Στη Μνήμη των «Αφανών»…
*Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog "ΙΔΕΟπολις"
*Ένας οφειλόμενος έπαινος στους “Αφανείς Ήρωες”.
1."Μία
δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οί αν μη ευρεθώσιν ες αναίρεσιν" (Και ένα φέρετρο άδειο μεταφέρεται
σκεπασμένο για τους άγνωστους νεκρούς, που δεν πρόκειται να βρεθούν και να
περισυλλεγούν, Θουκυδίδης).
«Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει»
2.“Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη; / Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα./Οι βασιλιάδες κουβάλησαν τ΄ αγκωνάρια; / Η μεγάλη Ρώμη είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις / έστησε; / Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες. / Μονάχος του; / Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες./ Δεν είχε ούτ΄ ένα μάγειρα μαζί του; Κάθε σελίδα και μια νίκη./ Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια; Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας./ Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;/ Πόσες και πόσες ιστορίες!” (Μπρεχτ, 1935)
Ποια σχέση μπορεί να έχει μία φράση από τον “Επιτάφιο” του Περικλή, ένα ποίημα του Μπρεχτ με τις αφίσες των νεκρών-ηρώων του έπους του 1940 και με τους ανάλογους για την περίπτωση πανηγυρικούς;
Ποιοι συνειρμοί ενεργοποιούνται διαβάζοντας την περικοπή του Θουκυδίδη, το ποίημα του Μπρεχτ «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει» και ακούγοντας ταυτόχρονα τα σχετικά με την περίσταση εμβατήρια ή το προσκλητήριο νεκρών του έπους του 40;
Ποια απάντηση μπορείς να δώσεις στο διαχρονικό ερώτημα “Ποιος γράφει την Ιστορία; Το άτομο ή το Πλήθος. Οι επώνυμοι και οι επιφανείς ή ο ανώνυμος όχλος;” διαβάζοντας το ποίημα του Μπρεχτ αλλά και ακούγοντας τα ονόματα των επιφανών ή των πρώτων νεκρών του πολέμου στα Αλβανικά βουνά;
Ερωτήσεις που επίμονα ζητούν πειστικές απαντήσεις αλλά και απορίες που ζητούν μία λογική και όχι λογικοφανή ερμηνεία που να υπηρετεί την ιστορική αλήθεια και όχι αλλότριες σκοπιμότητες-έστω καν κάποτε είναι καλών προθέσεων.
Συνήθως οι αφίσες των εθνικών επετειακών εκδηλώσεων είναι κοσμημένες από τις μορφές των επώνυμων νεκρών του πολέμου, όπως και οι πανηγυρικοί λόγοι. Για αυτούς τα αγάλματα, γι αυτούς τα Ζήτω, γι αυτούς οι έπαινοι.
Ε! Τότε είναι που στοχάζεσαι και προβληματίζεσαι αν οι νίκες στον πόλεμο και η πορεία της ιστορίας ενός λαού είναι προϊόν της δράσης των “Επιφανών και Επωνύμων” ή και των “Αφανών και των Ανώνυμων”;
Η Μνήμη και η Ιστορία είναι δυστυχώς επιλεκτικές και άδικες προς τους δεύτερους. Οι αφανείς και οι ανώνυμοι πολεμιστές το μόνο που εισπράττουν από την κοινωνία είναι οι αφιερωματικές μαρμάρινες στήλες του τύπου «Των Αφανών Ηρώων» ή το περισσότερο ένα μνημείο με το ηχηρό «Τω Αγνώστω Στρατιώτη».
Φυλλομετρώντας τα ογκώδη βιβλία της πολεμικής ιστορίας ενός λαού, διαβάζοντας τους πανηγυρικούς στις εθνικές επετειακές εκδηλώσεις και βλέποντας τις σχετικές αφίσες των σχολικών εορτών δεν βρίσκεις τίποτα άλλο παρά μία “παρέλαση” ονομάτων εμπνευσμένων Ηγετών-Βασιλιάδων, λαμπρών και γενναίων Στρατηγών και γενικότερα ανθρώπων Επώνυμων και Επιφανών που με τη σκέψη και τη δράση τους καθόρισαν τις τύχες των λαών τους είτε στο πεδίο της μάχης είτε στο πεδίο άσκησης ειρηνικών έργων.
Μαθαίνουμε για τη ζωή αυτών των ανθρώπων, για τα ανδραγαθήματά τους, τον Ηρωισμό τους, τα Πάθη τους αλλά και για τις θυσίες τους στο όνομα των δικαίων του λαού τους και των Εθνικών Ιδεωδών. Οι πιο χρυσές σελίδες της Ιστορίας γράφονται γι αυτούς μέχρι που θα βρεθεί ο αθυρόστομος Θερσίτης για να φωνάξει δημόσια την κάλπικη δύναμη της Εξουσίας και για τα δίκαια του άσημου αγωνιστή, του στρατιώτη, του εργάτη…
Τότε είναι που σκέπτεσαι και διερωτάσαι πού είναι οι εκατοντάδες-χιλιάδες μαχητές, αγωνιστές, στρατιώτες (μικροί ήρωες) και εργάτες που με το μόχθο τους και τον καθημερινό τους αγώνα λαμπρύνουν το όνομα των Ηγετών τους (κάθε Ηγέτη) αλλά και όταν χρειαστεί θυσιάζονται στα πεδία των μαχών του πολέμου που οι Ηγέτες τους αποφάσισαν. Πού είναι αυτοί που παράγουν-δημιουργούν με τον μόχθο και τη θυσία τους τον πλούτο (υλικό κα άυλο) του λαού τους;
Ούτε μία λέξη γι αυτούς, τους διαμορφωτές και σκαπανείς της πραγματικής ιστορίας παρά μόνο τα μνημεία τα αφιερωμένα στον “Άγνωστο Στρατιώτη” που γεμίζουν με δάφνινα στεφάνια στις εθνικές επετείους και που ακούγονται οι πιο θερμοί Έπαινοι και τα πιο ηχηρά Ζήτω για τη θυσία τους “Υπέρ Βωμών και Εστιών”.
Μετά, όμως, δεν υπάρχει μετά. Η Λήθη επιβάλλει το νόμο της. Και περιμένουν την επόμενη εθνική επέτειο για να τους ξαναθυμηθούμε…
Όχι ως πρόσωπα, αλλά ως αριθμούς που δόξασαν το όνομα της Πατρίδας και στεφάνωσαν με τη ζωή τους τα ιδανικά του Έθνους και της Εθνικής Ελευθερίας. Αυτοί οι “σιωπηλοί” και μικροί “αφανείς ήρωες”, οι διαμορφωτές του ιστορικού γίγνεσθαι βρίσκονται στα περιθώρια των βιβλίων της ιστορίας και διεκδικούν κάθε φορά με υπομονή και (τη “σιωπή” τους πάλι) την αναγνώριση των δικών τους θυσιών.
Όλοι αυτοί οι “αφανείς και ανώνυμοι μικροί ήρωες” διεκδικούν πεισματικά αιώνες τώρα λίγα ψίχουλα από τη δόξα των “επώνυμων, των επιφανών και των μεγάλων Ηρώων”.
“Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, / Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, / τα γενναία, τα δυνατά…” («Μπολιβάρ», Νίκος Εγγονόπουλος).
Ο αγώνας και η θυσία των αφανών και των ανώνυμων, ωστόσο, αναδεικνύει και μία άλλη ιστορική αλήθεια: Πώς το πρώτο «κινούν» της ιστορίας είναι ο άνθρωπος, όχι υποχρεωτικά ο επώνυμος αλλά ο ανώνυμος. Μπορεί στην ιστορική διαδρομή ενός έθνους οι επώνυμοι να προδιαγράφουν τα εθνικά ιδεώδη, αλλά οι ανώνυμοι είναι αυτοί που τα πραγματώνουν.
Γιατί και τα σύγχρονα λαμπρά παλάτια, τις σύγχρονες πανύψηλες πυραμίδες και τα πελώρια κτίσματα δεν τα έκτισαν οι Επώνυμοι και οι Επιφανείς αλλά και οι άλλοι, οι Άγνωστοι, οι Ανώνυμοι και οι Αφανείς…
Για όλα αυτά, λοιπόν, και για λόγους ιστορικής αλήθειας και δικαιοσύνης Πολιτεία και Κοινωνία οφείλουν στις εθνικές επετείους ή σε μία ξεχωριστή ημέρα να μνημονεύουν το ρόλο και τη θυσία των “αφανών και των ανώνυμων”. Γιατί συνιστά εθνική απρέπεια και ιστορική αδικία να αποδίδονται όλες οι τιμές στους επιφανείς και επώνυμους και να αγνοείται η θυσία των χιλιάδων αφανών και ανωνύμων.
Βέβαια όλα πρέπει να ξεκινήσουν από τη γραφή των ιστορικών που υπερπροβάλλουν τη δράση και τη θυσία των επωνύμων ηρώων και αποσιωπούν ή καταχωρούν στα περιθώρια των σελίδων τη δράση και την προσφορά των ανωνύμων. Βέβαια θα υποστηρίξει κάποιος πως κι αυτοί επηρεάζονται και παρασύρονται από την βουλιμία των αναγνωστών που συγκινούνται και ενθουσιάζονται μόνον από τη δόξα και τη θυσία των Επώνυμων και των Επιφανών Ηρώων.
Ακόμη και οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές αντλούσαν τα θέματά τους από τους μεγάλους κύκλους των βασιλιάδων, γιατί τα πάθη τους και τα επιτεύγματά τους αποτελούσαν για τους απλούς ανθρώπους-θεατές την ευκαιρία να βιώσουν κι αυτοί κάτι από τα πάθη τους ή την δόξα τους.
Όλες οι παραπάνω σκέψεις και θέσεις πήγασαν από την επετειακή εκδήλωση του χωριού μου προς τιμήν του πρώτου νεκρού του ΕλληνοΙταλικού Πολέμου, του Βασίλη Τσιαβαλιάρη (Τσιαβαλιάρεια 2024). Σε αυτήν τιμάται με τη δέουσα τιμή η θυσία του πρώτου νεκρού. Στο προσκλητήριο των νεκρών γίνεται και μία απλή αναφορά και των άλλων έξι συγχωριανών του που κι αυτοί σκοτώθηκαν στο μέτωπο.
Γι αυτό, λοιπόν, και για λόγους ιστορικής δικαιοσύνης η Κοινότητα ΠΙΑΛΕΙΑΣ και ο Δήμος Πύλης πρέπει να προσθέσουν-τοποθετήσουν δίπλα στο άγαλμα του Βασίλη Τσιαβαλιάρη μία στήλη με τα ονόματα και των άλλων πεσόντων στο μέτωπο συγχωριανών του.
Οδηγός μας τα λόγια του Μακρυγιάννη:
“Τούτην την Πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι…Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε «ΕΜΕΙΣ». Είμαστε στο “Εμείς” κι όχι στο “Εγώ”.
* ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ
Πεσόντων Πιαλειωτών στο Έπος του 1940-41
1. Στρατιώτης Τσιαβαλιάρης Βασίλειος του Ιωάννη του 51°” Σ.Π. έπεσε πρώτος εκ των Ελλήνων μαχητών στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στο 21° Φυλάκιο των Ελληνοαλβανικών συνόρων
2. Στρατιώτης Κούτσικος Βασίλειος του Γρηγορίου του 5°” ΣΠ. έπεσε στις 14 Νοεμβρίου 1940 στους Πάδες Κόνιτσας.
3. Στρατιώτης Ζάχος Χρήστος του 5°” ΣΠ. έπεσε στις 15 Νοεμβρίου 1940 στην Ιτέα της Κόνιτσας.
4. Στρατιώτης Ζτρίβας Χρήστος του Δημητρίου του 5°” ΣΠ. έπεσε την Δεκεμβρίου 1940 στο ύψωμα Ογκρένι.
5. Στρατιώτης Τσιάμης Ιωάννης του Βασιλείου του 51°” Σ.Π. έπεσε στις 29 Ιανουαρίου 1941 ση Μονή Βελλά.
6. Στρατιώτης Παπαδημητρίου Αχιλλεύς του Γεωργίου του 5°” Σ.Π. έπεσε στις 12 Μαρτίου 1941 στο ύψωμα 731.
7. Δεκανέας Υφαντής Δημήτριος του Ηλία του 5°” Σ.Π. έπεσε στις 27 Ιουλίου 1941.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου