«Οι εραστές της εξουσίας»
«Δια μεν γαρ τους των ιδίων
επιμελουμένους ουδέν αι πόλεις μείζους καθίστανται, δια δε τους των κοινών
μεγάλαι γίγνονται» (Ανδοκίδης).
Θα ήταν παρήγορο
το γεγονός αν το πλήθος των υποψηφίων
στις τελευταίες ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές - τόσο σε τοπικό όσο
και σε πανελλήνιο επίπεδο - γνώριζε ή συμφωνούσε με την άποψη του Ανδοκίδη (Αθηναίος ρήτορας, πολιτικός
και λογογράφος). Το μεγάλο πλήθος των υποψηφίων με παρακίνησε να ερμηνεύσω τα αίτια αυτής της προθυμίας ή επιθυμίας
για συμμετοχή στη διαχείριση των κοινών.
Επειδή το θέμα
δεν ανήκει μόνο στην αρμοδιότητα των πολιτικών
αναλυτών αλλά χρειάζεται και την αρωγή των ψυχολόγων, υποχρεώθηκα να ανατρέξω στον αγαπημένο μου φάκελο «εκλεκτά
κείμενα» για να ερμηνεύσω την επιθυμία των ανθρώπων για την εξουσία. Στο φάκελο αυτό βρέθηκε ένα
κείμενο (Βήμα 2-2-1992) του Τσέχου προέδρου, Βάτσλαβ Χάβελ με τίτλο «ο πειρασμός της εξουσίας».
Πρόκειται για ένα
κείμενο – ομιλία* που ανιχνεύει τα πιθανά αίτια
που οδηγούν τους ανθρώπους να αποκτήσουν εξουσία και όταν την αποκτούν
δυσκολεύονται πολύ να την αποχωριστούν. Η ακριβής παράθεση κάποιων αποσπασμάτων
θα βοηθήσει τα μέγιστα για την ανάδειξη εκείνων των παραγόντων που διαμορφώνουν
την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των ζηλωτών της εξουσίας. Πρόκειται
για μία αιτιολόγηση με καίριες επισημάνσεις. Η εγκυρότητα και η αξιοπιστία τους
είναι μεγάλη στο βαθμό που ο ίδιος ο Χάβελ είχε διατελέσει τρόφιμος της
πολιτικής εξουσίας (1993-2003).
«Κατά πρώτο
λόγο, οι άνθρωποι ωθούνται προς την πολιτική από τα οράματά τους για μία καλύτερη κοινωνική διάταξη, από την πίστη τους
σε ορισμένα, καλώς ή κακώς εννοούμενα, ιδανικά
και αξίες και από την ανάγκη ή την ακατάσχετη ορμή να αγωνιστούν για αυτά
και να τα κάνουν πραγματικότητα.
Κατά δεύτερο λόγο, τους οδηγεί πιθανώς μία φυσιολογική σε κάθε άνθρωπο
επιθυμία για επιβεβαίωση του εαυτού
του. Μπορεί κανείς να φανταστεί ελκυστικότερο τρόπο να επισφραγίσει την ύπαρξή
του και να βεβαιωθεί για την αξία της από τον τρόπο που μας προσφέρει η εξουσία….
Στην τρίτη κατηγορία λόγων που κάνουν ίσως πολλούς ανθρώπους να ποθούν
την εξουσία και να είναι τόσο απρόθυμοι να την εγκαταλείψουν ανήκουν τα ποικίλα
προνόμια τα οποία αναγκαστικά
συνοδεύουν τη ζωή ενός πολιτικού ακόμη και στα δημοκρατικότερα καθεστώτα».
Όσο κι αν τα όρια
των τριών λόγων είναι δυσδιάκριτα
και οι κύκλοι τέμνονται είναι αναγκαίο να εξεταστεί η εγκυρότητα κάθε ενός χωριστά, στην προσπάθειά μας να διακρίνουμε ποιος
φανερά πλεονεκτεί έναντι των άλλων.
Ο πρώτος λόγος χαρακτηρίζει άτομα με
υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, υπερτροφική
κοινωνική συνείδηση και διάθεση κοινωνικής προσφοράς. Εμπνέονται από υψηλά ιδανικά, κοινωνικές αξίες και ανθρωπιστικά οράματα. Είναι εκείνοι που διακονούν ιδεολογίες που από τη φύση τους έχουν
ως βασικό στόχο - πρόταγμα τη δόμηση μιας κοινωνίας πάνω στη βάση των ακατάλυτων
αξιών, όπως: Ισονομία, Αξιοκρατία, Ανεκτικότητα, Κοινωνική αλληλεγγύη, Ανθρωπισμός,
Ελευθερία. Σε αυτό το είδος της κοινωνίας πρωταγωνιστούν οι ενεργοί πολίτες και όσοι προτάσσουν την
υπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού.
Ο δεύτερος λόγος που ωθεί πολλούς την
εξουσία σχετίζεται με την ανάγκη του ανθρώπου για αυτοεπιβεβαίωση μέσα από την άσκηση εξουσίας. Μιας εξουσίας που
εκφράζει τη λαϊκή εντολή και ως εκ τούτου εμπεριέχει την κοινωνική αποδοχή που συνιστά τον αναγκαίο παράγοντα για τη βίωση
της αυτοεπιβεβαίωσης. Σύμφωνα με τον Έγελο
ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον από το ζωικό βασίλειο που επιζητεί εναγωνίως
την κοινωνική αποδοχή. Εξάλλου η κοινωνική αποδοχή και η αυτοεπιβεβαίωση κατέχουν
καίρια θέση στην πυραμίδα του Μάσλοου.
Εκτός των άλλων η άσκηση εξουσίας κατά τεκμήριο για τους περισσότερους
αναδεικνύει και προβάλλει εμφαντικά τις ικανότητες
και τις δυνατότητες του υποκειμένου.
Ο τρίτος λόγος - αν και ανομολόγητος -
συνιστά μία πραγματικότητα. Η εξουσία από τη φύση της συνοδεύεται από μία σειρά
προνομίων - άλλοτε θεσμοθετημένων κι
άλλοτε όχι - που σχετίζονται τόσο με την καθημερινότητα όσο και με την
εκπλήρωση - ικανοποίηση άλλων «μεγαλεπήβολων» στόχων. Οι ένοικοι της εξουσίας
είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι και στο
βαθμό που στη χώρα μας το πελατειακό σύστημα «ανθοφορεί», αυτό προσπορίζει ποικίλα
οφέλη και εξυπηρετήσεις. Και φυσικά αυτό το είδος των προνομίων αποσυνδέεται
από τα γνωστά φαινόμενα χρηματισμού και διαφθοράς που θέτουν σε δοκιμασία τη
σχέση Πολιτικής και Ηθικής.
Από τους τρεις
λόγους ο πρώτος είναι αυτός που ομολογείται
και προβάλλεται εμφαντικά από τους εραστές της εξουσίας γιατί εμπεριέχει το
στοιχείο της ηθικής. Κι αυτό γιατί η
διακονία του κοινού συμφέροντος από τη φύση της συνιστά μία ηθική πράξη κοινά
αποδεκτή.
Ο δεύτερος λόγος
δεν εκφράζεται, αλλά βιώνεται από το
υποκείμενο ως μία αναγκαιότητα. Είναι, όμως, τόσο ισχυρός που ποδηγετεί απόλυτα
τη συμπεριφορά όλων εκείνων που στοχεύουν στην αυτοεπιβεβαίωση μέσα από την άσκηση εξουσίας. Η ανάγκη της κοινωνικής αναγνώρισης πυροδοτεί κάθε
ενέργεια που θα επιβεβαιώνει την αξία του υποκειμένου.
Αυτός ο λόγος
απέχει πολύ από την αντίληψη του Επίκουρου «Ποτέ μου δεν επεδίωξα να αρέσω στους πολλούς. Αυτά που
τους αρέσουν δεν τα γνώρισα και αυτά που εγώ γνωρίζω απέχουν πολύ από το να τα
καταλάβουν».
Ο τρίτος λόγος, αν
και ισχυρότατος, δεν προβάλλεται ως
αιτία κατάκτησης και άσκησης της εξουσίας. Τουναντίον όλοι πασχίζουν να
αποδείξουν ότι από την πολιτική αποχώρησαν φτωχότεροι. Κι ενώ είναι πρόθυμοι να
προβούν σε ποικίλες εξυπηρετήσεις των ψηφοφόρων (ρουσφέτια), οι ίδιοι αρνούνται
ότι αυτές ενείχαν υποχρεωτικά και το στοιχείο της συναλλαγής (οικονομικής, πολιτικής….)
Για να
επιστρέψουμε στο κείμενο του Χάβελ κρίνεται επιβεβλημένο να καταγράψουμε και τη
διττή όψη του πειρασμού της
εξουσίας. Σχετικά ο Τσέχος πρόεδρος τόνιζε:
α. «Ο Πειρασμός της εξουσίας ενέχει κάτι το ύπουλο, κάτι το παραπλανητικό και διφορούμενου: αφενός μεν η πολιτική
εξουσία δίνει στον άνθρωπο την καταπληκτική ευκαιρία να επαληθευτεί από το πρωί ως το βράδυ, ότι πραγματικά υπάρχει και ότι
έχει μία αδιαμφισβήτητη ταυτότητα,
που με κάθε λέξη ή πράξη χαράζεται πολύ φανερά στον κόσμο γύρω του.
β. Παράλληλα, όμως, η ίδια αυτή
πολιτική εξουσία, μαζί με όλα όσα λογικά την συνοδεύουν, κρύβει έναν φοβερό κίνδυνο: ότι προφασιζόμενη πως
επιβεβαιώνει την ύπαρξη και την ταυτότητά μας ανεπαίσθητα αλλά ανεπανόρθωτα θα
μας την πάρει».
Πολλές φορές το
υποκείμενο της εξουσίας βιώνει ως πραγματικότητα την αυτοεπιβεβαίωσή του (α),
αλλά δεν αντιλαμβάνεται, όμως, και την αλλοτρίωσή του - απώλεια ταυτότητας (β).
Ο Έρμαν Έσσε το είχε πει διαφορετικά «Αυτός που είναι απροσάρμοστος στον κόσμο βρίσκεται
πάντα στο σημείο που είναι δυνατόν ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του. Αυτός που έχει
προσαρμοστεί δεν βρίσκει ποτέ τον εαυτό του, απλώς καταλήγει στο να γίνει
υπουργός».
Αν, όμως, η εξουσία και γενικότερα η πολιτική ενέχει τόσους και τέτοιους κινδύνους προς τι αυτή η προθυμία για
την άσκηση εξουσίας. Αν η πολιτική και η εξουσία είναι μία δύσκολη υπόθεση και απαιτεί υψηλά προσόντα (πνευματικά, ηθικά,
ψυχικά…), πώς αιτιολογείται η προθυμία τόσων πολλών που αντικειμενικά δεν έχουν
αυτά;
Ο Χάβελ στο τέλος
του άρθρου του οδηγείται σε μία προτροπή: «Με την πολιτική θα ΄πρεπε, λοιπόν, να ασχολούνται μόνο
άνθρωποι ιδιαίτερα άγρυπνοι, ιδιαίτερα προσεκτικοί στο δέλεαρ υπαρξιακής
αυτοεπιβεβαίωσης που φέρει μαζί της η πολιτική εξουσία».
Διαφορετικά
κινδυνεύει να επαληθευτεί με τον πιο δραματικό τρόπο η θέση του Σαιν Ζυστ: «Όλες οι τέχνες
γέννησαν αριστουργήματα, μόνο η τέχνη της πολιτικής γέννησε τέρατα».
*Ο λόγος εκφωνήθηκε στη Δανία το 1991, όταν τιμήθηκε με το
βραβείο Sonning, έναν τίτλο τιμής που απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε
προσωπικότητες με εξέχουσα συνεισφορά στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό.
*Ο λόγος του Χάβελ «ο πειρασμός της εξουσίας» θα έπρεπε
να διανέμεται σε όλους τους βουλευτές κατά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης του
κοινοβουλίου που προκύπτει από τις εκλογές.
Οπως παντα εξαιρετικος!!!@
ΑπάντησηΔιαγραφή