Κορονοϊός, φόβος και δυστοπία
«Si vis vitam,
para mortem*»
Κι
εκεί που όλοι ζούσαμε την ψευδαίσθηση ή το όραμα μιας ουτοπικής κοινωνίας, ξαφνικά ένας ιός – αφανής και απροσδιόριστος – μάς προσγείωσε στην
πραγματικότητα μιας δυστοπικής
κοινωνίας. Όχι ότι δεν υπήρχαν και πριν προβλήματα. Απλώς τα αντιμετωπίζαμε με
καρτερικότητα και με τη βεβαιότητα ότι είναι κάτι προσωρινό.
Γκρινιάζαμε για την οικονομική κρίση, για τα οικολογικά
αδιέξοδα, για την απουσία του κοινωνικού κράτους, για τα Fake news, για τη
μονοτονία της καθημερινότητας, το λαϊκισμό
των πολιτικών μας, για τα δικαιώματα των μεταναστών και για ένα πλήθος άλλων
προβλημάτων που ροκάνιζαν τη μακαριότητά μας. Ωστόσο όλα αυτά δεν ήταν αρκετά
να ψαλιδίσουν τις ελπίδες μας για ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο που θα μας
εξασφάλιζε τη βεβαιότητα μιας συνεχούς βελτίωσης στα πλαίσια της «γραμμικής προόδου».
Η διπλή λειτουργία του φόβου
Και
ξαφνικά μπήκε στη ζωή μας ο κορονοϊός που μέσα στην δυσκολία να τον
αποδώσουμε σωστά (ορθογραφία) μάς ξεβόλεψε και μας τρόμαξε. Αποδόμησε τις βεβαιότητές μας, έσπειρε
την αμφιβολία για το «τεχνολογικό»
μας θαύμα, μάς υπενθύμισε την περατότητά
μας και γενικά έφερε τέτοιες ανακατατάξεις που μας ανάγκασε να
επαναπροσδιορίσουμε όλα τα δεδομένα και τα αυτονόητα
της ζωής μας.
Ο
φόβος πήρε τη θέση της ελπίδας και
αποδιοργάνωσε τα σταθερά σημεία της ζωής μας. Οι απολυτότητες υποχώρησαν και ο
σχετικισμός κυριαρχεί. Ένας επικίνδυνος μηδενισμός
αναδύεται που σιγά – σιγά τροφοδοτεί μια επικίνδυνη μοιρολατρία – φαταλισμό. Ένας παθητικός φόβος που δρα παραλυτικά,
που ακυρώνει και τα όποια θετικά έχει ως αίσθημα και ως ένα βαθμό εργαλειοποιείται για πολιτικούς και
κοινωνικούς σκοπούς.
Αν
και ο φόβος είναι ως έννοια αρνητικά
φορτισμένη δεν παύει να λειτουργεί και θετικά
για τον άνθρωπο. Βέβαια ο Ντεκάρτ στάθηκε επικριτικός στη λειτουργία του φόβου «Όσον αφορά το φόβο… δεν πιστεύω ότι θα
μπορούσε ποτέ να είναι αξιέπαινος ή χρήσιμος».
Ωστόσο
και κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο φόβος δρα ευεργετικά για τον άνθρωπο «Η σύγχρονη έρευνα επιχειρεί να αποδείξει
το αξιέπαινο του φόβου καταδεικνύοντας τη χρησιμότητά του ως ψυχικής κατάστασης
που προπαρασκευάζει τον οργανισμό για να αντιμετωπίσει εύστοχα κάποιον κίνδυνο…
Για τους κλασσικούς φιλοσόφους ο φόβος είναι «κακός σύμβουλος» της δράσης, ενώ
για όλους (σχεδόν) τους σύγχρονους ερευνητές ο φόβος είναι αναπόστατο μέρος
μιας φυσικής αντίδρασης ενός οργανισμού προς αποφυγή μιας επερχόμενης βλάβης»
(Αντώνη Χατζημωϋσή «Ο Φόβος»).
Θα ζήσουμε μια δυστοπική κοινωνία;
Επειδή,
όμως, ο μανιχαϊσμός σε τέτοιες
αξιολογήσεις θολώνει την κρίση και μας οδηγεί σε λανθασμένους δρόμους όπου
κυριαρχούν η «αλεξιθυμία» και η «συναισθηματική αμφιθυμία» (Η πρώτη
αφορά τη δυσκολία κάποιων ανθρώπων να ταυτοποιήσουν ή να περιγράψουν τα
συναισθήματά τους. Η δεύτερη σχετίζεται με την παρουσία ζευγών αντίθετων
συναισθημάτων (αγάπη και μίσος)), ορθό είναι να ανιχνεύσουμε και την αθέατη
πλευρά του φόβου που τείνει να
καταστεί ο πρωταγωνιστής της κοινωνικής μας συμπεριφοράς.
Οι
βίαιες ανακατατάξεις που επέφερε δεν
μας βοήθησαν να επαναπροσδιορίσουμε μόνο το παραδοσιακό πλαίσιο ζωής και τις προτεραιότητές μας (αξίες, πρότυπα,
ιδανικά…) αλλά και να βιώσουμε – έστω και για λίγο – κάποια στοιχεία της δυστοπικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας
που προκαλεί τρόμο και πανικό ως προοπτική. Η «Αλληγορία του Σπηλαίου» (Πλάτωνας), «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» (Σουΐφτ), «Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος» (Χάξλεϋ), το «1984» (Όργουελ) και το «Φαρενάιτ
451» (Ρέι Μπράντμπερι) είναι μερικά έργα από το χώρο της τέχνης που
σκιαγραφούν τον εφιάλτη των
δυστοπικών κοινωνιών.
Κι
αν, όλα όσα καταγράφονται στα έργα αυτά, παλιότερα φάνταζαν ως μία «λογοτεχνική
αδεία» πραγματικότητα, τώρα βιώνονται ως μία πραγματικότητα «εν ενεργεία» (έστω και ως προμήνυμα –
πρόγευση). Ο φόβος, η ανησυχία, η έγνοια της επιβίωσης, η σκέψη της ασθένειας, ο τρόμος του θανάτου, η απαγόρευση μετακίνησης, η αδυναμία συγχρωτισμού με τους συνανθρώπους μας, η μοναξιά, η αναστολή των
ελευθεριών και δικαιωμάτων και ο εφιάλτης της οικονομικής δυσπραγίας που θα
ακολουθήσει είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν της δική μας δυστοπία.
Το
ψηφιδωτό της δυστοπίας συμπληρώνει
με έναν δραματικό τρόπο το δάκρυ
ενός Ισπανού γιατρού σχετικά με τους ασθενείς από κορονοϊό «… λένε ότι αφαιρούν τους αναπνευστήρες από ανθρώπους άνω των 65 ετών
και τους ναρκώνουν για να πεθάνουν, επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί αναπνευστήρες
για όλους, ώστε να τους δώσουν σε πιο νέους… Τους ναρκώνουμε… τους βοηθάμε να
πεθάνουν για να ελευθερώσουμε τους αναπνευστήρες για άτομα κάτω των 65 ετών».
Σε
μια τέτοια κοινωνία ποιος έχει το δικαίωμα να ορίσει το χρόνο και τον τρόπο του
θανάτου μας; Πόσο δικαιωμένος μπορεί
να νιώθει ο Φρόϊντ, όταν είχε
επισημάνει πως «ότι ο καθένας μας
χρωστάει στη φύση έναν θάνατο, και πρέπει να είναι προετοιμασμένος να εξοφλήσει
το χρέος» («Η σχέση μας με το θάνατο»).
Ο κορονοϊός διδάσκει
Ωστόσο,
επειδή τίποτα δεν είναι σύμβολο του
απόλυτου καλού ή κακού η επέλαση του κορονοϊού θα μας διδάξει πολλά. Θα μας υπενθυμίσει τη θνητότητά μας και το ευμετάβλητο της μοίρας μας. Θα μας υποχρεώσει να ξαναδούμε την κενότητα των «χρυσών»
παρουσιαστών της TV, των ποδοσφαιριστών και των καλαθοσφαιριστών
και την αξία εκείνων που διακονούν τη δημόσια
υγεία (οι άσπρες και οι πράσινες
ποδιές). Θα αναδείξει τα όρια της ανθρώπινης δύναμης και την αξία του «μέτρου»
στη ζωή μας. Θα προβάλει την αναγκαιότητα της αυτοπειθαρχίας, της αυτογνωσίας και της προτεραιότητας του
κοινωνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού, όπως επίσης και της σπουδαιότητας
της ατομικής και συλλογικής ευθύνης
στο «ευ ζην».
Σε
ένα άλλο επίπεδο ο κορονοϊός θα μας καλέσει «να συνειδητοποιήσουμε ότι μοιραζόμαστε μια κοινή μοίρα με όλον τον
πλανήτη και ότι η ανθρωπότητα υπόκειται στις ίδιες θανάσιμες απειλές» (Μαρέν).
Θα
μας αναγκάσει να προσθέσουμε στα «8
θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού μας» (Λόρεντς) ένα ακόμα, αυτό των ζωονοσογόνων
ιών.
Κατεξοχήν,
όμως, θα ενισχύσει τις προτροπές του Μαρέν:
«Πρέπει να νιώθουμε αλληλέγγυοι με
αυτόν τον πλανήτη η ζωή του οποίου καθορίζει της δική μας. Πρέπει να σώσουμε τη
Μητέρα – Γη. Η ατομική αλλαγή είναι άρρηκτα δεμένη με την κοινωνική – και η
καθεμιά τους χωριστά είναι ανεπαρκής. Η μεταρρύθμιση, της σκέψης, η
μεταρρύθμιση της κοινωνίας και της ζωής θα συνυπάρξουν για να μεταμορφωθεί η
κοινωνία μας. Το αστραφτερό μέλλον έχει πεθάνει, μπορούμε όμως να ανοίξουμε τον
δρόμο στο εφικτό μέλλον» (Ο δρόμος της ελπίδας», Hessel
και Marin).
Ο
Πολ Βαλερί το είπε πιο καθαρά και προφητικά (1932):
«Οι μέρες μας
διαποτίζονται άλλοτε από ανησυχία, άλλοτε από αίσθημα ματαιότητας».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου