφωνήσει με την απολυτότητα της άποψης αυτής θεωρήθηκε ύποπτος, εχθρός της δημοκρατίας και του λαού. Κύριος εκφραστής της παραπάνω θέσης ο ηγέτης της Βενεζουέλας Τσάβες που διακήρυττε: «Όλα τα άτομα υπόκεινται στο λάθος και τον πειρασμό, αλλά όχι ο λαός, ο οποίος διαθέτει έναν υψηλό βαθμό συνείδησης σχετικά με το τι είναι για το καλό του, και του μέτρου της ανεξαρτησίας του. Γι’ αυτό η κρίση του είναι αγνή, η βούλησή του ισχυρή και κανένας δεν μπορεί να τη διαφθείρει ή να την απειλήσει».
Ωστόσο, δεν έπαψαν να ακούγονται και αντίθετες θέσεις που εναντιώνονται στο μύθο του «αλάνθαστου κριτηρίου» του λαού. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του Ντανιέλ Μπεντίτ «Πρέπει να σταματήσουμε να λέμε ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο», (Λιμπερασιόν, 5/7/2016). Πολλές φορές το τίμημα μιας τέτοιας άποψης ήταν ο εξοστρακισμός από την πολιτική ζωή και η κατασυκοφάντηση του υποκειμένου ως υπέρμαχου μιας αριστοκρατικής – ελιτίστικης μορφής δημοκρατίας.
Πολύ πιο ριζοσπαστική είναι η θέση του Umberto Eco σχετικά με το λαό και τον τρόπο – σκοπό με τον οποίο τον χρησιμοποιούν, αποκρύπτοντας τις μύχιες προθέσεις τους. «Πολύ απλά ο περίφημος λαός δεν υπάρχει! Ή μάλλον πρόκειται για μια γλωσσική κατάχρηση… Ο περίφημος λαός δεν είναι παρά το εκλογικό σώμα, μια απλή στατιστική οντότητα. Ο λαϊκιστής δεν στηρίζεται στο λαό, αλλά σε μια ιδεώδη και φανταστική προβολή μιας συνέλευσης που είναι στρατευμένη στην υπόθεσή του, η κυριότερη λειτουργία της οποίας είναι να επιδοκιμάζει τις πράξεις του. Παράλληλα, ο λαϊκιστής αποφεύγει συστηματικά κάθε πραγματική αναμέτρηση με το λαό», (25-9-2006).
Οι παραπάνω απόψεις σκιαγραφούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ορίζεται η έννοια του λαού. Μια έννοια ασαφής και απροσδιόριστη αφού ο λαός ως πολιτικό υποκείμενο είναι ετερογενής. «Ο καθένας με αυθαίρετα κριτήρια ανήκει ή αποκλείεται από αυτό που ονομάζουμε λαό. Η αναφορά στη σοφία του λαού, στα λαϊκά δικαιώματα, στην λαϊκή κυριαρχία επιτρέπει συχνά στους πολιτικούς ηγέτες να αναπτύσσουν μια εύκολη ρητορική χωρίς ουσιαστική σκέψη και μέθοδο. Η κολακεία του συλλογικού υποκειμένου, εφόσον του αναγνωρίζονται μόνο δικαιώματα και όχι ευθύνες, οδηγεί στην υιοθέτηση απλουστευτικών και ακραίων απόψεων», (Ιωάννης Βαρτζόπουλος, «Ο πειρασμός του λαϊκισμού»).
Λαϊκισμός: Μία αβαθής ιδεολογία
Το επόμενο βήμα της αναγωγής του λαού σε απόλυτη αξία και η θεωρία κάθε αδυναμίας του επωάζει το λ α ϊ κ ι σ μ ό.
Οι μελετητές πρεσβεύουν πως ο λαϊκισμός είναι σύγχρονο φαινόμενο και αναδύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε Ρωσία και Ηνωμένες Πολιτείες και βάδισε παράλληλα με τη δημοκρατία, ως σκιά της. Σήμερα, βέβαια, απλώθηκε σε όλες τις ηπείρους και απειλεί τα βάθρα της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί οι πολιτικές αντιπαραθέσεις είναι εμπλουτισμένες από αναφορές – καταγγελίες για λαϊκισμό των αντιπάλων.
Και επειδή «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις»επιβάλλεται μια απόπειρα ορισμού του λαϊκισμού, όσο κι αν από τη φύση του είναι εννοιολογικά «ευμετάβολος» και «αόριστος» και χαρακτηρίζεται από μια «απροσδιοριστία» και «πρωτεϊκά» γνωρίσματα.
Σύμφωνα με το Λεξικό Μπαμπινιώτη «Λαϊκισμός: ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που ευχαριστούν τον λαό, χωρίς όμως και να τον ωφελούν, με σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του».
Για άλλους ο λαϊκισμός ορίζεται «ως μια αβαθής ιδεολογία που θεωρεί την κοινωνία ουσιαστικά χωρισμένη σε δυο ομοιογενή και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, «τον αγνό λαό» έναντι της «διεφθαρμένης ελίτ»», (Cas Mulde«Λαϊκισμός»). Ο λαϊκισμός σύμφωνα με τον ορισμό αυτό δεν συνιστά μια αυτόνομη ιδεολογία αλλά χρησιμοποιεί άλλες ιδεολογίες (όρους και έννοιες), γνωστές και ως ιδεολογίες – «ξενιστές».
Το λαϊκισμό τον διαπερνά ένας ηθικός μανιχαϊσμός αφού διαχωρίζει απλουστευτικά το κοινωνικό σώμα σε καλούς (ο απλός και αλάνθαστος λαός) και σε κακούς (οι άλλοι, η ελίτ). Η αναγωγή του λαού σε απόλυτη αξία και ανώτατη πηγή εξουσίας ώθησε πολλούς ηγέτες λαϊκιστές να υποβιβάσουν τους νόμους και τους θεσμούς«Δεν υπάρχουν θεσμοί, παρά μόνο ο κυρίαρχος λαός» (Α. Παπανδρέου).
«Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του λαϊκισμού είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία οι επιθυμίες και οι πεποιθήσεις των λαϊκών μαζών αποτελούν βάσιμο οδηγό πολιτικής δράσης. Μέσα από αυτή την οπτική, ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού, η διαρκής διέγερση του θυμικού του, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που τον ευχαριστούν, χωρίς όμως να τον ωφελούν, κατατείνουν στην εξασφάλιση της εύνοιάς του σε όλα τα επίπεδα. Μια δημοκρατία του θυμικού, μια συναισθηματική δημοκρατία, στη λειτουργία της οποίας σχεδόν όλοι εγκλωβιζόμαστε με ασυνείδητα συγκινησιακά κριτήρια (το «νέο» που ελπίζουμε ότι θα ανατρέψει το διεφθαρμένο παλιό κ.α.) έχει ως ορατή συνέπεια την υιοθέτηση μηχανισμών παρηγοριάς, ως ανακούφιση της ανθρώπινης οδύνης, που εκπηγάζει από τις ατελείωτες διαψεύσεις, ταπεινώσεις και στρεβλώσεις της ίδιας της πραγματικότητας», (Δημοσίευμα).
Λαϊκισμός ως μία μορφή «πολιτικού φονταμενταλισμού»
Γι’ αυτό συχνά ο λαϊκισμός εκπίπτει σε μια μορφή πολιτικού φονταμενταλισμού, αφού διακηρύσσει την επιστροφή στις παλιές αξίες του έθνους και του λαού εξιδανικεύοντας το παρελθόν. Γι’ άλλους, ωστόσο, συνιστά ένα ριζοσπαστικό κίνημα αφού κινητοποιεί τους «αδικημένους» και τους οπλίζει με δύναμη και αποφασιστικότητα ενάντια στη διεφθαρμένη «ελίτ» και το κατεστημένο. Η ακραία έκφραση αυτής της άποψης είναι η θέση του Λακλάου που πίστευε πως ο λαϊκισμός προάγει έναν «εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας».
Την άποψη αυτή εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές ηγέτες που αυτοπαρουσιάζονται ως η φωνή του λαού «vox populi».Όπλα του λαϊκιστή ηγέτη η συνθηματολογία, η προπαγάνδα και η φθηνή υποσχεσιολογία. Ο λαϊκιστής ηγέτης διατηρώντας την ατομικότητά του εκφράζει τη συλλογικότητα. Τα θύματα του λαϊκισμού προβάλλουν σε αυτόν τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τα αδικαίωτα όνειρά τους. Γι’ αυτούς είναι ο μεσσίας. Γι’ αυτό λαϊκισμός και μεσσιανισμός βαδίζουν παράλληλα και αλληλοτροφοδοτούνται.
Ο λαϊκισμός, επίσης, υπερασπίζεται με πάθος τη λαϊκή κυριαρχία και την αρχή της πλειοψηφίας αλλά είναι αντίθετος στα δικαιώματα της μειοψηφίας και των μειονοτήτων.
Ο λαϊκισμός μπορεί να δίνει βήμα και φωνή στους αποκλεισμένους αλλά από την άλλη χρησιμοποιεί την έννοια και την αρχή της πλειοψηφίας για να παραβιάσει τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Δεν είναι παράξενο ότι εξαιτίας αυτού του γνωρίσματος του λαϊκισμού αναδύονται και τρέφονται ο ρατσισμός και ο εθνικισμός.
Επιμύθιο
Η λαϊκιστική ρητορεία και συνθηματολογία επωάζονται και αναπτύσσονται στο κλίμα ενός βιώματος κατάρρευσης των παραδοσιακών συμβόλων και βεβαιοτήτων που έδιναν ένα νόημα ζωής και μια προοπτική στην ανθρώπινη ύπαρξη. Σε αυτό το αρνητικό βίωμα ο λαϊκισμός αντιπροσφέρει ένα παρηγορητικό πλαίσιο επιβίωσης (ατόμων και κοινωνιών) άλλοτε υπερπροβάλλοντας τον ηγέτη ως μεσσία και άλλοτε ενοχοποιεί τους «άλλους» για την δική μας δυστοπία.
«Η αναμέτρηση της σχέσης του ατόμου και της ομάδας με την πολύπλοκη πραγματικότητα είναι ζωτικής σημασίας για τη συγκρότηση της ταυτότητας. Όταν η ταυτότητα, ατομική και συλλογική, υπονομεύεται και το άτομο βιώνει ένα επώδυνο κενό και μια ναρκισσιστική αιμορραγία, έχει δύο επιλογές: είτε να στραφεί ενάντια στον εαυτό του, είτε να προστρέξει σε αναγκαίους μηχανισμούς αναπλήρωσης, ικανούς να του προσφέρουν, έστω παροδικά, την αναγκαία για την ψυχική επιβίωσή του παρηγοριά και αυταπάτη», (Δημοσίευμα).
Όσο, όμως, κι αν στον λαϊκίστικο λόγο κυριαρχούν οι μύθοι, τα στερεότυπα, η ρηχή συνθηματολογία και ο πολιτικός ανορθολογισμός η πραγματικότητα για το λαό παραμένει πεισματικά η ίδια αλλά και οδυνηρή. Η ναρκισσιστική αποθέωση του λαού δεν είναι αρκετή για να αλλάξει και τα γεγονότα.
«Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα πράγματα.
Όποιες και αν είναι οι επιθυμίες μας, η προδιάθεσή μας ή οι επιταγές των παθών μας, δεν μπορούν να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα των γεγονότων και των αποδείξεων»
(Τζον Άνταμς, 1770, πρόεδρος των ΗΠΑ)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου