Πρόσκληση σε Γεύμα: Μία συζήτηση για τη Φιλοσοφία μεταξύ των Πρωταγόρα-Επίκουρο και Νίτσε. Συγκλίσεις και αποκλίσεις.

                                                         Μέρος 2ο              

    «Μη σε απασχολεί τι τρως και τι πίνεις, αλλά με ποιους τρως και πίνεις» (Επίκουρος).   

         Αλήθεια σ’ αυτό το υποθετικό γεύμα με τους τρεις φιλοσόφους, σ’ αυτήν την απρόσμενη συνάντηση τι θα μπορούσαν να πουν μεταξύ τους οι τρεις γίγαντες της Παγκόσμιας Φιλοσοφίας; Ποιο κοινό μπορούν να έχουν μεταξύ τους αφού έζησαν σε διαφορετικές εποχές και το αντικείμενο της φιλοσοφικής τους σκέψης ήταν διαφορετικό;

         Αρχικά τόσο ο Πρωταγόρας όσο και ο Νίτσε θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στο κοινό τους στοιχείο, το «Θάνατο των Θεών».          

       Από το “Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ’ ως εισίν ούθ’ ως ουκ εισίν ούθ’ οποίοι τινες ιδέαν. Πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι η τε αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου”  του Πρωταγόρα έως το  «Θα σας πω εγώ που είναι! Τον σκοτώσαμε! Εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε οι δολοφόνοι του! Μα πως το κάναμε… Ο Θεός είναι και παραμείνει νεκρός! Εμείς τον σκοτώσαμε!”  του Νίτσε.

        Ίσως θα μπορούσαν  συνεξετάσουν αν αυτή η αμφισβήτηση των Θεών διευκόλυνε τελικά την κατάκτηση της ευδαιμονίας από τον άνθρωπο και τη βίωση μιας πραγματικής ελευθερίας.

       Αλλά και ο Επίκουρος,, με τον δικό του τρόπο, πρόβαλε μία άλλη αντίληψη για τους θεούς και τη θέση τους στην ανθρώπινη ζωή, όταν διακήρυξε πως ο Θεός δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί πηγή Φόβου:  

       “Άφοβον ο Θεός,” (O Θεός δεν εμπνέει φόβο) // “Το μακάριο και άφθαρτο  Ον (Θεός) / Ούτε δικά του προβλήματα έχει / Ούτε σε άλλους προκαλεί /  Ώστε ούτε οργίζεται με κανέναν / Ούτε κάνει χάρες σε κανέναν. / Όλα αυτά είναι γνωρίσματα αδύναμων όντων”.

       Ο Επίκουρος σίγουρα θα μπορούσε να ευχαριστήσει το Νίτσε για τη φιλοφρόνηση και τη μεγάλη του αναγνώριση του έργου του, αφού ο Γερμανός Φιλόσοφος είχε διακηρύξει πως «Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο, και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του». Κάτι ανάλογο είχε διατυπώσει και ο Μαρξ «Ο Επίκουρος είναι, λοιπόν, ο μέγιστος Έλληνας διαφωτιστής».

           Ένα σημείο σύγκλισης του Επίκουρου με το Νίτσε είναι και οι θέσεις τους για την αξία της Μοναξιάς ως συστατικού στοιχείου της αυθεντικότητας του ανθρώπου και ως δημιουργικής προϋπόθεσης για την κατάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας. Ο Επίκουρος εκτός από το εμβληματικό  «Λάθε  Βιώσας» σε κάποιο άλλο σημείο είχε τονίσει για το ρόλο της μοναξιάς.

       « Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος».

          Παρόμοιες ήταν και οι θέσεις του Νίτσε για τη Μοναξιά, όπως: «Αχ, το ξέρω καλά, δεν ξέρετε τι είναι απομόνωση. Όπου υπήρχαν ισχυρές κοινωνίες, κυβερνήσεις, θρησκείες, κοινές γνώμες, εν ολίγοις όπου υπήρχε τυραννία, εκεί αυτή μίσησε τον μονήρη φιλόσοφο» και κάπου αλλού τονίζει με έμφαση «Κανένας δεν μαθαίνει, κανένας δεν διδάσκει - να αντέχουμε τη ΜΟΝΑΞΙΑ».

          Κοινό σημείο μεταξύ και των τριών φιλοσόφων θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε και στο επίπεδο της Πολιτικής, έστω κι αν και οι τρεις περιθωριακά προσέγγισαν το επίπεδο αυτό.

           Ο Πρωταγόρας εισήγαγε τους όρους «Αιδώ» και «Δίκη» ως βασικά στοιχεία για τη συγκρότηση και εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και της πόλης: «Ζευς πέμπει Ερμήν άγοντα εις ανθρώπους αιδώ τε και δίκην ίν’ είεν  κόσμοι τε και δεσμοί πόλεων συναγωγαί φιλίας» (Ο Δίας στέλνει τον Ερμή που έφερνε στους ανθρώπους τον αλληλοσεβασμό (ντροπή, άγραφο δίκαιο) και τη δικαιοσύνη, για να υπάρχουν τάξη (αρμονία) και στενές σχέσεις μεταξύ των πόλεων που να τις κρατάνε ενωμένες με φιλία).

        Όποιος δεν μπορούσε από τους πολίτες να έχει μερίδιο στην Αιδώ  την Δίκη ο Δίας θέσπισε νόμο να τον θανατώνουν ως αρρώστια της πόλης «κτείνειν ως νόσον της πόλεως». Κι αυτό γιατί ο Πρωταγόρας ήταν απόλυτος στην ανάγκη-υποχρέωση των πολιτών να μετέχουν στα κοινά που συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρχουν οι πόλεις «Ει μέλλει πόλις είναι ουδένα δει ιδιωτεύειν» (Για να υπάρχουν και να λειτουργούν οι πόλεις πρέπει κανείς να μην ασχολείται μόνον με τις ιδιωτικές του υποθέσεις).

      Στο πεδίο της Πολιτικής  ο Επίκουρος διαφοροποιήθηκε πλήρως από τον Πρωταγόρα, αφού για την κατάκτηση της Ευδαιμονίας του ο άνθρωπος θα έπρεπε να αποφύγει την ενασχόλησή του με κάθε δραστηριότητα που θα τον υποχρέωνε να συναναστρέφεται με ανθρώπους. Η προτροπή του Επίκουρου «Λάθε Βιώσας» (Ζήσε απαρατήρητος) εξέφραζε το κλίμα της εποχής όπου το άτομο θα έπρεπε από μόνο του να πετύχει την επιβίωσή του και την ευδαιμονία του στο βαθμό που η Πόλη-Κράτος κατέρρευσε.

       Θα ήταν πάντως μία ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ του Πρωταγόρα και του Επίκουρου για το θέμα αυτό, της συμμετοχής, δηλαδή, των πολιτών στα κοινά της πόλης.

          Στο επίπεδο της πολιτικής μπορεί ο Νίτσε να μην διατύπωσε κάποιες πολιτικές θέσεις, αλλά με τη θεωρία του για τη «Βούληση για Δύναμη» και το σύμβολό του τον Ζαρατούστρα-Υπεράνθρωπο προκάλεσε πολλά σχόλια. Ειδικότερα κάποιες αναφορές του για το ρόλο της «Δύναμης» έγινε η αφορμή να κατηγορηθεί ότι υποθάλπει το Ναζισμό. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι οι ναζιστές χρησιμοποίησαν πολλές φορές στην προπαγάνδα τους λέξεις και φράσεις του Νίτσε, όπως «Υπεράνθρωπος» και «Βούληση για Δύναμη».

         Στη συζήτηση σίγουρα θα μπορούσε να τονιστεί και ο θαυμασμός του Νίτσε προς το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα (διονυσιακό και Απολλώνιο) αλλά και προς τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, όπως διαφαίνεται και από μία αποστροφή του στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα»;

        “Οι Έλληνες είναι αξιοθαύμαστοι, χωρίς βιάση.-Πρόδρομοί μου: O Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής”.

         Ωστόσο ο Ύμνος προς την αρχαία Ελληνική σκέψη και το Ελληνικό Πνεύμα είναι το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Νίτσε «Η Γέννηση της Τραγωδίας» (Κεφ.15,1872).

       Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με Αχίλλειο άλμα.”

          Ως επιδόρπιο της συζήτησης από μέρους του οικοδεσπότη θα μπορούσε να είναι μία αναφορά στην αποδοχή και στο θαυμασμό κι άλλων  μεγάλων  της Ευρωπαϊκής  Φιλοσοφίας και Επιστήμης, όπως του Μαρξ και του Χάιζεμπεργκ.

         Κι αυτό γιατί ο πρώτος στη διδακτορική του διατριβή ανιχνεύει τις διαφορές ανάμεσα στη «Δημοκρίτεια και στην Επικούρεια Φυσικής Φιλοσοφίας». Ο δεύτερος, εισηγητής της θεωρίας της απροσδιοριστίας - αβεβαιότητας ακούμπησε πάνω στην έννοια της «Παρέγκλισης» του Επίκουρου, που πρώτος διείδε και διατύπωσε την άποψη πως η τυχαία κίνηση των ατόμων από τροχιά σε τροχιά είναι αυτή που δημιουργεί την ποικιλότητα στη φύση.

     Εξάλλου ο Επίκουρος θεωρούσε τη γνώση των νόμων της φύσης και του σύμπαντος ως αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της αταραξίας και της απότοκης αυτής ευδαιμονίας:

     "Δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί κανείς από τους φόβους για τα πιο σημαντικά θάματα, εάν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος, και ταράζεται μ’ αυτά που λένε οι μύθοι. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές χωρίς τη μελέτη της φύσης”.

       Κοινό στοιχείο-γνώρισμα και των τριών Φιλοσόφων είναι αναμφισβήτητα η αμφισβήτηση και οι διώξεις που δέχτηκαν από τους αντιπάλους τους κι από το σύστημα, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ωστόσο και οι τρεις λείαναν τη λεωφόρο για τον μετασχηματισμό του ανθρώπου και την κατάκτηση μιας άλλης ποιότητας ζωής.

        Ίσως η άποψη του Νίτσε θα μπορούσε να συνθέσει τις επί μέρους  ιδιαιτερότητες  και των τριών και να αποδώσει με σαφήνεια την προσφορά τους στο Παγκόσμιο Πνεύμα:

          “Μέσα στη φύση μας είναι το να δημιουργήσουμε ένα πλάσμα ανώτερο από εμάς τους ίδιους. Να δημιουργούμε πάνω από μάς!  Αυτό είναι το ένστικτο της ενέργειας και του έργου.- Όπως κάθε θέληση  υπονοεί έναν σκοπό, το ίδιο κι ο άνθρωπος υπονοεί ένα πλάσμα, που δεν αποτελεί (ακόμα) παρουσία, μα που παρουσιάζει τον σκοπό της ύπαρξής του. Αυτό συνιστά την ελευθερία κάθε θέλησης! Μέσα στον σκοπό βρίσκεται η αγάπη, η ευλάβεια, το όραμα αυτού που είναι τέλειο, η επιθυμία” («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»).

  

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Νέες τεχνολογίες – Τεχνητή Νοημοσύνη)

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου (Βία)

Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η Ρωσία που βρυχάται...

Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Αγωνιστικότητα ή φυγή;)