Η γλυκιά “Τυραννία” των Λέξεων
“ Έχω ξεχάσει τη λέξη / Που ήθελα να πω, / Και ασώματη επιστρέφει η σκέψη / Στα μεγαλόπρεπα δώματα των ίσκιων” (πηγή Λεβ Βυγκότσκι «Σκέψη και Γλώσσα»).
Πόσες και πόσες φορές δεν προσπαθήσαμε να βρούμε την κατάλληλη λέξη για να εκφράσουμε μία σκέψη μας ή ένα συναίσθημά μας και συνειδητοποιούσαμε κάθε φορά τη δυσκολία αυτού του εγχειρήματος. Πόσες φορές δεν απογοητευτήκαμε από την επιλογή μιας λέξης που δεν μπορούσε να αποδώσει με ενάργεια και σαφήνεια κάποια σκέψη ή ένα συναίσθημά μας.
Πόσες φορές η επιλογή μιας λέξης δεν μάς εξέθεσε στην ανθρώπινη συντροφιά μας αφού οι φίλοι μας αδυνατούσαν να καταλάβουν όσα τους εκθέταμε με το λόγο μας . Και φυσικά σε αυτές τις περιπτώσεις δεν φταίει πάντα ο απέναντι, ο αποδέκτης αλλά το φταίξιμο βρίσκεται στην λανθασμένη επιλογή της λέξης-ων με την οποία προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε ή και να πείσουμε.
Πόσες φορές δεν νιώσαμε απογοήτευση όταν σκεφτήκαμε κάτι ασύνηθες και υπερβατικό και όταν θελήσαμε για να το αποθηκεύσουμε στη μνήμη μας διαπιστώσαμε ότι δεν χωρά στις γνωστές μας λέξεις. Έτσι χάθηκε και η σκέψη αλλά και δυνατότητά μας να την ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, αφού ό,τι δεν αποτυπώνεται σε λέξη επιστρέφει στην ανυπαρξία και στα “μεγαλόπρεπα δώματα των ίσκιων”.
Τελικά οι λέξεις που κάθε φορά επιλέγουμε να πούμε, ίσως να έχουν μεγαλύτερη αξία και μεγαλύτερο αντίκτυπο τόσο στη δική μας ζωή όσο και στη ζωή των άλλων ανθρώπων με τους οποίους συνυπάρχουμε σε ένα λεκτικό περιβάλλον.
Την πίστη στη δύναμη αυτή των λέξεων την ανιχνεύουμε και στους αρχαίους λαούς που πίστευαν πως κάθε λέξη έχει ένα ξεχωριστό και μυστηριακό ενεργειακό φορτίο που καθορίζει την εξέλιξη των πραγμάτων. Σε κάποιες τελετές με κυρίαρχες κάποιες τεχνικές μαγείας η χρήση των λέξεων αποτελούσε το κυρίαρχο στοιχείο με απώτατο στόχο τον επηρεασμό των πολιτών που συμμετείχαν σε αυτές τις τελετές.
Ίσως είναι από τις λίγες ή κατά περίπτωση πολλές φορές που διαπιστώνουμε και αποδεχόμαστε την εσωτερική σχέση Λέξης (Γλώσσας) και Σκέψης, Σημαίνοντος και Σημαινόμενου χωρίς, όμως, και να συνειδητοποιούμε πως ενώ βαδίζουν παράλληλα δεν ταυτίζονται. Ακόμη άγνωστο μάς είναι αν η πορεία είναι από τη Σκέψη στη Λέξη ή το αντίθετο.
Η Λέξη έχει Ήχο και Εικόνα, ενώ η Σκέψη είναι άυλη. Η “σκέψη, δηλαδή, είναι ένας ανασχεμένος , συγκρατημένος άηχος λόγος”.
Πολλοί θεωρούν πως η πρώτη και η μεγαλύτερη (αν όχι και η μοναδική) επανάσταση του ανθρώπου, όλων των ανθρώπων, συντελείται κατά την παιδική ηλικία όταν το παιδί συνειδητοποιεί πως “κάθε πράγμα έχει ένα όνομα”. Για τον Stern αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής του, αφού ”αυτή τη χρονική στιγμή νοητικοποιείται η γλώσσα και γλωσσοποιείται η νόηση”.
Οι επιστήμονες θεωρούν πως ο βαθμός πνευματικής εξέλιξης και ωρίμασης του παιδιού είναι συνάρτηση και του χρόνου που το παιδί συνειδητοποιεί πως “κάθε πράγμα έχει ένα όνομα”.
Ωστόσο το παιδί δεν συνειδητοποιεί μόνο το πως “κάθε πράγμα έχει κι ένα νόημα”, αλλά και πως οι ανθρώπινοι ήχοι διαφοροποιούνται από τους άλλους φυσικούς ήχους. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, αυτό που διατύπωσε ως θέση ο Λεβ Βυγκότσκι "το ουσιαστικότερο γνώρισμα των ανθρώπινων γλωσσικών ήχων συνίσταται στη σύνδεση του φθόγγου, που ασκεί μια ορισμένη ηχητική λειτουργία, με μια ορισμένη σημασία”.
Η σημασία, λοιπόν, είναι ένα θεμελιώδες γνώρισμα και δομικό στοιχείο της ίδιας της λέξης. Είναι ο εσωτερικός της φωτισμός. Γι αυτό “μία λέξη χωρίς σημασία δεν είναι λέξη, αλλά κενός ήχος. Μία λέξη που έχει χάσει τη σημασία της δεν ανήκει πλέον στη γλώσσα” (Λεβ Βυγκότσκι).
Μία λέξη απογυμνωμένη από τη σημασία της δεν είναι μόνο ένας κενός ήχος, αλλά και ένα άχρηστο όργανο επικοινωνίας αφού δεν μεταδίδει καμία πληροφορία στο περιβάλλον της. Η επικοινωνιακή λειτουργία της Γλώσσας-Λέξης συντελείται στο βαθμό που η λέξη μεταφέρει κάποια πληροφορία στο περιβάλλον, όπως συμβαίνει ακόμη και στα ζώα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Λεβ Βυγκότσκι από το έργο του “Σκέψη και Γλώσσα”.
“Μία τρομαγμένη χήνα, που σε ώρα κινδύνου με μια κραυγή φοβίζει ολόκληρο το κοπάδι, δεν του ανακοινώνει τι είδε αλλά τού μεταδίδει το φόβο της”.
Τη στενή σχέση επομένως της λέξης με τη σημασία της και την ανάγκη της λέξης να αποκτά κάποια σημασία μέσα στην πρόταση τη διατύπωσε εύστοχα με τη γνωστή φράση ο Νόαμ Τσόμσκυ:
“Άχρωμες πράσινες ιδέες κοιμούνται οργισμένα”.
Η παραπάνω φράση, αν και γραμματικά και συντακτικά διακρίνεται από πληρότητα, σε επίπεδο νοήματος είναι κενού περιεχομένου, αφού δεν μεταδίδει καμία πληροφορία, σημασία.
Στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης (πνευματικής, κοινωνικής, ηθικής…) η λέξη αποτέλεσε σημαντικό σταθμό αφού με τη βοήθειά της ο άνθρωπος κατόρθωσε να περιχαρακώσει με ακρίβεια και νοηματική πιστότητα τα αόριστα και ασαφή στοιχεία της σκέψης και των συναισθημάτων του. Σχετικά επισημαίνει ο Hymboldt:
“Ρίχνουμε ένα δίχτυ λέξεων πάνω σε ό, τι συναισθανόμαστε αόριστα και ασαφώς, για να του βάλουμε τάξη και να το περικλείσουμε σε πάγιες έννοιες”.
Έτσι το «δίχτυ λέξεων»-εννοιών μάς βοηθά να κατανοήσουμε την περιβάλλουσα πραγματικότητά μας, να την ερμηνεύσουμε και να την κάνουμε δικό μας προϊόν. Με τη μετατροπή του άμορφου σε εναρθρωμένο λόγο ο άνθρωπος αισθάνεται δημιουργός και μιας δικής του πραγματικότητας που την φιλοτεχνεί ανάλογα με τις προσδοκίες και τις απωθημένες επιθυμίες του, έστω κι αν αυτή η πραγματικότητα βρίσκεται ή κτίζεται στα δώματα της φαντασίας του.
Εξάλλου όλες οι πρωτοποριακές και ρηξικέλευθες νοητικές συλλήψεις έτσι ξεκινούν πριν γίνουν πραγματικότητα που σε ένα ύστερο αυτή η ίδια η πραγματικότητα επίπεδο μάς διαμορφώνει, μάς καθοδηγεί και μάς “τυραννά”.
Την εξουσία-“τυραννία” των λέξεων όλοι την νιώθουμε και πολλοί την βιώνουν ως την πιο γλυκιά τυραννία αφού συμβάλλει στη βίωση άλλοτε θετικών κι άλλοτε αρνητικών συναισθημάτων. Στο άκουσμα της λέξης «Ειδωλολάτρης» ή «Εβραίος» άλλα συναισθήματα προκαλεί σε κάποιους κι άλλα σε κάποιους άλλους.
Σύμφωνα με τους κοινωνικούς ψυχολόγους πολλά από τα συναισθήματά μας, όπως το μίσος, η αντιπάθεια σε μία κοινωνική ομάδα, η θετική αξιολόγηση μιας πράξης, η δυσπιστία στο διαφορετικό και πολλά άλλα πηγάζουν από τα γλωσσικά κοινωνικά στερεότυπα. Σχετικά με αυτήν τη λειτουργία της γλώσσας-λέξεων γράφει ο Adam Schaff:
“Μέσω της γλώσσας, η κοινωνία μεταδίδει στο άτομο ορισμένες στάσεις, εκτιμήσεις και στερεότυπα. Όλα αυτά παγιώνονται από τη γλώσσα της κοινωνίας και επηρεάζουν ισχυρά τη συνείδηση του ατόμου. Λόγω του καθημερινού τους χαρακτήρα και της υποβλητικότητάς τους , είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν, και στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονται δεκτά ως φυσικά”.
Ως άτομα, κοινωνία και λαός-έθνη είμαστε δημιουργήματα της γλώσσας και των λέξεών μας. Το σύστημα σκέψης μας είναι δημιούργημα του γλωσσικού μας συστήματος. Κι αυτό γιατί η γλώσσα-λέξεις μας είναι το ατομικό και εθνικό μας θησαυροφυλάκιο. Ενδιαφέρουσα είναι και η παρακάτω θέση του Herder:
“Η γλώσσα δεν είναι μόνο όργανο. Είναι το θησαυροφυλάκιο και μορφή σκέψης. Είναι θησαυροφυλάκιο, γιατί η πείρα και οι γνώσεις γενεών συσσωρεύονται σε γλώσσα. Και είναι μορφή σκέψης, γιατί η πείρα και οι γνώσεις αυτές μεταδίδονται στις επόμενες γενιές μέσω της γλώσσας, κατά τη διεργασία της ανατροφής. Δεν σκεφτόμαστε μόνο σε κάποια γλώσσα, αλλά και με τη μεσολάβηση κάποιας γλώσσας. Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι η γλώσσα αποτελεί μορφή της σκέψης μας” (πηγή, «Γλώσσα και Γνώση», Adam Schaff).
Αν όλες οι παραπάνω λειτουργίες της γλώσσας και των λέξεων γίνουν κατανοητές και αποδεκτές ως μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα ποιος θα μπορούσε να αναιρέσει τη θέση του Φρόιντ πως:
“Ο Πολιτισμός ξεκίνησε όταν για πρώτη φορά ένα θυμωμένο άτομο πέταξε μία λέξη αντί για μία πέτρα”.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου