Ο φανατισμός και η γυμνή αλήθεια
«Η αξία του ανθρώπου
μετριέται με το πόση αλήθεια μπορεί να σηκώσει» (Νίτσε).
Η
ανθρώπινη πορεία χαρακτηρίζεται από μία ιδιάζουσα αντιφατικότητα.Από τη μια πλευρά ο άνθρωπος δηλώνει ζηλωτής της αλήθειας και ένθερμος
οπαδός της. Από την άλλη πλευρά, όμως, όταν τη βρεί ή του αποκαλυφθεί αδυνατεί
να την αποδεχτεί και μέμφεται εκείνους που την υιοθετούν. Τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, οι
προσωπικές ανασφάλειες και το χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης δημιουργούν τα
σύγχρονα νέφη που κρύβουν την αλήθεια.
Ο φανατισμός συνιστά – σε όλες τις
αποχρώσεις του – μία κηλίδα της εποχής μας που εμποδίζει την αναζήτηση ή την
αποδοχή της αλήθειας. Φανατισμός και
αλήθεια βρίσκονται σε μία σχέση
λατρείας και μίσους. Ο φανατικός προσκολλάται με επιμονή στη δική του αλήθεια,
ενώ αποστρέφεται μετά βδελυγμίας την «άλλη άποψη». Αυτές οι συμπεριφορές
ανιχνεύονται σε όλες τις μορφές του φανατισμού.
Μορφές φανατισμού
Οι τρόφιμοι του ιδεολογικού
– πολιτικού φανατισμού είναι εγκλωβισμένοι στην απολυτότητα της δικής τους
αλήθειας. Πάσχουν από μία sui
generis
ιδεοληψία που δημιουργεί «πιστούς» και οπαδούς και ακυρώνει
το διάλογο, τη διαφωνία και την
αμφισβήτηση. Ο ιδεολογικός φανατισμός περιχαρακώνει τα θύματά του στο βασίλειο
της δικής του αλήθειας.
Οι έγκλειστοι του θρησκευτικού φανατισμού, οι πιστοί, ορκίζονται στη μοναδικότητα και
ανωτερότητα του δικού τους θεού.
Εμπνέονται και ενεργούν σύμφωνα με την αλήθεια της δικής τους θρησκείας που
συνοδεύεται από ακλόνητα δόγματα.
Δόγματα που στομώνουν την κριτική και την «αναρχική»
σκέψη, ενώ αντίθετα διογκώνουν το
αίσθημα της τυφλής πίστης και της
άκριτης υποταγής. Ο φονταμενταλισμός
είναι μία από τις ακραίες εκφράσεις αυτού του φανατισμού.
Ιδιαίτερη έξαρση εμφανίζει και ο εθνικός φανατισμός, ο Εθνικισμός.
Αυτός είναι μία θρησκεία χωρίς θεό.
Οι υπερ – πατριώτες μέσα από συμπεριφορές ακραίου πατριωτισμού μετασχηματίζουν την αγάπη τους προς την πατρίδα σε
μίσος προς τους άλλους λαούς. Θεωρούν τη χώρα τους και τον πολιτισμό της
ανώτερο από τους άλλους, κατατρύχονται από αισθήματα ξενοφοβίας και αναπτύσσουν ρατσιστικές ιδεολογίες.
«Ακόμα και το πιο ασήμαντο πράγμα, το φαινομενικά απλό, να το
κοιτάτε με δυσπιστία» (Μπρεχτ).
Η άμυνα της Παιδείας
Το αλλόκοτο πάθος
του φανατισμού που παραλύει τη σκέψη και πυροδοτεί τα άλογα ένστικτα μπορεί να ιαθεί μόνο με την παιδεία, γιατί κατεξοχήν ο φανατισμός
επωάζεται στην απαιδευσία και στην απουσία κριτικής σκέψης.
Ειδικότερα με την αρωγή της παιδείας διαμορφώνεται
ένα διαφορετικό πλαίσιο σκέψης που
ερευνά την αλήθεια και δεν την αποδέχεται ως θέσφατο. Πάνω από όλα, όμως, η
παιδεία διδάσκει και εθίζει – ιδιαίτερα τον νέο – στην πρισματική θέαση της πραγματικότητας και των «αληθειών». Τρέφει τη δυσπιστία
στα δόγματα και στις απόλυτες «αλήθειες».
Προβάλλει την κυριαρχία της λογικής
πάνω στο θυμικό και την αξία της ανεκτικότητας
προς το διαφορετικό. Η «πολλαπλότητα» των πραγμάτων και η
αποδοχή της αξίας των αντιθέσεων ως
δημιουργικής δύναμης συνιστούν τα βάθρα μιας υγιούς παιδείας με ανθρώπινο
περιεχόμενο.
Καθημερινά, λοιπόν, πρέπει να επιβεβαιώνουμε ως λογικά
όντα πως η άρνηση της λογικής και η
υποταγή σε δόγματα και αναπόδεικτες
αλήθειες μόνον ντροπή και καταστροφές κομίζουν στο πιο έλλογο ον του πλανήτη,
τον άνθρωπο.
«Αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις απιθανότητες, είναι
ικανοί να σε πείσουν να διαπράξεις φρικαλεότητες»
(Βολταίρος).
Φανατισμός και Αλήθεια
Στο βαθμό, λοιπόν, που ο φανατισμός σχετίζεται με την αποδοχή της αλήθειας, όπως διακήρυξε ο Νίτσε, είναι απαραίτητο να
συμβιβαζόμαστε με την ιδέα πως γενικά ο άνθρωπος φοβάται να κοιτάξει κατάματα
την «γυμνή
αλήθεια». Τρομάζει, δηλαδή, ο καθένας μας στην ιδέα πως θα αναγκασθεί
να δει όλες τις πλευρές της αλήθειας, γιατί αυτό μπορεί να αποδομήσει κάποιες βεβαιότητές του πάνω στις οποίες έκτισε
την ταυτότητά του.
Σχετικά
για τη σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια ο Παύλος
Νιρβάνας σημειώνει:
Αναζητώντας τη γυμνή Αλήθεια
«Και ο άγνωστος εξακολούθησε να γυρεύει
την αλήθεια δεξιά κι αριστερά. Τον είχα χάσει κάμποσες μέρες. Προχθές η τύχη
τον έβγαλε πάλι μπροστά μου. Φαινότανε ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε
επιτύχει το σκοπό του.
-
Τη
βρήκατε; τον ερώτησα.
-
Τη
βρήκα επιτέλους… μου αποκρίθηκε και το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά. Τη βρήκα,
αλλά δεν ήτανε γυμνή. Φορούσε πάνω της του κόσμου τα κουρέλια. Το μόνο γυμνό
μέρος του κορμιού της ήταν η μύτη της. Και προσπαθούσε να την κρύψει κι αυτή.
Πώς να τη γνωρίσω; Δε θα τη γνώριζα ποτέ μου, αν δε με βεβαίωνε η ίδια πως
είναι η Αλήθεια.
-
Από
πότε ντύθηκες, γλυκύτατη θεά, την ερώτησα σαστισμένος. Σε ήξερα πάντα γυμνή.
-
Λάθος
κάνετε, κύριε… μου αποκρίθηκε. Ποτέ μου δεν παρουσιάστηκα γυμνή στον κόσμο.
-
Από
σεμνότητα;
-
Όχι
από σεμνότητα, κύριε. Από υπερηφάνεια. Είμαι πάρα πολύ άσχημη και γριά, ώστε να
παρουσιάζομαι γυμνή στον κόσμο. Παρουσιάζομαι πάντα ντυμένη, όπως με βλέπετε.
-
Ώστε
η φήμη της περίφημης γύμνιας σας;
-
Πρόληψη,
καθαρή πρόληψη, κύριε.
-
Κι
εκείνοι που καυχιούνται πως σας παρουσιάζουν γυμνή;
- Απατούν τον κόσμο, απλούστατα. Ποτέ κανένας δε με παρουσίασε γυμνή. Μονάχα η Ψευτιά παρουσιάζεται γυμνή. Γιατί η Ψευτιά είναι πάντα ωραία και πάντα νέα. Αυτά μου είπε η Αλήθεια, κύριε. Και με ρώτησε να της πω τι θέλω απ’ αυτήν. «Θέλω, της είπα, να δω κι εγώ μια φορά γυμνή την Αλήθεια». Και την παρακάλεσα να γδυθεί. Εστάθηκε αδύνατο να την πείσω. «Ποτέ δε με είδε γυμνή ανθρώπινο μάτι… μου είπε. Αν μ’ έβλεπαν γυμνή οι άνθρωποι, δε θα μπορούσα πια να ζήσω. Και θα ήτανε το τέλος του κόσμου». Αυτή την καταπληκτική ανακάλυψη μου έκανε ο άνθρωπος που γύρευε να βρει την Αλήθεια γυμνή και τη βρήκε ντυμένη, εξαφανισμένη μέσα στα πιο βαριά και αδιαφανή ρούχα. Έτσι, μέσα στη θριαμβική γύμνια της εποχής μας, η μόνη γυναίκα που απόμεινε ντυμένη, είναι, ως φαίνεται, η Αλήθεια. Ας μη δοκιμάσει κανένας να τη γδύσει. Θα πέσει νεκρός στα πόδια της».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου