Είμαστε οι Λέξεις μας…
“Η Γλώσσα-Λέξεις είναι το σπίτι του ανθρώπου” (Χάιντεγκερ).
Ο άνθρωπος διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα όντα του ζωικού βασιλείου όχι μόνον από την ικανότητά του να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο (Ηθικότητα), όχι μόνον από την ανάγκη για κοινωνική αναγνώριση και αποδοχή (Κοινωνικότητα), όχι μόνον από την ικανότητά του να σκέφτεται (Πνευματικότητα) αλλά κι από την ικανότητά του να εκφράζει με σαφήνεια τον εσωτερικό του κόσμο ( σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες…).
Βασικό εργαλείο αυτής της ικανότητάς του και συνάμα πυρηνικό στοιχείο της ταυτότητάς του η Γλώσσα-Λέξεις. Με τις λέξεις ο άνθρωπος διαμορφώνεται και συγκροτείται ως πολυσύνθετη οντότητα (πνευματική, κοινωνική, ηθική…) αλλά και με τις λέξεις κατανοεί και διαμορφώνει την εξωτερική πραγματικότητα.
Οι Λέξεις μας είναι ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο, ο τρόπος που τον ερμηνεύουμε και τον βιώνουμε αλλά και ο τρόπος που αντιδρούμε σε αυτόν. Οι Λέξεις είναι τα εργαλεία με τα οποία σμιλεύουμε την εικόνα που έχουμε για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό μας. Αλλάζοντας τις λέξεις αλλάζουμε και την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο, τους άλλους και για τον εαυτό μας.
Οι λέξεις μας, λοιπόν, είναι ο κόσμος μας γιατί με αυτές σκεφτόμαστε, επικοινωνούμε, αγαπάμε, μισούμε, ερωτευόμαστε, οργιζόμαστε, φιλοσοφούμε, ονειρευόμαστε και ορίζουμε το πλαίσιο της ελευθερίας μας αλλά και χαλκεύουμε τα δεσμά της εσωτερικής μας δουλείας. Οι λέξεις μάς απελευθερώνουν αλλά μάς υποδουλώνουν.
Οι λέξεις είναι η μόνη αποδεκτή τυραννία της ζωής μας. Η υποταγή μας σε αυτές είναι η προϋπόθεση της ελευθερίας μας αφού με αυτές υπερβήκαμε την υλική μας υπόσταση-χωρίς να την καταργήσουμε-και ανεβήκαμε στη σφαίρα του Πνεύματος. Οι λέξεις μπορούν να χρησιμεύσουν ως εργαλείο μεταμόρφωσής μας αλλά ταυτόχρονα μπορούν να λειτουργήσουν και ως καταστροφικό όπλο για τη ζωή μας.
Πολλές φορές νιώθουμε καπεταναίοι στο πέλαγος των λέξεων και άλλοτε ναυαγοί. Άλλοτε φαινόμαστε αδέξιοι κολυμβητές στον ωκεανό των λέξεων κι άλλοτε δεινοί δύτες στο βυθό του γλωσσικού μας ωκεανού. Όλοι μας στις θαλασσινές γλωσσικές περιπλανήσεις και καταδύσεις αναζητούμε εκείνα τα γλωσσικά μαργαριτάρια (λέξεις) που θα μάς βοηθήσουν να ξεχωρίσουμε από τους άλλους και να μάς γνωρίζουν ή να μάς χαρακτηρίζουν με τη βοήθειά τους.
Σχετικά με τη δύναμη και τον πλούτο της γλώσσας-λέξης γράφει ο Γ. Μπαμπινιώτης:
“Είναι άξιο θαυμασμού και μοναδικό προνόμιο του ανθρώπου το πώς ένας ολόκληρος κόσμο, ο κόσμος της έξω και μέσα μας πραγματικότητας συλλαμβάνεται με τη μορφή εννοιών, εκφράζεται με τη μορφή σημασιών (Σημαινόμενα»), δηλώνονται με τη μορφή ήχων/φθόγγων («σημαίνοντα»), οργανώνεται σε δομές (γραμματικές) και λειτουργίες (συντακτικές) ώστε να αποτελέσει αυτό που αποκαλούμε γλώσσα. Ένα λεπτό, σύνθετο, απέραντο κι ωστόσο οικονομικό και γι αυτό κατακτήσιμο σύστημα με το οποίο κοινωνούμε τη σκέψη μας, συναντάμε τον άλλο, επικοινωνούμε. Το υλικό με το οποίο κινείται όλος αυτός ο μηχανισμός της γλώσσας παραμένουν οι λ έ ξ ε ι ς και οι κανόνες (γραμματικοί και συντακτικοί) με τους οποίους συνδέονται μεταξύ τους σε αλυσίδες λόγου, σε κείμενα (προφορικά και γραπτά).
Οι ειδικοί (γλωσσολόγοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί…) φρονούν πως η αρχή της ανθρώπινης ιστορίας και του πολιτισμού δεν βρίσκεται τόσο στην ανακάλυψη της φωτιάς και του τροχού όσο στην προφορά της πρώτης λέξης (ρήμα, ουσιαστικό, επιφώνημα…). Μία λέξη που μπορεί στην αρχή να ήταν μία κραυγή που βρήκε την απάντησή της σε μία άλλη κραυγή δημιουργώντας έτσι το πλαίσιο της γλωσσικής επικοινωνίας.
Θα ήταν ασυγχώρητη φλυαρία να προχωρήσουμε σε μία αναζήτηση του πρωτογενούς στοιχείου της γλωσσικής επικοινωνίας, αφού η επιστήμη αιώνες τώρα αδυνατεί να το εντοπίσει. Δηλαδή, προηγήθηκε η έννοια και μετά ο άνθρωπος βρήκε τον κατάλληλο ήχο ή κραυγή (λέξη) για να την μορφοποιήσει και εξωτερικεύσει ή το αντίθετο; Όπως, επίσης, ατελέσφορη είναι και κάθε συζήτηση αν ως πρώτη λέξη ήταν το ρήμα, το ουσιαστικό ή το επιφώνημα.
Κάθε κοινότητα ανθρώπων από την προϊστορική περίοδο και κάθε λαός στους μετέπειτα χρόνους επινόησε τον δικό του γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας με το αντίστοιχο σώμα των λέξεων. Για το ίδιο αντικείμενο (π.χ δέντρο) οι άνθρωποι της γης επινόησαν διαφορετικές λέξεις (tree…) (σημαινόμενο/ σημαίνον). Αυτό είναι και ο πλούτος του γλωσσικού μας και πνευματικού μας πολιτισμού.
Γι αυτό οι γλωσσολόγοι μάχονται και υπερασπίζονται την γλωσσική ποικιλία, γιατί όταν χάνεται μία γλώσσα ή μία λέξη χάνεται κι ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης, ένας διαφορετικός τρόπος σύλληψης του κόσμου. Εξάλλου, όπως υποστήριξε και ο Έζρα Πάουντ:
“Καμιά γλώσσα δεν εμπεριέχει το σύνολο της ανθρώπινης σοφίας και καμιά γλώσσα δεν είναι ικανή να εκφράσει όλες τις μορφές και τις βαθμίδες της ανθρώπινης νόησης”.
Διάχυτη είναι η πεποίθηση μεταξύ των γλωσσολόγων πως “Σκεπτόμαστε με Λέξεις” και “Εκφράζουμε τη Σκέψη μας με Λέξεις”. Όλος ο Πνευματικός μας κόσμος χωρά στις λέξεις μας. Ο Σενέκας θεωρούσε πως «Η γλώσσα των ανθρώπων είναι ίση με τη ζωή τους», ενώ ο Grimm δήλωνε πως «Η γλώσσα μας είναι η Ιστορία μας». Χωρίς τη γλώσσα και χωρίς τις λέξεις δεν υπάρχει και η πραγματικότητα (εξωτερική και εσωτερική).
“Γιατί οτιδήποτε κάνουν, αναγνωρίζουν, βιώνουν ή γνωρίζουν οι άνθρωποι αποκτά νόημα μόνο στο βαθμό που μπορεί να ειπωθεί” (Arendt).
Ποιος, λοιπόν, μετά και τις παραπάνω θέσεις, μπορεί να αμφισβητήσει τον κυρίαρχο ρόλο των λέξεων στη δόμηση της προσωπικής μας ταυτότητας και στη θέση πως «Είμαστε οι Λέξεις μας;». Η παρουσία των λέξεων και η εξουσία τους είναι έντονη και διάχυτη σε όλες τις εκφράσεις και τις εκδηλώσεις της ύπαρξής μας.
“Οι λέξεις βρίσκονται παντού μέσα μας. Χοροπηδάνε ως σκέψεις, περπατάνε ως παρηγορητικά λόγια, ταξιδεύουν στην ανάγκη του άλλου, βυθίζονται στη σιωπή ή στο αδιέξοδο, ψάχνουν την ολοκλήρωση, δηλώνουν την έλλειψη. Οι λέξεις είναι το μόνο όπλο που έχουμε σε αυτή τη ζωή” (Μαριαλένα Σπυροπούλου, Καθημερινή).
Αν η παραπάνω καταγραφή της παντοκρατορίας των λέξεων στη ζωή μας κρύβει μία αναμφισβήτητη αλήθεια, τότε οφείλουμε να εμπλουτίζουμε και να διαφυλάσσουμε το Γλωσσικό μας Θησαυροφυλάκιο. Κι αυτό όχι μόνον για να τελειοποιήσουμε τη διαδικασία της επικοινωνίας και τους επικοινωνιακούς μας μηχανισμούς αλλά και για να μεταβληθεί ο λόγος μας-η ομιλία μας σε πράξη, όπως ποιητικά αναφέρει ο Εμπειρίκος «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου».
Κι αυτό γιατί πάντα υπάρχει το ερώτημα πώς μπορούμε να περάσουμε από τη λέξη στην πράξη ή τι μπορούμε να κάνουμε με τις λέξεις «How to do things with words» (Austin).
Η βαθύτερη ουσία του ανθρώπου είναι τα ερωτήματα που θέτει και οι απαντήσεις που δίνει σε αυτά. Ερωτήματα και απαντήσεις που χωρίς τη λέξη θα ήταν αδύνατο όχι μόνον να διατυπωθούν αλλά και να υπάρξουν ως νοητική πραγματικότητα.
Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν έγραψε σχετικά με τη δύναμη και τη χρησιμότητα της λέξης να μορφοποιεί και να εξωτερικεύει με ήχο και εικόνα τα άμορφα νεφελώματα της σκέψης μας.
“Η αμφιβολία μπορεί να υπάρχει μόνο, όταν υπάρχει κάποια ερώτηση, ερώτηση υπάρχει μόνο όταν υπάρχει απάντηση, και απάντηση μόνο όταν κάτι μπορεί να ειπωθεί”.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου