Τηλεόραση και βία


            Από την εποχή που ο θανατοποινίτης Τίμοθι Μακβέι, βομβιστής της Οκλαχόμα (168 ανθρώπινα θύματα), ζήτησε την τηλεοπτική μετάδοση της εκτέλεσής του (2001), το θέμα της τηλεοπτικής βίας παραμένει πάντοτε επίκαιρο. Ο προβληματισμός των ειδικών συμπυκνώνεται στο παρακάτω δίλημμα: Οι σκηνές βίας της τηλεόρασης είναι αυτές που προκαλούν τις βίαιες συμπεριφορές ή ίδια η κοινωνία τροφοδοτεί και «προικίζει» την τηλεόραση με όση βία η ίδια παράγει;

            Απόρροια του παραπάνω ερωτήματος – διλήμματος είναι η διατύπωση δύο αντιτιθέμενων απόψεων : «Η πρώτη άποψη φρονεί πως η τηλεοπτική βία σκληραίνει τον άνθρωπο, υποβιβάζει την αξία της ανθρώπινης ζωής και αμβλύνει την ευαισθησία των θεατών σε θέματα βίας που όχι σπάνια οδηγούνται σε συμπεριφορές μίμησης των βίαιων σκηνών που βλέπουν. Ωστόσο η άλλη άποψη διατείνεται πως προβολή βίας από την τηλεόραση λειτουργεί θετικά γιατί ευαισθητοποιεί το άτομο – θεατή, αμβλύνει την επιθετική του διάθεση, ενεργοποιεί τις αντιδράσεις του προς τα φαινόμενα βίας και ίσως – ίσως λειτουργεί ως «κάθαρση» αφού δίνει τη δυνατότητα στο θεατή να βιώσει την επιθετικότητά του μέσω της τηλεόρασης» (Ελεύθερη διασκευή δημοσιεύματος).


Η πρώτη άποψη: Η βία μας σκληραίνει

            Οι υπέρμαχοι της πρώτης άποψης θεμελιώνουν τα επιχειρήματά τους πάνω στο γεγονός της ευαισθησίας του ανθρώπου μπροστά σε φαινόμενα που σχετίζονται με τις δυο οριακές καταστάσεις, τη ζωή και το θάνατο. Η προβολή σκηνών βίας ή εικόνων ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το αίμα και το θάνατο με αδιαφορία λειτουργεί κατά ένα αρνητικό τρόπο στην καλλιέργεια ανθρώπινων αισθημάτων. Ο τηλεθεατής ενσωματώνει – ασυνείδητα – όλες αυτές τις εικόνες βίας και απανθρωπιάς και με την πάροδο του χρόνου τις μετασχηματίζει ως κανόνα ζωής και ως «νόμιμη» συμπεριφορά. Θεωρεί πως η σκληρή πραγματικότητα μπορεί να βιωθεί και να ξεπεραστεί μόνο μέσα από μια ανάλογη συμπεριφορά. Η βία γίνεται κανόνας, το αίμα παύει πλέον να φοβίζει και ο καθένας ετοιμάζεται για έναν ρόλο που δυνητικά θα μπορούσε να παίξει στη ζωή του. Είναι ο ρόλος του σκληρού και αδιάφορου.

            Επιπρόσθετα η αφαίρεση ζωής – όπως προβάλλεται κατά κόρον από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ – παύει να αποτελεί ένα ανησυχητικό και τραγικό γεγονός. Η ευκολία με την οποία κάποιος μπορεί να αφαιρέσει μια ζωή δε γεννά μόνο θλίψη και οργή στους οικείους του θύματος, αλλά υποβιβάζει στα μάτια των τηλεθεατών την αυταξία της ζωής. Από την άλλη πλευρά αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το οριακό γεγονός του θανάτου με τον απαιτούμενο φόβο και δέος. Και είναι γνωστό πως ο φόβος και το δέος συνέχουν το κοινωνικό σώμα και ενισχύουν τον κοινωνικό ιστό μέσα από το σεβασμό στις δυο δίδυμες αλλά και ταυτόχρονα αντίπαλες δυνάμεις του κόσμου, τη ζωή και το θάνατο. Από τα παραπάνω συνάγεται πως ο άνθρωπος – τηλεθεατής γίνεται λιγότερο άνθρωπος κι αφυδατωμένος από κάθε στοιχείο ευαισθησίας και ανθρωπιάς ολισθαίνει στον υποβιβασμό της ζωής και τελικά στον αυτοεξευτελισμό του και στην αναίρεση του βασικού στοιχείου – δύναμης αυτού του κόσμου, της ζωής.

            Η βία ως μέθοδος επίλυσης των διαφορών και επίτευξης των στόχων έχει αναχθεί σε κανόνα ζωής αγγίζοντας τα όρια της «νομιμότητας» ή ακόμη και τα όρια της «ηθικότητας»…… Το γεγονός λειτουργεί διαβρωτικά στη σκέψη και στον ψυχισμό του δέκτη, που ως «μιμητικό» ον ζώντας σε μια κοινωνία άκρως ανταγωνιστική υιοθετεί σιγά – σιγά πράξεις, συμπεριφορές και μεθόδους που βρίσκονται έξω από τον ηθικό κώδικα αξιών του. Συνηθίζει έτσι στην ιδέα της σκληρότητας της ζωής – αφού αυτό βλέπει καθημερινά στην T.V. και αυτό βιώνει στις διαπροσωπικές και κοινωνικές του σχέσεις – και παύει να συγκλονίζεται (όπως παλιά) από την εύκολη και αναιτιολόγητη αφαίρεση της ζωής. Η αφαίρεση ζωής αντιμετωπίζεται πλέον ως κάτι σύνηθες και ο θάνατος ολοένα και περισσότερο χάνει το μυστηριακό του χαρακτήρα.

            Όλα αυτά, όμως, έρχονται σε πλήρη αντίθεση προς τις «συνήθειες» των αρχαίων τραγωδών που απέκλειαν κάθε σκηνή βίας και θανάτου «επί σκηνής», στοιχείο που υποδήλωνε και ταυτόχρονα αισθητοποιούσε αφενός μεν το σεβασμό στη ζωή και το θάνατο και αφετέρου την αισθητική των θεατών. Η συνεχής, όμως, προβολή σκηνών βίας από την TV προσβάλλει την αισθητική των θεατών και ως ένα βαθμό αλλοιώνει και τον ηθικό τους κώδικα. Η ανηθικοποίηση του ανθρώπου πολλές φορές έχει την αιτία της στην απουσία αισθητικής απ’ αυτόν. Η θέση «η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος», εάν διαβαστεί διαφορετικά αναδεικνύει την βαρύτατη ευθύνη των βίαιων τηλεοπτικών σκηνών στην από-ηθικοποίηση και «σκλήρυνση» των σύγχρονων ανθρώπων.

Η δεύτερη άποψη: Οι σκηνές βίας ως «κάθαρση»

            Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται όσοι υποστηρίζουν το θετικό ρόλο και την «καθαρκτική» λειτουργία των σκηνών βίας και αίματος. Είναι διαπιστωμένο τόσο από την ατομική όσο και από την κοινωνική ψυχολογία πως το άτομο ευαισθητοποιείται περισσότερο κάτω από την επίδραση ισχυρών ερεθισμάτων. Τα ερεθίσματα αυτά αφυπνίζουν απωθημένες φοβίες και ξεχασμένες ανασφάλειες και καθιστούν το άτομο υπεύθυνο και ενεργητικό απέναντι σε εικόνες γεγονότων που απειλούν όχι μόνο την κοινωνική γαλήνη, αλλά και τους όρους – προϋποθέσεις της ύπαρξής του. Το άτομο – τηλεθεατής μπροστά σε εικόνες βίας και αίματος γίνεται περισσότερο άνθρωπος και ασυνείδητα ενσωματώνει τον πόνο του θύματος στο δικό του εσωτερικό κόσμο. Απελευθερώνεται από τη «μακαριότητα» της απάθειας και αναισθησίας και συνειδητοποιεί ότι η βία και η σκληρότητα των ανθρώπινων σχέσεων κατοικεί δίπλα του.


            Αυτή, όμως, η συνειδητοποίηση δεν συντελεί μόνο στην καλλιέργεια και ανάδειξη των ανθρώπινων ιδιοτήτων του (ευαισθησία, αλληλεγγύη, αλτρουισμός…) αλλά και στην ενεργοποίηση όλων των εσωτερικών δυνάμεων απέναντι σε φαινόμενα που προσβάλλουν την αισθητική και απειλούν την αξία της ζωής. Ο τηλεθεατής ισορροπώντας ανάμεσα στον πόνο του θύματος και στο δικό του εσωτερικευμένο φόβο και άγχος αναπτύσσει όλους τους απαραίτητους μηχανισμούς στην προσπάθειά του να θεμελιώσει – έστω και σε φανταστικό επίπεδο – μια κοινωνία όπου η βία θα αποτελεί την εξαίρεση και το αίμα την πιο ακριβή «χρωστική» ουσία. Από τα παραπάνω, λοιπόν, αναδεικνύεται ο θετικός ρόλος – κάτω βέβαια από ορισμένες προϋποθέσεις – της προβολής από την TV σκηνών ωμής βίας και αίματος στον εσωτερικό ποιοτικό μετασχηματισμό του τηλεθεατή και στην απότοκη συμπεριφορά του.

            Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω θέσεις είναι δύσκολο να συνταχθεί κανείς με μια από αυτές. Όσες αλήθειες κι αν εμπεριέχουν δεν πείθουν, γιατί ακουμπούν τα όρια της υπερβολής. Οι απολυτότητες είναι πάντοτε επιβλαβείς. Στο ερώτημα ποια είναι η καλύτερη λύση μπορούν να δοθούν πολλές απαντήσεις. Η απαγόρευση προβολής κάθε σκηνής βίας δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως πρόταση, γιατί προσκρούει στο δικαίωμα της ενημέρωσης του ατόμου, που θέλει να γνωρίζει οτιδήποτε συμβαίνει στο στενό ή ευρύτερο κύκλο που ζει. Εξάλλου η απόκρυψη της αρνητικής εικόνας της κοινωνίας μας δεν συνοδεύεται πάντοτε κι από θετικά αποτελέσματα. Κανείς δεν συμφωνεί με την ιδέα να ζούμε μέσα σε ψευδαισθήσεις για την «αθωότητα» και το «λευκό» χρώμα της κοινωνίας μας.

            Από την άλλη πλευρά, όμως, απορρίπτεται και κάθε πρόταση για μια ελεύθερη και χωρίς περιορισμούς προβολή σκηνών βίας και αίματος. Αυτή η πρόταση στερείται επιχειρημάτων, γιατί η υπερβολική προβολή απάνθρωπων πράξεων και στυγερών εγκλημάτων – έστω κι αν αυτά αποτελούν πραγματικά γεγονότα – αποτελεί τη μια πλευρά της ζωής κι αποκρύπτει τη «φωτεινή» και «ανθρώπινη». Η βία και το έγκλημα δεν αποτελούν τον κανόνα της ζωής και γι’ αυτό η επιλογή του μέτρου προβάλλει ως η καλύτερη λύση. Εξάλλου το «αίμα» είναι η πολυτιμότερη και ακριβότερη «χρωστική» ουσία και δεν είναι πρέπον για μια κοινωνία που επαίρεται για την αισθητική και την ανθρωπιά της να χρησιμοποιεί την ουσία αυτή για εμπορικούς και διαφημιστικούς στόχους.

            Ο σεβασμός, λοιπόν, της ανθρώπινης ζωής πρέπει να θεωρείται αυτονόητος από όλους και ποτέ δεν πρέπει η ανθρώπινη ζωή να αποτελεί το μέσο για την εξυπηρέτηση άλλων στόχων. Η ίδια η ζωή συνιστά το μέγιστο στόχο του ανθρώπου και της κοινωνίας. Η δραματοποίηση του ανθρώπινου πόνου και η μετατροπή της αφαίρεσης μιας ζωής – με όλα τα επακόλουθα μιας τέτοιας πράξης – σε τηλεοπτικό θέαμα συνιστά όχι μόνο παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη, αλλά και υποβιβασμό της ανθρώπινης ζωής.


            Για την αντιμετώπιση φαινομένων τηλεοπτικής βίας και απουσίας σεβασμού προς την απόλυτη αξία της ζωής επιβάλλεται ο ποιοτικός εσωτερικός μετασχηματισμός του τηλεθεατή, η ενεργοποίηση των αντισωμάτων και των αμυντικών μηχανισμών καθώς και η θέσπιση αυστηρών κανόνων δεοντολογίας, όσον αφορά στην προβολή σκηνών ωμής βίας και αίματος.

            Αποτελεί επικίνδυνο στρουθοκαμηλισμό ο βομβαρδισμός της τηλεόρασης. Διορθώνουμε την κοινωνία και διεκδικούμε μία διαφορετική τηλεόραση


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)