“Μόνο ο πόθος μου για σένα…”

         *Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"

                          *Η ιδιαίτερη σχέση Μάνας και Γιου

    “…αλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα, φαίδιμ΄ Οδυσσεύ, ση τ΄ αγαναφροσύνη μελιηδέα θυμόν  απηύρα…” (…αλλά εμέ και ο πόθος σου και οι ιδέες σου, έξοχε Οδυσσέα, κι η φρόνησή σου η ευγενής γλυκιά σαν μέλι μια ψυχή αφαίρεσα…”, Η Μάνα του Οδυσσέα Αντίκλεια). 

         Η σχέση της Μάνας με το Γιο-αρσενικό  πάντοτε προκαλούσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων. Το ενδιαφέρον αυτό δεν εκφράστηκε μόνον με τη γνωστή θεωρία του πατέρα της Ψυχολογίας (Φρόιντ) για το "Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα" αλλά και με άλλες έρευνες και μελέτες που επισημαίνουν πως ο χαρακτήρας-ταυτότητα του γιου-άνδρα
διαμορφώνεται καταλυτικά από τη σχέση αυτή.
        Ο Φρόιντ ορμώμενος από την τραγωδία "Οιδίπους Τύραννος" του Σοφοκλή υποστήριξε πως ανάμεσα στη Μάνα-Θηλυκό και το Γιο-Αρσενικό υπάρχει μία sui generis ερωτική έλξη. Όσο κι αν αυτή η θεωρία δεν γίνεται απόλυτα δεκτή από πολλούς επιστήμονες, ωστόσο δεν έπαψε να αποτελεί ακόμη ένα ενδιαφέρον πεδίο για περαιτέρω έρευνα.
         Μπορεί η θεωρία του Φρόιντ για το "Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα"  να προκάλεσε τότε σοκ στην επιστημονική-και όχι μόνον-ωστόσο για τους αρχαίους Έλληνες η θέση-θεωρία αυτή ήταν οικεία, όπως μαρτυρούν οι διάφοροι μύθοι, με κορυφαίο αυτόν του Οιδίποδα, που εν αγνοία του σκότωσε τον Πατέρα(Λάιο)του και πλάγιασε με τη Μάνα(Ιοκάστη)του κάνοντας μαζί της τέσσερα παιδιά.


         Ωστόσο την προνομιακή σχέση του γιου-αρσενικού με τη Μάνα-Θηλυκό δεν την ανέδειξαν μόνον οι τραγικοί ποιητές, αλλά και πολύ παλιότερα ο Όμηρος και στα δύο έπη του. Δεν λείπουν, βέβαια, και οι αναφορές στη δημοτική
ποίηση και στο δημοτικό τραγούδι (Του Νεκρού Αδελφού, Του Κίτσου η Μάνα κάθονταν…), όπως φυσικά και στη Νεοελληνική ποίηση (Βρεττάκος), αλλά και σε πολλά τραγούδια*. 

           Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά και δεν μπορούν να καλύψουν όλο το εύρος της σχέσης της Μάνας με το Γιο. Αλλά και οι λέξεις πολλές φορές αδυνατούν να αποδώσουν τον πλούτο των συναισθημάτων. Κάποια πράγματα στη ζωή τα βιώνεις και δεν μπορείς να τα περιγράψεις με λέξεις.

          Α. Συνάντηση Οδυσσέα με τη Μάνα του, Αντίκλεια στον Άδη (Οδύσσεια, λ,166-49)

          “Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε, ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:  

             «Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ’ αυτό το ζοφερό σκοτάδι

         Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
              Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
«Μάνα, το χρέος μ’ έφερε κάτω στον Άδη

χρησμό γυρεύοντας απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή….
        
 Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
 ……

     Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
            
 Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια [...]
           Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο, και τον βαραίνουν τα γεράματα.Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος
       
 Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
 για την ευγενική σου καλοσύνη – αυτά μου στέρησαν τη γλύκα της ζωής.
       Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος, θέλησα τον ίσκιο της ν’ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
  
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ’ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο, μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
     «Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
     
 Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. [...]»

         
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
         «Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο [...].
 Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει: δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά–
μόνο η ψυχή πάει, πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει…»
        

     

          Β. Συνάντηση Αχιλλέα και Θέτιδας (Ιλιάδα, Α,350-431α)

 

        τότε ο Πηλείδης έκλαιγε και στ' ακρογιάλι μόνος  καθήμενος εκοίταζε τ' απέραντα πελάγη και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια: 

       «Μητέρ', αφού κοντόχρονον με έχεις γεννημένον,

έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίσει ο Δίας τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ' έχει αυτός τιμήσει

ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,

ότι μου άρπαξεν αυτός το δώρο μου και το 'χει».

       Είπε με δάκρυα και η σεπτή τον άκουσε μητέρα

στα βάθη όπ' έμενε σιμά στον γέροντα γονέα

 και σαν ομίχλη ανέβηκε μέσ' από τ' άσπρο κύμα.

         Στο πλάγι αυτού που έκλαιεν εκάθισεν η θεία,

τον χάιδεψε, κατ' όνομα τον έκραξε και του 'πε:

      «Τι κλαις, παιδί μου, στην καρδιά ποια λύπη σ' ήβρε; Ειπέ μου ευθύς, μην το 'χεις μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω»

 

                               Ο Αχιλλέας παραπονείται

         Κι ο Αχιλλεύς στενάζοντας της είπε: «Τα γνωρίζεις, τι απ' αρχής να σου τα ειπώ; Την πόλιν την αγίαν την Θήβην, που εβασίλευσεν ο μέγας Ηετίων,

πατήσαμε, κι εφέραμεν εδώ τα λάφυρά της·

κι ως έπρεπεν οι Αχαιοί τα μοιρασθήκαν όλα

 και του Ατρείδη εδιάλεξαν την κόρην Χρυσηίδα·

…………………………………………………………………………..

 τότε ο θεός να ιλεωθεί συμβούλευσα εγώ πρώτος· με τούτο σφόδρα εθύμωσεν ο Ατρείδης κι εσηκώθη και λόγον είπε φοβερόν, που είναι τελειωμένος.

      Κι οι Αχαιοί προβόδησαν με γρήγορο καράβι

και προσφορές για τον θεόν την κόρην εις την Χρύσην,

αλλ' από τώρ' απ' την σκηνήν την κόρην του Βρισέως,

δώρο σ' εμέ των Αχαιών, οι κήρυκες μου επήραν·

και, αν δύνασαι, προστάτευσε συ το καλό παιδί σου·

 ανέβα ευθύς στον Όλυμπον και πρόσπεσε στον Δία…

Να μάθει και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων

πόσο ετυφλώθη ν' αψηφά των Αχαιών τον πρώτον». 

                Η Θέτιδα θα μεσολαβήσει στον Δία

     Και δάκρυα χύνοντας πολλά του απάντησεν η Θέτις:

       «Υιέ μου, τι σ' ανάσταινα τον πικρογεννημένον;

Άλυπος καν και αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες,

αφού δεν θέλ' η μοίρα σου πολύν καιρόν να ζήσεις·

αλλ' είσαι και ολιγόζωος και πίκρες ποτισμένος

σαν κανείς άλλος· άμοιρα στο σπίτι σ' εγεννούσα·…

συ ωστόσο από τον πόλεμον τραβήξου και στες πρύμνες…..

          Είπε κι εκεί τον άφησε περίσσια χολωμένον,

οπού την ομορφόζωνην του επήραν κορασίδα

δυναστικώς».

 

                                              Γ. «Ηλέκτρα»  (Ευριπίδη)

                                           “Μητροκτόνος” Ορέστης

 

             ΟΡ. Πρόσεξες πώς εκείνη η δύστυχη έξω από τα πέπλα της έβαλε, έδειξε τον μαστό της την ώρα της δολοφονίας της, αλίμονό μου, στο έδαφος ρίχνοντας τα μέλη της τα οποία με γέννησαν; Και εγώ εκείνη την ώρα έχανα τις αισθήσεις μου.

           ΧΟ. Το ξέρω καλά. Αντιμετώπισες μεγάλο πόνο,  γιατί άκουγα τον ικετευτικό θρήνο της μητέρας σου, η οποία σε γέννησε.

              ΟΡ. Αυτήν την κραυγή έβγαλε, προς την γενειάδα μου απλώνοντας το χέρι της: «Παιδί μου, σε παρακαλώ». Και από τα μάγουλά μου κρεμάστηκε, με αποτέλεσμα να πέσει από τα χέρια μου το μαχαίρι.

               ΧΟ. Την δύστυχη. Και πως άντεξες τον θάνατο να δεις με τα μάτια σου της μητέρας σου που πέθαινε

             ΟΡ. Εγώ έβαλα τον χιτώνα μου στα μάτια μου και με το ξίφος μου την χτύπησα ρίχνοντας μέσα στον λαιμό της μητέρας μου».

 

                 Δ. «Μάνα και γιος (1940)» Νικηφόρος Βρεττάκος

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε

κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,

μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος

σα να’ χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν

τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν

οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…»

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,

ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.

Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν

και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες

κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους

κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,

μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,

κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα

χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη»

                            E. « Μάνα, μάνα» (Ποντιακόν)

     « Το χ̌έρι σ’, μάνα, δος μα/ας κλίσκουμ’ και φιλώ/κι εσέν ευχαριστώ/ Τ’ ομμάτι͜α μ’ έλα κλείδα,/ας αποχ̌αιρετώ/κι ας πάω σον Θεόν»

        ΣΤ. «Η πορεία προς το μέτωπο» (Οδυσσέα Ελύτη, “Άξιον Εστί”)

            « … Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου…»

                            Ζ. "Σπονδές" (Γ. Αλεξανδρή)

            "Γλίστρησε το χέρι της στα μαλλιά του,/ του πέρασε στη χούφτα ένα κλωνί βασιλικό/και τον έβγαλε με την ευχή στο δρόμο,/μάτι κακό να μην τον δει, / λόγος πικρός μην ακουστεί / και να ’χει καλογραμμένο ριζικό./ Δεν είχε τίποτε άλλο η μάνα να του πει,/ τίποτε να του δώσει./ Είχε αδειάσει την ψυχή, όλα του τα ’χε δώσει...

            Άφωνο γιομάτο στόμα, όλα του τα ’χε τάξει./ Τον πρόλαβε στου μεσημεριού την υπεροψία / και γητευτή θωρώντας τον στα πάθη,/ του έφερε στη χούφτα του τα μαλλιά της / την αγριάδα των καιρών να ημερέψει / και τ’ όνειρο το άγουρο να πλέξει ,/ δώθε από την παραίτηση και κείθε από τη θλίψη. / Δεν είχε τίποτε άλλο εκείνη να του φέρει, / τίποτε να του πει...."

 


                              Η. "Όνειρα  μητρικά" (Θωμά Κατσόγιαννου)

          "Αυτή που γιο εκοίμιζε / σε μια παλιά σκηνή / και με κλαδιά τον σκέπαζε / καράβια εζωγράφιζε / σε θαλασσί παν.

          Αν και καινούρια φορεσιά / δεν είδε στο κορμί της / κι ούτε χαρά η ψυχή της, / ταξίδια ονειρεύονταν / να κάνει το παιδί της.

              Αν αυτή δεν γνώριζε / κανόνες και γραφή, / την πλούσια ζωή / το γιο της τον προόριζε / για υψηλή κορφή" 

 

             *Στις προτάσεις μου για τα τραγούδια που αναδεικνύουν με τον δικό τους τρόπο τη σχέση Μάνας και Γιου συγκαταλέγονται και τα: 1. «Tο όνειρο» {δυό γιους είχες Μανούλα μου} {Το τραγούδι του νεκρού αδελφού}, (Μίκης Θεοδωράκης), 2. «Μάνα μου Μάνα» (Χρύσανθος), 3. «Πόσο μού λείπετε» (Νίκος Ζώρης), 4. «Μανούλα μου» (Μάνος Χατζιδάκις, Λάκης Παππάς).

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Φανατισμός)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Αγωνιστικότητα ή φυγή;)